Αγαπάτε ή μισείτε τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς; Μη βιαστείτε να απαντήσετε. Η γυναίκα που έδωσε στην έννοια της περφόρμανς τη θέση που της αξίζει στον κόσμο της τέχνης και κατάφερε να βρίσκεται εδώ και σχεδόν πέντε δεκαετίες στην κορυφή της επικαιρότητας έχει, εκτός από στόφα σταρ, λαμπρές ιδέες και όλα τα μεγάλα ελαττώματα μιας προσωπικότητας τέτοιου βεληνεκούς. 

 

Είναι η πιο αμφιλεγόμενη, εκκεντρική και ανθεκτική καλλιτέχνις του κόσμου. Γιατί όσο και να την κοροϊδέψει κάποιος, ένα δεν μπορεί να αμφισβητήσει, την ικανότητά της να μαζεύει το κοινό γύρω της σαν βασίλισσα μέλισσα, που, ως τέτοια, μπορεί φυσικά να κεντρίζει χωρίς να πεθαίνει ή, έστω, να ασχολείται θεαματικά ακόμα και με τον ίδιο της τον θάνατο.

 

Ίσως είναι η μόνη καλλιτέχνις στον κόσμο που έχει πάρει μέρος σε δρώμενο που αναπαριστούσε τον θάνατό της με την υπογραφή του Μπομπ Γουίλσον ή σε θανάτους άλλων, όπως οι «Επτά θάνατοι της Μαρίας Κάλλας» που θα δούμε στην Αθήνα, στην Εθνική Λυρική Σκηνή στις 24, 25, 26, 28 και 29 Σεπτεμβρίου 2021, ένα έργο στο οποίο η Μαρίνα Αμπράμοβιτς υποδύεται τη μεγαλύτερη ντίβα της όπερας, ενώ, σαν σε όνειρο, ταξιδεύει σε επτά σκηνές όπερας με τις άριες που έκαναν την Κάλλας αθάνατη.

 

Οι άριες ακούγονται από την Μπρούνα που στέκεται σε μια άκρη της σκηνής, την πιστή υπηρέτρια στην αληθινή ζωή της Κάλλας και κληρονόμο της περιουσίας της, που την υποδύονται επτά σοπράνο, η Ελένη Καλένος, η Βασιλική Καραγιάννη, η Έλενα Κελεσίδη, η Τσέλια Κοστέα, η Χρυσάνθη Σπιτάδη, η Μαριλένα Στριφτόμπολα και η Άννα Στυλιανάκη.

 

Πρόκειται για τις «Addio del passato» από την «Τraviata», «Vissi d’arte» από την «Tosca», «Ave Maria» από τον «Otello», «Un bel dì vedremo» από τη «Madama Butterfly», «Habanera» από την «Carmen», «Il dolce suono» από τη «Lucia di Lammermoor» και την πιο σημαντική απ’ όλες τις άριες στην καριέρα της Κάλλας, την «Casta Diva» από τη «Norma».

 

Σε επτά σκηνές, σε βίντεο, σαν σε ταινίες μικρού μήκους, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς κάνει επτά ταξίδια στην καριέρα της Κάλλας, στους επτά οπερατικούς θανάτους της, με τη Βιολέτα να πεθαίνει από φυματίωση, την Κάρμεν από μαχαίρι, τη Δυσδαιμόνα από έναν πύθωνα που τη στραγγαλίζει, την Τόσκα να πέφτει στο κενό, τη Νόρμα να οδηγείται στην πυρά, τη Λουτσία να τρελαίνεται και καταρρέει, ενώ για τη Μαντάμα Μπατερφλάι επέλεξε να πεθάνει από την ακτινοβολία της ατομικής βόμβας.

 

«Για είκοσι πέντε χρόνια ήθελα να δημιουργήσω ένα έργο αφιερωμένο στη ζωή και την τέχνη της Μαρίας Κάλλας. Είχα διαβάσει όλες τις βιογραφίες γι’ αυτήν, άκουσα την εξαιρετική φωνή της και παρακολούθησα τις κινηματογραφημένες εμφανίσεις στις παραστάσεις που έδωσε. Γοητεύομαι πάντα από την προσωπικότητά της, τη ζωή της και τον θάνατό της», γράφει στην αυτοβιογραφία της η Αμπράμοβιτς.

