«Καθόμαστε πολύ περισσότερο και κινούμαστε πολύ λιγότερο σε σχέση με τους προγόνους μας ελάχιστες γενιές πριν από εμάς. Χάρη στον γενετικό μας σχεδιασμό και στη σωματική μας προδιάθεση είμαστε προορισμένοι να κάνουμε πολλές και διάφορες κινήσεις: να περπατάμε, να ξαπλώνουμε, να καθόμαστε, να στεκόμαστε όρθιοι και ούτω καθεξής. Η παραμονή στην οριζόντια θέση είναι μόνο μία από αυτές. Είναι όμως έντονος ο πειρασμός να ενδώσουμε στη βαρύτητα που μας τραβάει προς τη γη. Βρισκόμαστε, εξάλλου, σε συνεχή αντιπαράθεση με αυτήν τη δύναμη. Παρ' ότι δεν το αντιλαμβανόμαστε, διότι έχουμε συνηθίσει να το κάνουμε αυτόματα, δαπανάμε ένα μεγάλο μέρος της ενέργειάς μας παλεύοντας ενάντια στη βαρύτητα».
Η Τέχνη της ξάπλας είναι ένας ύμνος του Μπερντ Μπρούνερ στην ξαπλωμένη ανά τους αιώνες ανθρωπότητα, μια πλούσια διερεύνηση της πολιτισμικής μας ιστορίας (μέσα από την ξάπλα) και συγχρόνως μια απολαυστική συλλογή ιστοριών, γεμάτων αλλόκοτες ή απροσδόκητες λεπτομέρειες, από το πώς ξάπλωναν –ή πώς δεν ξάπλωναν– οι άνθρωποι τη Λίθινη Εποχή μέχρι την ιστορία του στρώματος και τις τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις γύρω από τον ύπνο ή το «κίνημα της αργής ζωής».
Η θέση (και κατάσταση) στην οποία περνάμε το ένα τρίτο της ζωής μας ταυτίζεται σήμερα με την αδράνεια και την παθητικότητα και δεν είναι και τόσο αποδεκτή από τη σύγχρονη κοινωνία. Κι όμως, αυτή η οριζόντια δραστηριότητα είναι ανεκτίμητης αξίας: μας προσφέρει στιγμές χαλάρωσης και περισυλλογής που οδηγούν σε καλύτερες ιδέες. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Μιχαήλ Άγγελος ή Ντοστογιέφσκι για να ξαπλάρει και να διαλογιστεί, ειδικά το καλοκαίρι, που προσφέρεται για οριζοντίωση και ανέμελη σκέψη περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Και ο Αύγουστος είναι περισσότερο από κάθε μήνα κατάλληλος για ξάπλα.
Ξάπλα στη φύση
«Υπάρχουν κάποια σημεία στη φύση που μας καλούν κυριολεκτικά να ξαπλώσουμε πάνω τους: το γρασίδι, μια αμμουδιά, ένα άνετο κοίλωμα στους βράχους που φαίνεται σαν να έχει φτιαχτεί για να κουλουριαστούμε πάνω στη ζεστή από τον ήλιο πέτρα. Όταν βρισκόμαστε έξω, το βλέμμα μας δεν περιορίζεται από το ταβάνι του δωματίου, μπορεί να χαθεί στον γαλάζιο ουρανό, στα σύννεφα και στην κίνησή τους, στην αδιάκοπα μεταβαλλόμενη μορφή τους. Έχουμε μια αίσθηση του απείρου. Βέβαια, το οπτικό μας πεδίο εξαρτάται από το αν είμαστε ξαπλωμένοι ανάσκελα, στο πλάι ή μπρούμυτα. Όταν είμαστε μπρούμυτα, το μόνο που βλέπουμε είναι λίγο πάνω από το γρασίδι, τον ουρανό απλώς τον φανταζόμαστε. Το ξάπλωμα στη φύση έχει έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από το ξάπλωμα σε έναν κλειστό χώρο κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι δεν υπάρχει κάποιο εμπόδιο από πάνω μας. Έξω στη φύση γινόμαστε αποδέκτες ενός πλήθους αισθητηριακών ερεθισμάτων: το έντονο φως, ο άνεμος, το κελάηδισμα των πουλιών, το άρωμα των λουλουδιών, ο φλοίσβος του νερού, οι ευχάριστοι ή και δυσάρεστοι θόρυβοι των ανθρώπων και των μηχανών, τα βήματα που πλησιάζουν προς το μέρος μας ή μια μακρινή φωνή που σπάει ξαφνικά τη σιωπή. Στην παραλία μπορούμε να ακούσουμε τον ρυθμό των κυμάτων που σπάει τον χρόνο σε μικρά περιοδικά διαστήματα. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος κοντά μας, δεν είμαστε μόνοι. Τα πάντα, έμψυχα ή άψυχα, μας αγγίζουν, μπορεί ακόμα και να μιλήσουν μαζί μας αν είμαστε ανοιχτοί και θέλουμε να αφεθούμε σ' αυτήν τη συνομιλία. Όταν είμαστε ξαπλωμένοι, αφομοιωνόμαστε στο τοπίο. Είμαστε κομμάτι του και αυτό είναι δικό μας.
