εκδόσεων οξ υ «33 1/3», που ασχολείται με διεθνείς σημαντικούς δίσκους απ’ όλα τα είδη της μουσικής (λέμε για μεταφράσεις βιβλίων ξένων συγγραφέων), μα και με κάποιους «ανάλογους» ελληνικούς (με βιβλία γραμμένα από έλληνες συγγραφείς). Ο πιο νέος μικρός τόμος αυτής της σειράς είναι ο «Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα - Φλου» του Γιώργου Ι. Αλλαμανή.
Προσφάτως (2023) κυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο στη σειρά των
Τον Γιώργο Ι. Αλλαμανή σαν συγγραφέα τον ξέρουμε από το πολύ καλό βιβλίο του για τον Νικόλα Άσιμο (2000), όπως και από το πρόσφατο, επίσης πολύ ενδιαφέρον «Στον Καιρό της Λιλιπούπολης» (2022). Γι’ αυτό το τελευταίο είχαμε γράψει το προηγούμενο καλοκαίρι, εδώ στο LiFO.gr, ενώ τώρα θα γράψουμε τα σχετικά και για το «Φλου».
Κατ’ αρχάς να πω (ή να ξαναπώ;) πως θεωρώ εντελώς υπερβολικό το να γράφονται βιβλία, έστω και μικρού σχήματος, για ελληνικούς δίσκους – ας αφήσουμε τους ξένους κατά μέρος.
Δηλαδή, εγώ, δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να γράψει 25.000 λέξεις για «To Βρώμικο Ψωμί» του Διονύση Σαββόπουλου, που να έχουν όλες νόημα, και να μην είναι παραγεμίσματα.
Να γράψεις 25.000 λέξεις π.χ. για «Το Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη το βλέπω, υπό την έννοια πως ο Θεοδωράκης ήταν ένας πληθωρικός άνθρωπος, με τεράστιο έργο, με ισχυρή πολιτική δράση και διάσταση, που καθόρισε μια ιστορική περίοδο. Οπότε γράφοντας για «To Άξιον Εστί» (που είναι ένας ούτως ή άλλως πολύ σημαντικός δίσκος) γράφεις και για όλα αυτά, για τους Λαμπράκηδες, για τον Ελύτη, για την εποχή κ.λπ. Γράφεις Ιστορία. Έτσι ίσως να καταφέρεις να φθάσεις στις 25.000 λέξεις, που να έχουν όλες νόημα και αξία.
Καλύφθηκε, έτσι, ο Σιδηρόπουλος πίσω από την εικόνα του «αδικημένου», θυματοποιώντας και περιθωριοποιώντας ο ίδιος τον εαυτό του, πιστεύοντας πως η κοινωνία δεν μπορούσε τάχα να τον καταλάβει, να αντιληφθεί το ταλέντο του και να τον αξιοποιήσει (τα έχει πει ο ίδιος αυτά και υπάρχουν και στο βιβλίο). Περίμενε, με άλλα λόγια, πολύ περισσότερα από τους άλλους, έχοντας ο ίδιος επενδύσει ελάχιστα πάνω στη δουλειά του και σε σχέση με τον εαυτό του.
Θέλω να πω πως, προσωπικά, θα δυσκολευόμουν πολύ να γράψω 25.000 λέξεις για «Το Βρώμικο Ψωμί» του Σαββόπουλου, όσο και να το «τράβαγα» το πράγμα – έχοντας πάντα σαν κριτήριο όλα εκείνα που θα γράψω να έχουν αυστηρό νόημα (έτσι όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι).
Και κάπως έτσι θα έγραφα γύρω στις 6.500 λέξεις εδώ στο LiFO.gr στις 30 Δεκ. 2022, (όταν ασχολήθηκα με «Το Βρώμικο Ψωμί») και θα μπορούσα να γράψω 4-5.000 ακόμη – δηλαδή 10-12 χιλιάδες λέξεις στην καλύτερη περίπτωση, που να μην είναι, όμως, ψευδολογοτεχνία, «ασκήσεις ύφους», «προφορική ιστορία», «βιώματα» όπως τα εννοούν πολλοί (δηλαδή αδιάφορες περιγραφές προσωπικών καταστάσεων, που δεν έχουν κανένα ευρύτερο νόημα) και τ’ ανάλογα.