 

«Θέλω να αναπαραγάγω τις σκηνές θανάτου από επτά όπερες ‒ επτά φορές που η Μαρία Κάλλας πέθανε μπροστά μου», λέει. Η Αμπράμοβιτς πιστεύει ότι στους σκηνικούς θανάτους την Κάλλας τη σκοτώνει πάντα ο ίδιος άντρας, που ήταν και εραστής της στην αληθινή ζωή, ο Ωνάσης. Αυτόν σκεφτόταν όταν ερμήνευε με συγκλονιστικό τρόπο τις άριές της. Και επιλέγει τον Γουίλεμ Νταφόε ως δολοφόνο της σε ένα έργο που, όπως λέει, είναι πολύ αγαπημένο της, που περιγράφει τον θάνατο μιας ραγισμένης καρδιάς, τον θάνατο από αγάπη.

 

Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς ήταν δεκατεσσάρων ετών όταν άκουσε για πρώτη φορά τη φωνή της Μαρίας Κάλλας και έκτοτε αυτή η φωνή τη στοιχειώνει. «Δεν ξέρω τι έκανα, αλλά ήμουν στην κουζίνα με τη γιαγιά μου και θυμάμαι ότι πάγωσα. Κυριολεκτικά ο χρόνος σταμάτησε, τίποτα δεν κινούνταν. Έβαλα το ραδιόφωνο στη διαπασών και αυτή η φωνή απλώς γέμισε τον χώρο… Υπήρχε ηλεκτρισμός στον αέρα», έλεγε πριν από την πρεμιέρα του έργου στην Bayerische Staatsoper, πέρσι.

 

Μπορεί να μην κατάλαβε τίποτε απ’ όσα έλεγαν οι άριες, αλλά έβαζε τα κλάματα κάθε φορά που άκουγε τη φωνή της Κάλλας να μεταδίδει, μέσα από τη δόνησή της, συναισθήματα πόνου και θλίψης. «Πέθανε γιατί ράγισε η καρδιά της, πέθανε όπως πολλοί από τους χαρακτήρες που ερμήνευσε», λέει η Μαρίνα Αμπραμοβιτς για την Κάλλας, που είδε την ιδέα της να παίρνει σάρκα και οστά μετά από τριάντα χρόνια τελικά, εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού. 

 

Βέβαια για την Αμπράμοβιτς ο χρόνος δεν έχει καμία σημασία. Χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να πάρει άδεια από την Κίνα και να περπατήσει στο Σινικό Τείχος το 1988 με τον Ουλάι, για να δώσουν αυτό το εντυπωσιακό δραματικό τέλος στη σχέση τους, δώδεκα χρόνια για να κάνει τα «Seven Easy Pieces» στο Γκουγκενχάιμ του 2005 και με τις πολύωρες περφόρμανς ακινησίας έχει δείξει όχι μόνο τη σχέση της με τον χρόνο αλλά και τη δύναμη της θέλησης και της αυτοπειθαρχίας της. 

 

Παρά το γεγονός ότι έχει επιδοθεί σε κάθε είδους ακρότητες, σήμερα διατρανώνει την άποψη ότι «πρέπει να επιστρέψουμε στην απλότητα, είμαστε πραγματικά χαμένοι», μιλώντας για την κατανόηση της φύσης και της ανθρώπινης επαφής. Και βέβαια, παράλληλα με αυτές τις δηλώσεις, πουλάει και μια εκδοχή επαυξημένης πραγματικότητας του εαυτού της στον οίκο δημοπρασιών Christie’s στο Λονδίνο.

 

Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι σήμερα η Μαρίνα Αμπράμοβιτς δεν είναι παρά μια μηχανή που παράγει χρήμα. Δικαιολογούνται εν μέρει: η παλιά Αμπράμοβιτς, της ανατρεπτικής πρωτοποριακής περφόρμανς, έχει δώσει τη θέση της σε ένα άλλο πρόσωπο.

 

Η γυναίκα που χτένισε κάποτε επί ώρες το κεφάλι της μέχρι που αραίωσαν τα μαλλιά της, χάραξε με ξυράφι στην κοιλιά της το αστέρι-σύμβολο της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας, ξάπλωσε γυμνή πάνω σε πάγο, έγδερνε ώρες ατέλειωτες με μια βούρτσα ματωμένα κόκαλα, έχει δώσει τη θέση της σε μια σταρ που θέλει να εμφανίζεται με σταρ, με τον Jay-Z και τη Lady Gaga, οι οποίοι δανείστηκαν τη μέθοδο και τη λάμψη της, καταβάλλοντας διόλου ευκαταφρόνητα ποσά στο ινστιτούτο της, το ΜΙΑ, στη Νέα Υόρκη, να κάνει περιοδείες διδάσκοντας την περίφημη μέθοδό της και φωτογραφίσεις μόδας για διάσημους οίκους. 