Ανάλογα με το αν είμαστε ξαπλωμένοι στο γρασίδι ενός κομματιού γης που δεν είναι προσβάσιμο στους άλλους ή σε μια παραλία, η δραστηριότητα αυτή μπορεί να έχει πότε δημόσιο και πότε ιδιωτικό χαρακτήρα. Ένα θρυλικό διαφημιστικό σποτ μιας γερμανικής μπύρας που φτιάχνεται στην Ανατολική Φριζία δείχνει έναν άντρα που πέφτει στους αμμόλοφους και τεντώνει με ευχαρίστηση τα πόδια και τα χέρια του – η απόλυτη έκφραση χαλάρωσης και ελευθερίας. Όποιος έχει δικό του κήπο ή δεν ζει κοντά στη θάλασσα είναι αναγκασμένος να αρκεστεί στα πάρκα. Λέγεται επίσης ότι τα λιβάδια είναι ωραίο μέρος για να ξαπλώνει κανείς, προστατευμένο μάλιστα από τα αδιάκριτα βλέμματα που συναντάει σε άλλα μέρη.
Τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, που μέσα στο δωμάτιο δεν φυσάει το παραμικρό αεράκι, είναι τεράστιος ο πειρασμός να πάρουμε στρώμα και το σεντόνι και να κοιμηθούμε έξω. Μας ανταμείβει η δροσερή αύρα, η ευκαιρία να παρατηρήσουμε τ' αστέρια στον καθαρό ουρανό και ίσως ένα ευχάριστο πρωινό ξύπνημα υπό τους ήχους των πουλιών. Μπορεί να αποδειχθεί μια εξαιρετικά ειδυλλιακή εμπειρία, ωστόσο καλό θα ήταν να μην την εξιδανικεύουμε κιόλας. Όποιος έχει προσπαθήσει να κοιμηθεί στην ύπαιθρο γνωρίζει πόσο ενοχλητικοί μπορεί να είναι οι συνεχείς ασυνήθιστοι θόρυβοι. Η ακουστική είναι πολύ διαφορετική απ' αυτήν που έχουμε συνηθίσει στο υπνοδωμάτιό μας. Έξω συμβαίνει συνεχώς κάτι. Εάν ακουστεί ένας δυνατός θόρυβος, ενώ βρισκόμαστε ακόμη στην πρώτη φάση του ύπνου, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα πεταχτούμε πάνω. Κάποιοι πιστεύουν ότι η ακοή μας οξύνεται μέσα στο σκοτάδι. Ίσως να υπάρχει βαθιά ριζωμένο μέσα μας ένα κρυμμένο ένστικτο, από παλιότερα στάδια της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, που μας θυμίζει ότι είμαστε πολύ πιο εκτεθειμένοι σε κινδύνους όταν βρισκόμαστε έξω. Στην πραγματικότητα, δεν ξεφεύγουμε ποτέ απ' αυτό το ένστικτο. Έχει παρατηρηθεί στους άστεγους που κοιμούνται έξω πόσο διαταράσσεται ο ύπνος τους εξαιτίας της συνεχούς εγρήγορσης στην οποία βρίσκονται, γεγονός που έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις και στην υγεία τους.
