Η αρχαιολογική έρευνα στην ώριμη ψηφιακή και διεπιστημονική μας εποχή διαμορφώνει συνεχώς νέες μεθόδους και πεδία. Σε μια χώρα που έχει να επιδείξει άφθονο «πρωτογενή τομέα», δηλαδή ανασκαφές, μουσεία και πλούσιο μνημειακό απόθεμα που παραμένει ακόμη άσκαφο, η προσμονή του κοινού είναι στραμμένη κάθε χρόνο προς τις «νέες ανακαλύψεις». Το πρότυπο του «πιονιέρου αρχαιολόγου» –που εδραίωσε κυρίως ο Ερρίκος Σλήμαν με τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις του από τις δεκαετίες του 1860-70 και εξής– είναι συχνά συνυφασμένο με το «άγγιγμα του χρυσού» και τον στόχο ταύτισης διάσημων από τη μυθολογία και ιστορία τόπων και ηρώων… Τον Σλήμαν και τους σύγχρονούς του διαδέχθηκαν πολλοί επίγονοι, διαμορφώνοντας στο σύγχρονο φαντασιακό την εικόνα του αρχαιολόγου στο πρότυπο των απανταχού «Ιντιάνα Τζόουνς». Την ιστορία ενός επίσης διάσημου συνεργάτη του Σλήμαν, του ζωγράφου Εμίλ Ζιλιερόν και των απογόνων του, θα αφηγηθούμε εδώ.

 

 

Στην ψηφιακή εποχή, «ανασκαφές» διαφορετικής μεθοδολογίας διενεργούνται και σε άλλα περιβάλλοντα, εκτός χώματος. Δημόσια αρχεία ή και ιδιωτικά έρχονται στο φως. Πρωτογενείς πληροφορίες ανασύρονται από τη λήθη. Φωτίζονται λησμονημένα κεφάλαια και βιογραφίες αφανών συνεργατών των πρωταγωνιστών της αρχαιολογικής δράσης. 

 

 

Ένα πολύτιμο ιδιωτικό αρχείο της ελληνικής –πρωτίστως– αρχαιολογικής ιστορίας είναι και αυτό της οικογένειας των Ελβετών καλλιτεχνών Ζιλιερόν (Gilliéron), της οποίας τα μέλη εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα εδώ και τέσσερις γενιές, από τη δεκαετία του 1870 και εξής. Δωρήθηκε μεταξύ 2015 και 2022 στη Γαλλική Σχολή Αθηνών (ΓΣΑ), με στόχο την επιστημονική του αξιοποίηση. 

 

 

Η σημαντικότερη ίσως παρακαταθήκη του Σλήμαν για τον Ζιλιερόν ήταν το όραμα αναπαραγωγής πολύτιμων χρυσών ευρημάτων με τη μέθοδο της γαλβανοπλαστικής: μιας χημικής διαδικασίας επιμετάλλωσης μέσω ηλεκτρόλυσης που επέτρεπε τη σχετικά ανέξοδη αντιγραφή των πρωτοτύπων και τη μαζική αναπαραγωγή τους.

 

 

Ας πιάσουμε όμως την ιστορία από την αρχή, όπως την αφηγείται στη LiFO η Χριστίνα Μητσοπούλου, αρχαιολόγος στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υπεύθυνη ερευνητικού προγράμματος στη Γαλλική Σχολή Αθηνών και συνεπιμελήτρια της έκθεσης «OLYMPISM, Modern Invention, Ancient Legacy» στο Μουσείο του Λούβρου.

 

 

Μια πρώτη γνωριμία με τα μέλη της οικογένειας Ζιλιερόν

 

 

 

Οι ρίζες της οικογένειας των Ζιλιερόν ανιχνεύονται στη Γενεύη τον 18ο αιώνα. Ένας πρόγονός τους καταγόταν από τη νοτιοανατολική Γαλλία. Με τους θρησκευτικούς διωγμούς μετεγκαταστάθηκε στην προτεσταντική Γενεύη. Απόγονός του ήταν ο Ζαν-Βικτόρ Ζιλιερόν (1826-1890), καταξιωμένος παιδαγωγός. Θήτευσε σε ιδιωτικά παρθεναγωγεία, σε διάφορες πόλεις της Ελβετίας, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του ανέπτυξε ισχυρό ενδιαφέρον για τη Γεωλογία, γινόμενος σεβάσμιο μέλος επιστημονικών κύκλων. Με τη σύζυγό του, Méry Ganty, απέκτησαν τέσσερις γιους, τους οποίους μύησε από νεαρή ηλικία στις μεθόδους της έρευνας πεδίου, οξύνοντας την παρατηρητικότητά τους. 