 

Το όνομά της είναι ένα brand, η ίδια, μια σκληρή όπως λένε, επιχειρηματίας. Δεν δίστασε να «καρφώσει» δημοσίως τον Jay-Z ότι παρέλειψε να της δώσει τα χρήματα της συμφωνίας, το αντίδωρο για την παρουσία της στο πρότζεκτ του φιλότεχνου ράπερ Picasso Baby.

 

Φυσικά, η γυναίκα που έπεισε την Gaga να πραγματοποιήσει γυμνή, για δυόμισι λεπτά, ασκήσεις της περίφημης μεθόδου της και την Τίλντα Σουίντον να γίνει η Ωραία Κοιμωμένη μέσα σ’ ένα γυάλινο κουτί, επίσης στο ΜοΜΑ, είχε και πολύ δύσκολες στιγμές. Η Microsoft ακύρωσε το συμβόλαιό της όταν την αποκαλούσαν σατανίστρια και η είδηση έγινε viral, ενώ το 2018 δέχτηκε επίθεση από έναν άγνωστο στο παλάτι Stocci της Φλωρεντίας, που τη χτύπησε κατακέφαλα με ένα κάδρο στα εγκαίνια της αναδρομικής της έκθεσης. Το κίνητρο της βιαιοπραγίας δεν διευκρινίστηκε ποτέ, αλλά η Αμπράμοβιτς παρέμεινε στο σημείο, ζητώντας να μιλήσει με τον δράστη για να μάθει τα αίτια της επίθεσης.

 

 

Όταν το ΝΕΟΝ την έφερε στην Αθήνα το 2016 για να κάνει τη μέθοδό της AS ONE στο Μουσείο Μπενάκη, όλοι περίμεναν ότι θα βίωναν μια συγκινητική εμπειρία, ανάλογη με αυτήν που είχαν δει σε βίντεο από το ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης το 2010, με την Αμπράμοβιτς να υποδέχεται συνολικά 850.000 επισκέπτες που περίμεναν υπομονετικά για να αντικρίσουν το βλέμμα της στη διάρκεια της πενήντα ωρών περφόρμανς της, με κορυφαία στιγμή της αυτή της συνάντησής της με τον σύντροφό της στη ζωή και την τέχνη Ουλάι μετά από πολλά χρόνια. 

 

Αντιθέτως, το πολυπληθές κοινό που γέμισε το Μπενάκη βρέθηκε να μετράει κόκκους ρυζιού ή φακής και «έκλαψαν τα σόσιαλ μίντια». Βεβαίως, οι ίδιοι θα ξαναπήγαιναν και σε άλλη περφόρμανς της, πρωτίστως από περιέργεια, για να δουν ό,τι και αν κάνει και για να την κοροϊδέψουν στη συνέχεια, αλλά αυτό είναι μέρος του μάρκετινγκ της ιέρειας, που είναι πολύ σίγουρη γι’ αυτά που κάνει. 

 

Η μόνη στιγμή που η πάντα ήρεμη και ανέκφραστη Αμπράμοβιτς εξερράγη ήταν σε εκείνη τη συνέντευξη Τύπου στο Μπενάκη, όταν ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε αν η περφόρμανς είναι τέχνη. «Τρελός είστε; Δεν υπάρχει καμία διαφορά», είπε. «Τώρα με θίξατε, με χτυπήσατε στο ευαίσθητο σημείο μου. Αφιέρωσα όλη μου τη ζωή για να περάσω αυτήν τη μορφή τέχνης στο “κύριο μενού” της τέχνης. Κάποτε η φωτογραφία και το βίντεο δεν ήταν τέχνη, σήμερα είναι. Η περφόρμανς χρειάστηκε περισσότερο χρόνο, αλλά σήμερα είναι κι αυτή μια μορφή τέχνης.