Και αν το... 25άρι για «Το Βρώμικο Ψωμί» μου φαίνεται πολύ-πολύ δύσκολο, για το «Φλου» του Παύλου Σιδηρόπουλου και της Σπυριδούλας μου φαίνεται εντελώς αδύνατον. Δηλαδή ακατόρθωτο.
Εντάξει, ξεφυλλίζοντας, κατ’ αρχάς, το βιβλίο του Γιώργου Ι. Αλλαμανή μού λύθηκε αμέσως η απορία (πώς έφθασε σε αυτό τον αριθμό λέξεων ο συγγραφέας), αλλά πριν το ανοίξω η απορία μου ήταν σοβαρή και υπαρκτή.
Πόσο καθοριστικό ήταν το «Φλου» για το ελληνικό τραγούδι;
Σε πρώτη φάση να πω πως εγώ διαφωνώ με μια κεντρική επιλογή, που γίνεται εδώ. Δεν θεωρώ το «Φλου» καθοριστικό δίσκο για το ελληνικό τραγούδι γενικότερα.
Το λέω, γιατί, υποτίθεται πως η σειρά «33 1/3» με αυτό ασχολείται. Με τα σημαντικότερα LP, για το ελληνικό τραγούδι γενικότερα και όχι για το ελληνικό ροκ ειδικότερα. Αν και σε σχέση (και) με το ελληνικό ροκ έχω επίσης τη γνώμη πως το «Φλου» δεν είναι κάτι τόσο σημαντικό. Το λέω τώρα αυτό, τα τελευταία χρόνια τέλος πάντων, γιατί παλαιότερα δεν είχα την ίδια άποψη.
Αλλιώς έβλεπα το «Φλου» στα 80s, θέλω να πω, αλλιώς στα 90s και αλλιώς τώρα. Και είναι λογικό αυτό. Γιατί τα χρόνια περνάνε, γιατί οι δίσκοι του ελληνικού τραγουδιού και του ελληνικού ροκ είναι πλέον άπειροι, άρα κάθε φορά έχεις να διαλέξεις από ένα πιο μεγάλο πανέρι, γιατί νοιώθεις ότι κάποια πράγματα που παλιά τα θεωρούσες σημαντικά... τελικώς ίσως να μην ήταν και τόσο – καθότι οι εμπειρίες, που έχουν επικαθίσει εν τω μεταξύ, τα ακούσματα, οι σκέψεις σου κ.λπ. σε κάνουν να βλέπεις το χθες με άλλο μάτι, πιο σκληρά και πιο κριτικά, αντί για πιο... νοσταλγικά, κατά το είθισται. Όλα αυτά είναι λογικά.
Δεν θέλω να πω ότι το «Φλου» δεν είναι ένας καλός δίσκος ή και πολύ καλός, αλλά δεν θεωρώ –το ξαναλέω– πως είναι καθοριστικός, για το ελληνικό τραγούδι (ώστε να αιτιολογεί βιβλίο). Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Υπάρχουν εκατοντάδες σπουδαίοι δίσκοι, εννοώ, που δεν αποδείχθηκαν στην ιστορία καθόλου, μα καθόλου, καθοριστικοί. Να πω έναν από Ελλάδα; Το παράδειγμα θα είναι όσο πιο ακραίο γίνεται, ώστε να γίνει εντελώς κατανοητό εκείνο που θέλω να πω.
Το «Επεισόδιο» (1971) του Πάνου Σαββόπουλου. Έξοχος δίσκος, αλλά όχι καθοριστικός. Υπό την έννοια ότι δεν πούλησε στον καιρό του, ούτε επηρέασε πρόσωπα και καταστάσεις, καθώς ελάχιστοι τον πήραν χαμπάρι, αφού ούτε ο τραγουδοποιός τον υποστήριξε με live στις ροκ σκηνές της εποχής.