 

 

Ο τριτότοκος Γκιστάβ Ζιλιερόν πέθανε στην εφηβεία. Οι υπόλοιποι διέπρεψαν στις σπουδές τους: ο πρωτότοκος Αλφρέντ Ζιλιερόν (1849-1878) ακολούθησε κλασικές σπουδές και ξεκίνησε πανεπιστημιακή καριέρα στη Λωζάνη. Ο πρόωρος θάνατός του στις Σέρρες από τυφοειδή πυρετό, κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικής αποστολής σε ελληνόγλωσσο παρθεναγωγείο, έδωσε άδοξο τέλος σε μια ενδεχόμενη αρχαιολογική καριέρα. Ο Ζιλ Λουί Ζιλιερόν (1854-1926) διέπρεψε ως διαλεκτολόγος στο Παρίσι, συντάσσοντας τον Γλωσσολογικό Άτλαντα της Γαλλίας. Ο δευτερότοκος, Λουί Εμίλ Εμανουέλ Ζιλιερόν (1850-1924), γνωστός ως «Émile père» ή «πατήρ», ήταν ο καλλιτέχνης της οικογένειας και γενάρχης της αθηναϊκής «δυναστείας».

 

 

 

 

Με την Ιταλίδα σύζυγό του, Giuseppina Zoecchi, επίσης ζωγράφο, απέκτησαν πέντε παιδιά, από τα οποία έζησαν τέσσερα. Για τα κορίτσια γνωρίζουμε ελάχιστα. Τα αγόρια σταδιοδρόμησαν στην Ελλάδα, στα χνάρια του διάσημου πατέρα. Ο Εντουάρ Εμίλ Ζιλιερόν (1885-1939), γνωστός ως «Émile fils» ή «υιός», σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και στην École Nationale Supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι. Συνέχισε το έργο του πατέρα του, ως αρχαιολογικός καλλιτέχνης και αντιγραφέας. Ο Γκαστόν Ζιλιερόν (1886-1952) σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (ΕΤΗ), υπήρξε βοηθός του καθηγητή Αλέξανδρου Νικολούδη, ενώ σταδιοδρόμησε ως καθηγητής Παραστατικής Γεωμετρίας στη Σχολή Εργοδηγών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

 

 

Με την επίσης ζωγράφο σύζυγό του, Ernesta Rossi, ο Εμίλ υιός απέκτησε τον μοναχογιό Αλφρέντ Εμίλ Ζιλιερόν (1920-2010). Γλύπτης, με σπουδές στην ΑΣΚΤ και στην Academia Brera στο Μιλάνο, δεν συνέχισε την οικογενειακή παράδοση εντός της αρχαιολογικής κοινότητας, καθώς ορφάνεψε νέος. Δραστηριοποιήθηκε αυτόνομα, με συνεταίρο –μεταξύ άλλων– τον γλύπτη Βάσο Καπάνταση και αργότερα τον κεραμίστα Νικόλαο Μπαμιαζόγλου. Αξιοποίησε τον μορφολογικό πλούτο των εκμαγείων του πατρογονικού εργαστηρίου, συνδιαμορφώνοντας την τυπολογία των τουριστικών σουβενίρ, έναν αναδυόμενο κλάδο της μεταπολεμικής ελληνικής οικονομίας. Ο γιος του, Εμίλ Γκαστόν Ζιλιερόν, χημικός, είναι ο δωρητής του οικογενειακού αρχείου στη Γαλλική Σχολή Αθηνών.

 

 

Οι Ζιλιερόν ταξιδεύουν στην Ελλάδα 

 

Και τα τρία αδέλφια Ζιλιερόν ταξίδεψαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1870. Κινητήριος μοχλός ήταν ο πρωτότοκος εξερευνητής Αλφρέντ, που πραγματοποίησε ένα εντατικό περιηγητικό πρόγραμμα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, τμηματικά, σε διάρκεια τριών ετών. Καρπός της περιήγησης του 1876 υπήρξε το μοναδικό βιβλίο που πρόλαβε να εκδώσει στη σύντομη ζωή του. Συνοδοιπόρος στο πρώτο ταξίδι του 1874-75 ήταν ο Ζιλ, καθώς ο Εμίλ σπούδαζε ακόμη στο Παρίσι. 

 

 

Ξεκινώντας από την Ελβετία, πέρασαν μέσω Ιταλίας προς την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, όπου επισκέφτηκαν τα κύρια αξιοθέατα. Μέσω του Πορτ Σαΐντ τράβηξαν προς τους Αγίους Τόπους, τις οθωμανικές επικράτειες Παλαιστίνης, Συρίας, Ιορδανίας και Λιβάνου. Συνέχισαν μέσω Κύπρου προς τα νησιά του Αιγαίου και την Αθήνα, στην οποία έμειναν για εβδομάδες. Εξερεύνησαν την Πελοπόννησο μέσω του τότε ισχνού δικτύου, με οδηγό, μουλάρια και φωτογραφικό εξοπλισμό. Έφτασαν ως τα βόρεια σύνορα της Στερεάς Ελλάδας, στη Στυλίδα, πριν μπαρκάρουν με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη.