 

Όσο περισσότερο αποξενωνόμαστε και όσο πιο πολύ κυριαρχεί η τεχνολογία, δε, η περφόρμανς θα έχει άμεση σχέση με τους ανθρώπους. Σε κάθε οικονομική κρίση προκύπτει περφόρμανς γιατί δεν είναι εμπόρευμα, δεν μπορείς να την πουλήσεις στην αγορά, όπως ένα ζωγραφικό έργο. Στις περφόρμανς εμπλέκω το κορμί μου για να απελευθερωθώ από τον φόβο. Το σώμα υπακούει πλήρως στο μυαλό και το τελευταίο είναι που μας βάζει όλα τα εμπόδια, δημιουργεί αναχώματα και ενδοιασμούς», έχει πει η Μαρίνα Αμπράμοβιτς. 

 

Αναμφισβήτητα, είναι μία από τις λίγες καλλιτέχνιδες που πουλά την περφόρμανς τόσο καλά και τόσο ακριβά. Και τα πολλά χρήματα απ’ τις περφόρμανς ήταν αυτά που έφεραν έναν μεγάλο έρωτα και μια ιστορική σχέση σε μια θλιβερή αίθουσα δικαστηρίων, με τον αντίδικο και πρώην σύντροφό της στη ζωή και την τέχνη Ουλάι να χαρακτηρίζει τη νομική διαδικασία «δυσάρεστη και στενόχωρη», παρομοιάζοντάς της με μάχη ενάντια στον καρκίνο. 

 

Η συνάντηση της Αμπράμοβιτς με τον Δυτικογερμανό καλλιτέχνη Uwe Laysiepen, γνωστότερο ως Ulay (Ουλάι), που πέθανε τον Μάρτιο του 2020, υπήρξε σταθμός στην καριέρα της αλλά και στην ανάπτυξη της καλλιτεχνικής της προσωπικότητας. Συνεργάστηκαν περίπου για μία δεκαετία.

 

Ο χωρισμός τους μετά από δώδεκα χρόνια είναι ίσως ο πιο εντυπωσιακός και συμβολικός χωρισμός που έχει δει η εποχή μας. Έγινε με το «Μεγάλο Περπάτημα», την τελευταία τους περφόρμανς (1988), όταν οι δυο τους αποφάσισαν να διασχίσουν το Σινικό Τείχος, ξεκινώντας ο καθένας από διαφορετικές άκρες, μέχρι να συναντηθούν κάπου στη μέση. Το προετοίμαζαν οκτώ χρόνια, όσο χρειάστηκε να βγουν όλες οι απαραίτητες άδειες από τις κινεζικές αρχές.

 

Η αγωγή που κατέθεσε ο Ουλάι σε βάρος της υποστήριζε ότι η Σέρβα καλλιτέχνις είχε παραβιάσει ένα συμβόλαιο που είχαν συνάψει μεταξύ τους από το 1999. Οι δυο τους ήταν σύντροφοι και συν-δημιουργοί και επινόησαν μια σειρά έργων και αυτό το συμβόλαιο προέβλεπε ότι το 50% των κερδών από τα έργα που είχαν δημιουργήσει μαζί θα πήγαινε στην γκαλερί, το 30% στην Αμπράμοβιτς και το 20% στον Ουλάι. Σύμφωνα με τον Ουλάι, η Αμπράμοβιτς δεν τον ενημέρωνε για τις πωλήσεις και κατέθεσε το προβλεπόμενο ποσό από τις πωλήσεις μόνο τέσσερις φορές μέσα σε δεκαέξι χρόνια.

 

Το δικαστήριο του Άμστερνταμ που εκδίκασε την αγωγή αποφάνθηκε ότι ο Ουλάι είχε το δικαίωμα του 20% των καθαρών κερδών από τις πωλήσεις των έργων και κάλεσε την Αμπράμοβιτς να του καταβάλει το ποσό των 250.000 ευρώ για τα δικαιώματα των έργων που έχει πουλήσει, καθώς και 23.000 ευρώ για τα νομικά έξοδα. Επιπλέον, η Αμπράμοβιτς έπρεπε να αναγνωρίσει ότι όλα τα έργα από το 1976 έως το 1980 και από το 1981 έως το 1988 ήταν συμπαραγωγές με τον Ουλάι, ενώ σε διάστημα δεκαπέντε ημερών έπρεπε να παραδώσει γραπτή αναφορά με όλες τις αναπαραγωγές των έργων από το 2007 μέχρι εκείνη τη στιγμή και τις πωλήσεις αυτών.