Ανάλογα (όχι το ίδιο) και το «Φλου», το οποίο πούλησε λίγο στον καιρό του 10.000 αντίτυπα μέχρι το φθινόπωρο του ’82 (όπως διαβάζουμε στο βιβλίο, από λόγια του ίδιου του Σιδηρόπουλου). Ένα νούμερο, που μπορεί να είναι ακόμη πιο μικρό...
Την εποχή όπου το “Get That Beat” (1981) των Sharp Ties μέσα σ’ ελάχιστο διάστημα είχε πουλήσει πάνω από 50.000 αντίτυπα (να ένας σημαντικό δίσκος – ένας καθοριστικός δίσκος, για την μοντέρνα μουσική στην Ελλάδα), το «Φλου» μετά βίας μέσα σε τριάμισι χρόνια θα έφθανε το νούμερο 10.000. Και αν δεν πέθαινε νωρίς ο αείμνηστος Παύλος Σιδηρόπουλος, ώστε να επακολουθήσει εκείνο το τεχνητό μπουμ, που ζήσαμε όλοι μετά το ’90, το LP θα πουλούσε, μέσα σε 45 χρόνια, πολύ λιγότερα, απ’ όσα έχει πουλήσει μέχρι σήμερα.
Το έχω ξαναγράψει πριν κάποιο καιρό – έτσι θυμάμαι... Το «Φλου» επηρέασε, όσο επηρέασε, στην πορεία, μετά το ’90, και μετά τον θάνατο του Σιδηρόπουλου, περισσότερο το σύγχρονο «έντεχνο» και εντεχνορόκ τραγούδι (Πυξ Λαξ, Θηβαίος, Πασχαλίδης κ.ά.), παρά το ελληνικό ροκ. Αυτό είναι αλήθεια – όσο και αν δεν αρέσει σε κάποιους.
Εγώ, δηλαδή, δεν βλέπω πολύ σημαντικές επιρροές του «Φλου» στο ροκ στην Ελλάδα. Πιο πολύ επηρέασε το «Εν Λευκώ» σαν ήχος (τις Τρύπες, ας πούμε, στο ξεκίνημά τους), που το θεωρώ κατώτερο σαν άλμπουμ από το «Φλου», παρά το «Φλου». Τέλος πάντων... γι’ αυτά μπορεί να γίνει πολλή κουβέντα και η οποία (κουβέντα) μπορεί να μην έχει και πολύ νόημα.
Ας πάμε, όμως, στο βιβλίο...
Το πρώτο κεφάλαιο αποκαλείται «Ο Παύλος, ο Τόλης, οι Σπυρόπουλοι και μια ροκ εντ ρολ περιπέτεια» και εκτείνεται από την σελίδα 17 έως την σελίδα 77. Δηλαδή αναπτύσσεται σε 60 σελίδες.
Τώρα απ’ αυτές τις 60 σελίδες τα 2/3, δηλαδή περίπου 40 πάνω-κάτω (σελίδες), είναι συνεντεύξεις – βασικά με δύο από τα μέλη της Σπυριδούλας τον κιθαρίστα Βασίλη Σπυρόπουλο και τον μπασίστα Τόλη Μαστρόκαλο (λέω βασικά, γιατί υπάρχουν και άλλες πρόσφατες συνεντεύξεις, δανεισμένες από σάιτ κ.λπ., όπως εκείνη με τον παραγωγό Γιώργο Πετσίλα). Έχουμε, δηλαδή, εδώ, μια πολύ ισχυρή παρέμβαση της λεγόμενης «προφορικής ιστορίας».
Εγώ αυτό δεν το θεωρώ «σωστό», για ένα βιβλίο. Μπορεί οι συνεντεύξεις στα σάιτ, στις εφημερίδες και τα περιοδικά να αποτελούν συχνά πρώτη ύλη, αλλά για τα βιβλία δεν είναι έτσι.
Υποτίθεται πως ο συγγραφέας έχει έτοιμο το βιβλίο στο μυαλό του, πριν κάτσει να το γράψει. Έχει βρει και τα παραθέματα από παλιές πηγές, συνεντεύξεις κ.λπ., που θα χρησιμοποιήσει στο κείμενό του και κάπως έτσι κάθεται για να μοντάρει το υλικό του.