Για να απολαύσουμε, λοιπόν, την ανάπαυση και τον ύπνο έξω στη φύση πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν κοιμόμαστε στο δάσος, όχι μόνο εξαιτίας της έντονης ή ακόμη κι ενοχλητικής μυρωδιάς των λουλουδιών, της ύπαρξης μικρών ή μεγάλων ζώων που φτερουγίζουν γύρω μας ή μας κοιτάζουν μέσα στο σκοτάδι, αλλά και λόγω του υγρού και λασπώδους εδάφους όπου θα πρέπει να ξαπλώσουμε. Γενικά τα δάση δεν ευνοούν τον καλό ύπνο, έστω κι αν δεν αποτελούν πλέον καταφύγιο φαντασμάτων, μαγισσών και άγριων θηρίων. Παρότι έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό αυτό τον άγριο χαρακτήρα τους, όποιος περνάει τη νύχτα σ' αυτά ή σε κάποιο πάρκο θεωρείται ύποπτος. Τη δεκαετία του 1860, όσοι συλλαμβάνονταν να περνούν τη νύχτα στο πάρκο Τίργκαρτεν του Βερολίνου κατατάσσονταν αμέσως στην κατηγορία του "αλήτη" και του "εγκληματία", ακόμη κι αν δεν είχαν διαπράξει κανένα αδίκημα».
Λάτρεις του ήλιου
«Στις μέρες μας είναι συνηθισμένο να ξαπλώνουν οι άνθρωποι στην ήλιο. Ωστόσο, αν το εξετάσουμε ιστορικά και πολιτισμικά, πρόκειται για ένα αρκετά ιδιόρρυθμο ζήτημα. Για πολλούς αιώνες το μαυρισμένο δέρμα θεωρούνταν χαρακτηριστικό των φτωχών, που ήταν καταδικασμένοι να δουλεύουν κάθε μέρα στα χωράφια. Ήταν σημάδι έλλειψης κουλτούρας και άξεστης συμπεριφοράς. Πολλοί παράγοντες έπρεπε να συναντηθούν προκειμένου να θεωρηθεί ωραίο το μαύρισμα από τον ήλιο. Η λατρεία του ήλιου εξαπλώθηκε κι έγινε μέρος μιας νέας σωματικής απόλαυσης που ήταν συνδεδεμένη με το γεγονός ότι οι άνθρωποι άρχισαν να εκτιμούν την αξία της υπαίθριας σωματικής άσκησης. Ο Γερμανός συγγραφέας Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτενμπεργκ (1742-1799), που έχει γίνει ευρύτερα γνωστός για τους αφορισμούς του, υποστήριζε ότι το φως του ήλιου είναι το "πρωταρχικό μέσο ενίσχυσης της υγείας και της ζωτικότητας". Συνιστούσε το αερόλουτρο, δηλαδή την έκθεση του γυμνού σώματος στον αέρα, και κάποτε μάλιστα παρατήρησε ότι είχε γίνει "σχεδόν μαύρος" από τον αέρα της θάλασσας. Ο Ελβετός υπέρμαχος της φυσικής ιατρικής Άρνολντ Ρίκλι (1823-1906), ο οποίος –προς μεγάλη φρίκη των γύρω του– συνήθιζε να κάθεται στον ήλιο εντελώς γυμνός, άνοιξε το 1854 στη Σλοβενία την πρώτη εγκατάσταση θεραπευτικών αερόλουτρων. Συνέδεσε την ηλιοθεραπεία με την ευεξία και έκανε γνωστή και δημοφιλή αυτή την πρακτική όσο κανένας άλλος μέχρι τότε. Έμεινε έτσι στην ιστορία ως ο "γιατρός του ήλιου". Υπήρξε μια εποχή, όταν κανείς δεν είχε ακόμη φανταστεί ότι η παρατεταμένη παραμονή στον ήλιο μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του δέρματος, που η ηλιοθεραπεία ήταν μια αθώα απόλαυση».
Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου