ΛΙΓΟ Η ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ του τελευταίου επεισοδίου (φινάλε σειράς ή φινάλε κύκλου;) των αμερικανικών εκλογών, λίγο οι επαναλαμβανόμενες αφηρημένες (υπνωτικές σχεδόν) επισκέψεις στα σουπερμάρκετ για στοκάρισμα πάσης φύσεως προμηθειών (ναι, θα μείνουν ανοιχτά, το ξέρουμε, αλλά κάπου πρέπει να πηγαίνουμε βγαίνοντας) λίγο τα κομμωτήρια που λειτούργησαν ως το τελευταίο οχυρό κανονικότητας (και κοινωνικότητας), πέρασε το πρώτο σαββατοκύριακο του δεύτερου καθολικού, εθνικού lockdown.

Και τώρα τι κάνουμε; Με κυκλώνει ήδη ένα πήξιμο. Μην τρελαίνεσαι, θα αντιτείνει κάποιος, θα βρεθούν νέοι αντιπερισπασμοί, νέα memes, σκάει κι ο τέταρτος κύκλος του The Crown, θα βγει ο Νοέμβρης, τόσα πράγματα κάναμε την άλλη φορά... Τι κάναμε δηλαδή; Οθόνη για δουλειά, οθόνη για ενημέρωση, οθόνη για ψυχαγωγία. Για να μην ξεκινήσω με τα πάσης φύσεως «ημερολόγια κορωνοϊού» (εκείνη η μάστιγα) που αναγκαστήκαμε να υποστούμε, και συνήθως ήταν γραμμένα με ένα είδος ναρκισσιστικού ενθουσιασμού, ανάρμοστου για την περίσταση. Προσωπικά, να μου λείπει η ατμόσφαιρα ανάλαφρης δυστοπίας που χαρακτήρισε την παρθενική μας εμφάνιση στην αρένα της καραντίνας την περασμένη άνοιξη.

Όπως εξάλλου όλοι φαίνονται να αντιλαμβάνονται πλέον, ελάχιστα sequels – τόσο στην μυθοπλασία όσο και στην αληθινή ζωή – έχουν καταφέρει ποτέ να πετύχουν την επίδραση που είχε το πρωτότυπο. Παρότι εν προκειμένω, του έλειπε το πιο βασικό και κρίσιμο αξεσουάρ αυτής της συνθήκης που μας περιβάλλει εδώ και εννέα μήνες περίπου. Στέλναμε 6, αναφωνούσαμε «αέρα!» και βγαίναμε έξω με ή χωρίς κατοικίδιο, σίγουρα όμως χωρίς μάσκα (η συντριπτική πλειοψηφία τουλάχιστον), αφού ακόμα τότε δεν είχε αποδειχτεί η, σχετική έστω, αποτελεσματικότητά της στην απόκρουση του ιού.

Όλα μοιάζουν πιο μίζερα και νηφάλια τούτη τη φορά υπό το βάρος των αριθμών των κρουσμάτων, των διασωληνωμένων και των νεκρών. Η κρίση βρίσκεται πλέον σε άλλη τάξη μεγέθους από την προηγούμενη φορά που φοβόμασταν μήπως μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, μας καθησύχαζαν όμως τα χαμηλά νούμερα. Παρότι όμως τα πράγματα είναι σαφώς πιο σοβαρά, μια απάθεια μοιάζει να κυριαρχεί, προς το παρόν, στην ατμόσφαιρα, που δεν μεταφράζεται πάντως σε αμφισβήτηση των μέτρων, απλά σε μια εκ των πραγμάτων αποδοχή τους, έστω και με ανασήκωμα των ώμων και σκύψιμο του κεφαλιού.

Συμβιβασμένοι πλέον με την κατάσταση εμφανίζονται σε μεγάλό βαθμό, τόσο οι «φοβικοί» όσο και οι «ψέκες». Ακόμα και οι πιο στρατευμένοι, ημιπαράφρονες αρνητές της πραγματικότητας μοιάζουν να έχουν χάσει τον συνωμοσιολογικό οίστρο τους. Μια από τις περίεργες ειδήσεις του σαββατοκύριακου ήταν η συγκέντρωση μιας ντουζίνας τέτοιων συμπολιτών μας το βράδυ της Κυριακής στο Σύνταγμα (σε αντίθεση μάλιστα από την πολύ πιο ζωηρή αντίστοιχη προχθεσινή συγκέντρωση στην πάντα πρωτοπόρα σε ζητήματα ψεκασμένου ακτιβισμού, συμπρωτεύουσα).

Σύμφωνα με το σχετικό δελτίο τύπου και την ανακοίνωση της ΕΛΑΣ, «δεκατέσσερα άτομα, που δηλώνουν αρνητές της μάσκας, προσήχθησαν το βράδυ της Κυριακής σε αστυνομικό τμήμα καθώς συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγματος. Τα άτομα αυτά οδηγήθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα Συντάγματος, ενώ τους επιβλήθηκαν και τα ανάλογα πρόστιμα, ύψους 300 ευρώ στον καθένα». Σα να ήθελαν κατά βάθος όχι να δηλώσουν τις θέσεις τους και την ίδια τους την ύπαρξη, αλλά να παραδοθούν – στην ματαιότητα αρχικά, και ακολούθως στις αρμόδιες αρχές.

Πέρσι τέτοιες μέρες μαλώναμε για το αισθητικό εφέ του «προχωρημένου» χριστουγεννιάτικου στολισμού της Αθήνας. Ο φετινός στολισμός, που ήδη ανακοινώθηκε, θα αποτελεί απλώς ένα διακριτικό (ελπίζει κανείς) ντεκόρ ψευδαισθήσεων και προσμονών, σα να δηλώνει: «λίγη υπομονή ακόμα, προσεχώς γιορτές χωρίς lockdown, πρώτα ο Θεός φυσικά». Ήδη όμως ο χρόνος φαίνεται να σέρνεται πιο αργά από την προηγούμενη φορά και το σκοτάδι που πέφτει νωρίς (μαζί με το κρύο) δεν βοηθάει στην επιτάχυνση αυτού του νέου καθημερινού ταξιδιού της μεγάλης μέρας στη νύχτα, κυριολεκτικά και μεταφορικά.