Ο Γ.Ι. Αλλαμανής δεν τα είχε αυτά ή είχε τέλος πάντων ελάχιστα. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής. Χωρίς τις συνεντεύξεις των δύο μουσικών θα μπορούσε να ολοκληρωθεί η συγγραφή του βιβλίου και στην συγκεκριμένη έκταση (πάνω από 20.000 λέξεις); Πολύ αμφιβάλλω. Για να μην πω ξερά... όχι.
Χωρίς την αρωγή της «προφορικής ιστορίας» το βιβλίο θα είχε... όχι την μισή έκταση, αλλά πολύ-πολύ μικρότερη.
Φυσικά και οι συνεντεύξεις μπορούν να αποτελέσουν «ύλη» για τον συγγραφέα, αλλά ποιες συνεντεύξεις; Εκείνες που δόθηκαν σε πρώτο χρόνο. Εκείνες έχουν νόημα και ουσία. Πώς σκέφτονταν, τότε, οι άνθρωποι, που έκαναν εκείνο το άλμπουμ – γιατί, το τι μπορεί να λένε σήμερα, μετά από 45 χρόνια, δεν έχει και τόση σημασία. Υπάρχουν, ας πούμε, πολλοί καλλιτέχνες, που, σήμερα, απορρίπτουν κάποιες παλιότερες δουλειές τους, οι οποίες, εν τω μεταξύ, μπορεί να είναι πολύ αξιόλογες.
Σημασία, λοιπόν, δεν έχει η τωρινή γνώμη του καλλιτέχνη για την δουλειά του –μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει ο ίδιος–, αλλά του συγγραφέα, που καταπιάνεται μ’ εκείνη. Ο συγγραφέας γράφει το βιβλίο και όχι ο καλλιτέχνης. Εκτός κι αν το γράφουνε μαζί...
Τέλος πάντων... εγώ μ’ αυτά θέλω να πω πως δεν βρίσκω κανένα νόημα σε ερωτήσεις του στυλ... «Τι ειπώθηκε Βασίλη σ’ εκείνη την πρώτη συνάντησή σας με τον Παύλο;». Πέρα από το ότι ρωτάς έναν άνθρωπο, σήμερα, να θυμηθεί τι ειπώθηκε σε μια συζήτηση πριν από 45 χρόνια...
Μπορεί βεβαίως ο συγγραφέας, ο όποιος συγγραφέας, έχοντας υπ’ όψη του το παλιό υλικό, να ζητήσει ενδεχομένως κάποιες επεξηγήσεις, σήμερα, από τους μουσικούς, για ορισμένα θέματα ή να επιβεβαιώσει κάτι, αλλά το να ενσωματώνονται σημερινές συνεντεύξεις, και μάλιστα σε τέτοια έκταση, σ’ ένα βιβλίο, που αναφέρεται στο 1979 ή και πιο πριν, εγώ δεν το βρίσκω δόκιμο. Το βρίσκω «λάθος».
Να πω λοιπόν πως από τις πάμπολλες συνεντεύξεις που χρησιμοποιεί ο Γ.Ι. Αλλαμανής σ’ αυτό το πρώτο κεφάλαιο τού βιβλίου του μόλις δύο, από τις καμιά 15αριά, έχουν σχέση με την εποχή – υπό την έννοια ότι πάρθηκαν την εποχή του «Φλου» (δηλαδή έως και δύο χρόνια αργότερα, όχι το 1979). Και οι δύο ανήκουν στον Παύλο Σιδηρόπουλο, με την πρώτη να προέρχεται από το περιοδικό «Μουσικό Εξπρές» το 1980 και με την δεύτερη από το «Ήχος & Hi-Fi» το 1981.
Με όλα αυτά –και για να μην παρεξηγηθώ– δεν λέω πως ο Βασίλης Σπυρόπουλος και ο Τόλης Μαστρόκαλος λένε αδιάφορα πράγματα, αλλά πώς όλα αυτά που λένε ανοίγουν κι άλλα θέματα, που σηκώνουν πολλή κουβέντα. Και η οποία κουβέντα δεν έχει νόημα να γίνει ούτε στο πλαίσιο του βιβλίου, μα ούτε και στο πλαίσιο της κριτικής του βιβλίου.