 

Η δεύτερη ήττα των τελευταίων ετών ήταν η ακύρωση των μεγαλόπνοων σχεδίων της για το ινστιτούτο τέχνης που σχεδίαζε να κάνει, για το οποίο όχι μόνο γύρισε όλο τον κόσμο προκειμένου να συγκεντρώσει τα χρήματα, αλλά πήρε και μεγάλες χορηγίες, συγκεντρώνοντας 2,2 εκατ. δολάρια από δωρεές και καμπάνιες.

 

Η Αμπράμοβιτς σχεδίαζε το Marina Abramovic Institute-MAI ως τόπο καλλιτεχνικού πειραματισμού, ενώ πίστευε πως η λειτουργία του πειραματικού καλλιτεχνικού της κέντρου θα μεταμόρφωνε την τοπική οικονομία της περιοχής στον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης, με τον ίδιο τρόπο που το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σάντανς μετασχημάτισε το Park City της Γιούτα και το Μουσείο Γκουγκενχάιμ άλλαξε την ισπανική πόλη Μπιλμπάο.

 

Η 70χρονη τότε καλλιτέχνις κάλεσε τον διάσημο Ολλανδό αρχιτέκτονα Rem Koolhaas να μετατρέψει τον χώρο των 33.000 τετραγωνικών ποδιών σε ένα κέντρο τέχνης όπου οι επισκέπτες θα έπρεπε να παραδώσουν τα κινητά τους τηλέφωνα και να δεσμευτούν για μια εξάωρη εμπειρία. Εγκατέλειψε το έργο, αφού η τιμή για την ολοκλήρωσή του θα έφτανε τα τριάντα ένα εκατομμύρια δολάρια.

 

Οι δωρητές αμφισβήτησαν τη διαχείριση των μετρητών, τόσο αυτών από την εκστρατεία Kickstarter του 2013, η οποία απέφερε πάνω από 660.000 δολάρια, όσο και των δωρεών, που έφτασαν σε ύψος ενάμισι εκατομμυρίου δολαρίων μεταξύ 2011 και 2015. 

 

Όσοι συμμετείχαν στην Kickstarter διαμαρτύρονται ότι δεν πήραν ποτέ το υπογεγραμμένο αντίγραφο του DVD «Abramovic Methods Exclusives», που ήταν το αντάλλαγμα για τους δωρητές που είχαν συμβάλει στην εκστρατεία με διακόσια δολάρια. H Αμπράμοβιτς ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε να πουλήσει το ακίνητο που είχε αγοράσει το 2007 για 950.000 δολάρια. Έχει δηλώσει ότι πούλησε και ακίνητα που κάποτε είχε στην ιδιοκτησία της στο Άμστερνταμ για να χρηματοδοτήσει το έργο. Σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις που έχουν υποβληθεί, το κέντρο δείχνει να έχει περιουσιακά στοιχεία ύψους 2 εκατ. δολαρίων.

 

Η δημιουργική τρέλα ήταν αυτή που έκανε τη μικρή Γιουγκοσλάβα, παιδί ενός ήρωα της επανάστασης που άφησε την οικογένειά του το 1964 και μιας αυστηρής, αυταρχικής μάνας, να αποδράσει το 1976 στο Άμστερνταμ. Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε το 1998 η Μαρίνα Αμπράμοβιτς εξήγησε πως η μητέρα της ασκούσε απόλυτο, μιλιταριστικού τύπου έλεγχο σ’ αυτήν και τον αδελφό της και ήταν ιδιαίτερα αυστηρή.

 

Μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει ποτέ να επιστρέψει στο σπίτι της μετά τις δέκα το βράδυ, ακόμα και όταν φοιτούσε στη σχολή καλών τεχνών της πατρίδας της. «Δεν μου επιτρεπόταν να βγω απ’ το σπίτι μετά τις δέκα το βράδυ μέχρι και τα είκοσι εννιά μου. Όλες τις περφόρμανς που έκανα στη Γιουγκοσλαβία τις προγραμμάτιζα πριν από τις δέκα, γιατί τότε έπρεπε να γυρίσω σπίτι. Είναι εντελώς τρελό και απίστευτο, αλλά όλα τα κοψίματα, τα καψίματα και τα μαστιγώματα που έκανα επάνω στο σώμα μου ‒παραλίγο να χάσω τη ζωή μου σε μια παράσταση‒ έγιναν πριν από τις δέκα το βράδυ!» έχει πει η ίδια.