Αυτές είναι κουβέντες για τα σπίτια και τα καφενεία. Να λέμε, να συζητάμε, να συμφωνούμε, να διαφωνούμε, να ανεβάζουμε τους τόνους, να παραφερόμαστε και, καμιά φορά, να τσακωνόμαστε κιόλας... Γιατί όχι; Όλα μέσα στη ζωή είναι. Και όλα αυτά να γίνονται δίχως μαγνητόφωνα και κινητά, χωρίς καταγραφές.
Επιτέλους, ας μιλάμε ελεύθερα, χωρίς αυτά τα μαραφέτια δίπλα μας. Να σκορπάμε τις ώρες μας σε ωραίες συζητήσεις, που να τις παίρνει ο αέρας... Δεν έχει νόημα να γίνονται όλα, όσα λέμε, συνεντεύξεις και βιβλία...
Έτσι, εγώ προσωπικά, απ’ αυτό το πρώτο κεφάλαιο βρίσκω σχετικώς πιο ενδιαφέρον το υποκεφάλαιο «Ηρωίνη: απ’ τη Χρυσή Ημισέληνο στα Εξάρχεια του 1979», που αποτελεί προϊόν μικροέρευνας του συγγραφέα και που έχει να κάνει με το πώς έφθαναν, τότε, τα ναρκωτικά στην Ελλάδα –υπό την έννοια πως εδώ θίγεται ένα θέμα, που, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι συνδεμένο και στην Ελλάδα με το ροκ, και με πρόσωπα του ελληνικού ροκ– και τούτο παρά το γεγονός πως ακόμη κι αυτό το υποκεφάλαιο θα μπορούσε να ήταν πληρέστερο.
Εννοώ πως θα άξιζε το θέμα να εξεταστεί τουλάχιστον από την αρχή της μεταπολίτευσης –όταν υπάρχει θάνατος ακόμη και καλλιτέχνη από ενέσιμο ναρκωτικό–, πριν εξαρθρωθεί το λεγόμενο french connection, δηλαδή ο ναρκο-διάδρομος, που ξεκινούσε από την Ινδοκίνα και που περνώντας από την Τουρκία θα κατέληγε στην Μασσαλία μέσω και ελληνικών λιμένων, και που θα γινόταν γνωστός και από τις σχετικές ταινίες των William Friedkin και John Frankenheimer («Ο Άνθρωπος από την Γαλλία» και «Ο Άνθρωπος από την Γαλλία Νο 2»), που προβάλλονταν τότε (και) στην Ελλάδα.
Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου έχει τίτλο «Από το Α1 έως το Β5» και εκτείνεται από την σελίδα 81 έως την σελίδα 131 (50 σελίδες δηλαδή).
Σ’ αυτό το κεφάλαιο η «ύλη» είναι τα τραγούδια των δύο πλευρών του δίσκου βινυλίου... από το Α1 έως το Β5, τα οποία «αναλύονται» ένα-ένα. Και εδώ οι συνεντεύξεις με τους Β. Σπυρόπουλο και Τ. Μαστρόκαλο αποτελούν τον βασικό κορμό του κεφαλαίου, μαζί με κάποιες σύντομες «τοποθετήσεις» του συγγραφέα.
Προσωπικώς δεν βρίσκω πολύ νόημα σε τόσο εξονυχιστικές λεπτομέρειες (του τύπου ποιος κάνει το σόλο εδώ, ποιος παραπέρα...), αλλά, ok, γνωρίζω πως κάποιοι (πολλοί, λίγοι, δεν ξέρω), ενδιαφέρονται και γι’ αυτά.
Περιττό να πω πως διάφορα που λέγονται και εδώ σηκώνουν κουβέντα, αλλά αυτή η κουβέντα θα είχε νόημα αν υπήρχε και μια διεξοδικότερη προσέγγιση της εποχής – που δεν υπάρχει. Και σε σχέση με τα πολιτικοκοινωνικά (θίγονται κάποια τέτοια στο προηγούμενο κεφάλαιο, αλλά όχι όσο θα άξιζε), και σε σχέση με τον ήχο του δίσκου, που για το 1979 ήταν ξεπερασμένος –αν έβγαινε το 1972 το «Φλου» θα ήταν αλλιώς– και για το πώς επέδρασε συνολικά πάνω στο ροκ η πρώτη πενταετία τής μεταπολίτευσης.
Δηλαδή από το βιβλίο έπρεπε να γίνει κατανοητό το γιατί το ελληνικό ροκ, το 1979, είχε μείνει ηχητικά τόσο πίσω και γιατί δεν ανακάλυψε εγκαίρως τα νέα ρεύματα, το πανκ και το new-wave (όπως ανακάλυψε τους Beatles εγκαίρως και τα υπόλοιπα μεγάλα βρετανικά συγκροτήματα, που έφτιαξαν ουσιαστικά το ροκ στα μέσα του ’60). Αυτά είναι θέματα, με τα οποία θα έπρεπε να καταπιαστεί το βιβλίο και δεν καταπιάστηκε.
Επίσης, έπρεπε να γίνει μια σύντομη αποτίμηση τού τι σήμαινε, τότε, για το ελληνικό ροκ ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Σταύρου Λογαρίδη (1978), που επιχείρησε να δώσει διάσταση σε κάποια νέα πλαίσια, τι σήμαινε, επίσης, το «Crazy Love στου Ζωγράφου» (1979) του Δημήτρη Πουλικάκου και των υπολοίπων (στο οποίο συμμετείχε και ο Παύλος Σιδηρόπουλος), που προσωπικώς το βλέπω σαν ένα ελληνικό «τέλος εποχής» για το rock του 1965-1973 (εκεί όπου ανήκει πρακτικά και ο ήχος του «Φλου») και ακόμη να φανεί στο βιβλίο πώς αντανακλούσε το «Φλου» μέσα στο ελληνικό τραγούδι της περιόδου γενικότερα (και όχι, απλώς, στο ελληνικό ροκ).
Ακόμη άξιζε να δοθούν εξηγήσεις, γιατί ο Σιδηρόπουλος τα βρόντηξε μετά τα Μπουρμπούλια (1972-73), γιατί συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, γιατί προτίμησε να εμφανιστεί σ’ έναν ρόλο που υποτίθεται πως δεν του πήγαινε (εκείνον του «ρακένδυτου μισότρελου πλανόδιου μάντη»), ενώ δεν είχε οικονομικό πρόβλημα (ως φαίνεται) για να το κάνει και άλλα διάφορα τέλος πάντων, που θα έδιναν στον αναγνώστη να αντιληφθεί το γενικότερο πλαίσιο της εποχής (και στο αισθητικό και στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο).
Δυστυχώς ο συγγραφέας δεν ασχολείται με όλα αυτά, που έχουν αληθινό νόημα, και που θα έδιναν στο βιβλίο του κι έναν εντελώς προσωπικό τόνο. Γιατί, κακά τα ψέματα, το βιβλίο τέτοιο τόνο (προσωπικό) δεν έχει, αφού ο συγγραφέας τον μοιράζεται (τον τόνο) με τους φιλοξενούμενούς του μουσικούς.
Το βιβλίο θα ολοκληρωθεί με το τελευταίο κεφάλαιο «Δισκοπωλεία, το διαζύγιο και η κληρονομιά», που αριθμεί 11 σελίδες (από την 133 έως την 144).
Εδώ ο συγγραφέας έχει περισσότερο τον πρώτο λόγο στο κείμενο (όχι πως δεν υπάρχουν και εδώ οι συνεντεύξεις), επιχειρώντας μια αποτίμηση του «Φλου» – και δική του, και μέσα από παραθέματα, «φωτογραφίζοντας» εν τάχει όλη την δεκαετία του ’80 και ό,τι επακολούθησε, μετά τον πρόωρο θάνατο του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Εν κατακλείδι...