 

Ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 στο Βελιγράδι και έγινε γνωστή στον κόσμο χρησιμοποιώντας το σώμα της ως εργαλείο για τη δημιουργία τέχνης. Το 1997, στην Μπιενάλε της Βενετίας, στεκόταν για ώρες επάνω σε έναν λόφο από τεράστια κόκαλα με υπολείμματα αίματος και σάρκας. Το «Balkan Baroque» είναι ίσως μία από τις πιο σημαντικές περφόρμανς της δεκαετίας του ’90. Η Αμπράμοβιτς έτριβε τα οστά με μανία για να καθαρίσει το αίμα. Η εγκατάσταση συμβόλιζε τις αιματηρές συγκρούσεις στην πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων.

 

Οι δηλώσεις της κάθε τόσο ήταν εμπρηστικές και πείραζαν πολύ ένα κοινό «ψαγμένο» και καθωσπρέπει που ήθελε να την παρακολουθεί για να δείχνει «προχωρημένο» αλλά όχι και να ακούει πράγματα ενοχλητικά.

 

Φυσικά, η Αμπράμοβιτς δεν έδωσε ποτέ σημασία σε αυτά. Λέει ό,τι θέλει και ας γνωρίζει την αντίδραση. «Τα παιδιά θα ήταν μια καταστροφή για τη δουλειά μου. Έχεις ένα σώμα με μια περιορισμένη ενέργεια που σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να διαιρέσεις» είχε δηλώσει στην «Tagesspiegel», ενώ τόνισε ότι τα παιδιά κρατούν τις γυναίκες πίσω, όταν βρίσκονται στον κόσμο της τέχνης.

 

«Κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι και ο λόγος που οι γυναίκες δεν είναι τόσο επιτυχημένες όσο οι άνδρες στον κόσμο της τέχνης. Υπάρχει αφθονία ταλαντούχων γυναικών. Γιατί οι άνδρες έχουν αναλάβει τις σημαντικές θέσεις; Είναι απλό: αγάπη, οικογένεια, παιδιά. Μια γυναίκα δεν θέλει να τα θυσιάσει όλα αυτά». Είπε ακόμα ότι πάντα ονειρεύεται τον τέλειο άνθρωπο, που δεν θα θέλει να την αλλάξει. Οι οικογενειακές υποχρεώσεις, όμως, δεν θα της επέτρεπαν να ταξιδεύει και να είναι τόσο ενεργή όσο είναι σήμερα στη δουλειά της.

 

«Η διαφορά μεταξύ του θεάτρου και της περφόρμανς είναι ότι στο θέατρο το αίμα είναι κέτσαπ, ενώ στην περφόρμανς πραγματικό», είπε στην Tagesspiegel.

 

Η Αμπράμοβιτς λέει συχνά ότι προέρχεται από τη Γιουγκοσλαβία, μια χώρα όπου το black humour είναι πολύ σημαντικό. «Είμαι πολύ αισιόδοξη για τα πάντα. Πρέπει να ζεις κάθε μέρα πλήρως, να δουλεύεις με τις δυνατότητες και τους περιορισμούς που έχεις», λέει. «Και να μην παραπονιέσαι. Το να διαμαρτύρεσαι απλώς σου προκαλεί κατάθλιψη. Σκέφτομαι πάντα τον Ματίς να ζωγραφίζει λουλούδια κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν όλοι οι άλλοι κατέγραφαν τις φρικαλεότητές του. Αυτή ήταν η απάντησή του σε μια δύσκολη στιγμή: λουλούδια, ευτυχία, χρώμα, ελπίδα». 

 

Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς είναι ενοχλητικά ωραία στην τέχνης της, ενοχλητικά έξυπνη, κυρίαρχος του μέσου που δεν είναι άλλο από το σώμα της. Είναι μια πολύ τυχερή δημιουργός με φανατικούς εχθρούς και φίλους και μια συζήτηση γύρω από το όνομά της που δεν σταματά επί δεκαετίες. Υπάρχει λόγος σοβαρός που συμβαίνει όλο αυτό. «Είμαι το έργο τέχνης», έχει πει για τον εαυτό της. «Ένας καθρέφτης μέσω του οποίου αρχίζεις να μπαίνεις βαθιά μέσα στον εαυτό σου». 

 

Ίσως γι’ αυτό αγαπάμε τόσο πολύ να τη μισούμε και να τη βλέπουμε ξανά και ξανά σε μια σχέση έλξης και άπωσης σχεδόν καρμική.

 

Εκφώνηση Μαρία Δρουκοπούλου