Μπορεί να διαφωνώ με τον συγγραφέα και με χιλιάδες άλλους, αλλά για μένα ο Παύλος Σιδηρόπουλος είναι υπερεκτιμημένος σαν τραγουδοποιός. Σίγουρα έγραψε μερικά πολύ ωραία τραγούδια (αλλά αυτό το έχουν κάνει πολλοί), σίγουρα είχε στιχουργικό ταλέντο (κάτι όχι πρωτοφανές και για το προϋπάρχον ελληνόφωνο ροκ φυσικά), σίγουρα είχε κάποιες ιδέες και στα μουσικά θέματα (υπάρχουν διάσπαρτες αυτές στους δίσκους του – και στο «Φλου»), πάνω στις οποίες θα μπορούσε να προχωρήσει, αλλά η τελική σούμα (και εξαιτίας της καταδικαστικής σχέσης του με την ηρωίνη, αλλά όχι μόνο) είναι μικρή.
Ο Σιδηρόπουλος ήταν γεννημένος το 1948. Ο Τουρνάς (Teenagers, Poll) το 1949. Ο Πασχάλης (Olympians) το 1946. Ο Κιουρκτσόγλου (Loubogg, Πελόμα Μποκιού) το 1950. Ο Σπάθας (Persons, Socrates) το 1950. O Τουρκογιώργης (Persons, Socrates) το 1951. Ο Ασβεστόπουλος (Persons, 2002 GR) το 1951. O Λογαρίδης (Poll) το 1953 κ.λπ.
Όλοι αυτοί γράφανε τραγούδια από πολύ μικροί – από την δεκαετία του ’60 ήδη. Ο Σιδηρόπουλος έπρεπε να φθάσει το 1979, δηλαδή να γίνει 30 χρονών, για να δει κάποια δικά του τραγούδια (μουσικοί και στίχοι) να κυκλοφορήσουν, όταν οι συνομήλικοί του γράφανε και κόβανε δίσκους δέκα και δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα.
Αυτή η χρονική υστέρηση, που πήγαινε παράλληλα με τα περιορισμένα ακούσματα, όπως και με διάφορα κολλήματα που είχε κατά καιρούς σε σχέση με τον ήχο (ροκ και δημοτικά, blues και ρεμπέτικα, east-west κ.λπ.), μαζί με την απουσία των θεωρητικών μουσικών δυνατοτήτων, που θα τον βοηθούσαν είτε να τα υλοποιήσει (τα κολλήματα), είτε να τα ξεπεράσει και να πάει παρακάτω, δημιουργούσαν, όλα αυτά, ένα χάντικαπ σε σχέση με τους συνομηλίκους του, που έκαναν «πράματα», όταν εκείνος (ο Σιδηρόπουλος) συνεχώς ψαχνόταν.
Καλύφθηκε, έτσι, ο Σιδηρόπουλος πίσω από την εικόνα του «αδικημένου», θυματοποιώντας και περιθωριοποιώντας ο ίδιος τον εαυτό του, πιστεύοντας πως η κοινωνία δεν μπορούσε τάχα να τον καταλάβει, να αντιληφθεί το ταλέντο του και να τον αξιοποιήσει (τα έχει πει ο ίδιος αυτά και υπάρχουν και στο βιβλίο). Περίμενε, με άλλα λόγια, πολύ περισσότερα από τους άλλους, έχοντας ο ίδιος επενδύσει ελάχιστα πάνω στη δουλειά του και σε σχέση με τον εαυτό του.
Ταλέντο υπήρχε φυσικά, αλλά αυτό δεν αξιοποιήθηκε από τον ίδιο. Και εγκαίρως (χρονικά) και όπως θα έπρεπε (ποιοτικά).
Κι ένα τραγούδι για το τέλος...
Θέλω να κλείσω αυτό το κείμενο μ’ ένα τραγούδι. Που το θεωρώ κορυφαίο, μεγάλο, πώς να το πω αλλιώς; Ένα τραγούδι, που υπάρχει και στο «Φλου», σε μια ωραία ροκ εκτέλεση από την Σπυριδούλα, αλλά που είναι παλιότερο, προερχόμενο από τα αληθινά «μεγάλα χρόνια» του ελληνικού ροκ – εκεί στις αρχές του ’70. Είναι «Το ξέσπασμα», που, στο «Φλου», το βλέπουμε χωρίς το άρθρο, ως σκέτο «Ξέσπασμα» –ίσως γιατί το νεανικό «ξέσπασμα» δεν χάνει ποτέ τη σημασία του, παραμένοντας ένα διαχρονικώς αιτούμενο. Και χθες, και σήμερα, και πάντα...
Το τραγούδι αυτό είχε μουσική του Παντελή Δεληγιαννίδη, στίχους του Παύλου Σιδηρόπουλου και ακούστηκε για πρώτη φορά από το ντουέτο Δάμων & Φιντίας, στο δισκάκι τους «Το ξέσπασμα / Ο κόσμος τους» [Zodiac, 21 Αυγ. 1971]. Το τραγούδι υπάρχει και στο «Φλου», όπως προείπαμε, χωρίς να αναφέρεται, όλως περιέργως, πως συνθέτης ήταν ο αείμνηστος Π. Δεληγιαννίδης (1951-2000) (όπως αναγραφόταν στο δισκάκι). Είναι γνωστό θέλω να πω πως ο Σιδηρόπουλος δεν είχε τη δυνατότητα να γράφει ολοκληρωμένα τραγούδια (μουσική-στίχους) το 1971 και άρα με τίποτα δεν θα μπορούσε, σαν σύνθεση, να είναι δικό του (το τραγούδι).
Βεβαίως η μουσική του Δεληγιαννίδη στο «Ξέσπασμα» είναι αυτή που πρέπει να είναι (έξοχη), για ένα folk-ακουστικό (στην αρχή) τραγούδι, βεβαίως η ροκ εκτέλεση της Σπυριδούλας είναι επίσης έξοχη (φέρνοντας εντελώς στη μνήμη μου τα Μπουρμπούλια του ’72, με Βασίλη Ντάλλα στο μπάσο και Παντελή Δεληγιαννίδη στην κιθάρα – στις ανάλογες θέσεις ο Νίκος Πολίτης και ο Νίκος Σπυρόπουλος, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο), αλλά η αληθινή δύναμη του τραγουδιού, σε κάθε περίπτωση, βγαίνει από τους στίχους του Παύλου Σιδηρόπουλου.
«Μια μέρα στην Αθήνα μπούχτισα απ’ τη ρουτίνα / φιλάω τη γριά μου κι απλώνω τα φτερά μου / κι όπου γουστάρω πάω και τρέχει ο άνεμος μπροστά / τον ήλιο ακολουθάω κι ο μήνας έχει εννιά. Κι οργώνοντας τους δρόμους ακούω χιλιάδες νόμους / μα εγώ όμως προχωράω και πίσω δεν κοιτάω / κι όπου γουστάρω πάω και τρέχει ο άνεμος μπροστά / τον ήλιο ακολουθάω κι ο μήνας έχει εννιά».
Το 1971 ο Σιδηρόπουλος μπορούσε να προσφέρει, μέσα από τους στίχους του, αληθινά νεανικά-κοινωνικά μηνύματα, περιγράφοντας με καίριο τρόπο το μπούχτισμα των νέων ανθρώπων, την ανάγκη να προχωρήσουν στην εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας (drop out), προκειμένου να γνωρίσουν τη ζωή, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, και να χειραφετηθούν.
Πώς φθάσαμε, μέσα σε λίγα χρόνια, από το ξέσπασμα, για όσα σε δυναστεύουν, δηλαδή από την ανάγκη να επαναστατήσεις, εμπνεόμενος από τις ιδέες και τα όνειρά σου για ν’ αλλάξεις τον κόσμο, στους... μπάμπηδες τους φλου (που... πείραζαν τις μελαχρινές και τσιμπολογούσαν τις ξανθιές), στην καταδίκη και την ήττα τής ντρόγκας και τής ώρας του σταφ, είναι ν’ απορείς και να λυπάσαι...
Α ρε Παύλο... Κρίμα κι άδικο...
ΞΕΣΠΑΣΜΑ - ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Εκφώνηση: Γιώργος Ντακοβάνος