 

 

 

Στο δεύτερο ταξίδι ο Αλφρέντ προσκάλεσε τον Εμίλ, για να τεκμηριώσει ζωγραφικά τις περιηγήσεις. Ελάχιστα από τα έργα του δημοσιεύτηκαν. Ο αρχαιολόγος Léon Heuzey, καθηγητής του Εμίλ στην École des Beaux-Arts και διάσημος εξερευνητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας (το 1855 ανακάλυψε το ανάκτορο των Αιγών), τους προέτρεψε να εξερευνήσουν την αρχαία Απολλωνία (Pojan) στην Αλβανία, τότε ακόμη μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ξεκίνησαν από την Ιταλία και τα Ιόνια νησιά, όπου αναζήτησαν τα χνάρια του Ερρίκου Σλήμαν στην ομηρική Ιθάκη. Πέρασαν στην Ήπειρο, επισκέφτηκαν «την Άρτα και τα Γιάννενα» και έφτασαν στο Pojan, στην αρχαία Απολλωνία. Επιστρέφοντας, επισκέφτηκαν τους Δελφούς, τους οποίους πρόλαβαν πριν από την έναρξη των μεγάλων ανασκαφών των Γάλλων και την κατεδάφιση του χωριού Καστρί. 

 

 

 

 

Παρέμειναν για αρκετές εβδομάδες στην Αθήνα, παρατηρώντας την κοινωνία, τα αρχαιολογικά ιδρύματα, τις σπουδές Καλών Τεχνών και την τοπογραφία. Ήταν το φθινόπωρο που προηγήθηκε των λαμπρών ανακαλύψεων του Σλήμαν στις Μυκήνες, στιγμή κορυφαίου αρχαιολογικού «πυρετού» στην Ελλάδα. Ο Αλφρέντ μόλις και πρόλαβε να δημοσιεύσει τις ταξιδιωτικές του σημειώσεις το 1877. Επανερχόταν τακτικά για εκπαιδευτικούς λόγους στην περιοχή των Σερρών, έως τον πρόωρο θάνατό του, που τον βρήκε εκεί το 1878.

 

 

Δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για τη ζωή του Εμίλ τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν το ταξίδι. Πιθανώς δεν επέστρεψε ποτέ σταθερά στην Ελβετία. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα ως το τέλος της ζωής του. 

 

 

Ο Εμίλ Ζιλιερόν στην Αθήνα

 

 

Ο Εμίλ έμεινε μόνο μια χρονιά στο Παρίσι, το 1874-75. Χάρη στις σπουδές του στην Ακαδημία Πλαστικών Τεχνών του Μονάχου και στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, ο εικοσιεξάχρονος ζωγράφος έφερνε το 1876 μαζί του στην Αθήνα αξιόλογες συστατικές επιστολές. Άγνωστο παραμένει πώς ακριβώς τον επέλεξε ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ για καθηγητή ζωγραφικής των παιδιών του. Ωστόσο εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του παλατιού από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, καλλιεργώντας μακροπρόθεσμες σχέσεις με το ανακτορικό περιβάλλον, που του στάθηκαν χρήσιμες στην επαγγελματική του πορεία. Μάλιστα, τα μαθήματα ζωγραφικής και προοπτικής μνημονεύει ο πρίγκηπας Νικόλαος, που ενδιαφερόταν περισσότερο απ' όλους για τα καλλιτεχνικά, στα απομνημονεύματά του. Θυμάται τις περιηγήσεις που έκαναν μαζί στους αρχαιολογικούς χώρους της Αττικής. 

 

 

Διασώζεται και μια δεύτερη –διάσημη– μαρτυρία για το διδακτικό έργο του ζωγράφου, από έναν καλλιτέχνη διεθνούς βεληνεκούς: το 1899-1900, σε ηλικία 12 ετών περίπου, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο έλαβε μαθήματα ζωγραφικής στην οικία Ζιλιερόν της οδού Σκουφά. Ήταν σχεδόν συνομήλικος με τους γιους του, φοιτούσαν όλοι στο Λεόντειο Λύκειο. Στην αυτοβιογραφία του περιγράφει τα μαθήματα, όπου ασκούνταν κυρίως στην αντιγραφή χαρακτικών με αρχαιολογική θεματική. Ήταν ο δεύτερος δάσκαλός του στην Ελλάδα, πριν από τη φοίτησή του στην ΑΣΚΤ.

 

 

Συνάδελφος του Ζιλιερόν στο παλάτι υπήρξε και ο ιστορικός Σπυρίδων Π. Λάμπρος. Συνιδρυτής –σε νεαρή ηλικία, μαζί με τους αδελφούς του– του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, σταδιοδρόμησε ως καθηγητής αλλά και στην πολιτική. Διετέλεσε γενικός γραμματέας της Επιτροπής Οργάνωσης Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ ανέλαβε πρωθυπουργός την εποχή του Εθνικού Διχασμού, το 1915-16. Με τον Ζιλιερόν συνεργάστηκαν σε ερευνητικά και καλλιτεχνικά θέματα. Πρόκειται για μια γνωριμία-κλειδί για τη σταδιοδρομία του στα ελληνικά πράγματα. Μέσω του Λάμπρου, πιθανότατα, συμπεριλήφθηκε στην ομάδα που εργάστηκε για τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, αλλά και για τη Μεσολυμπιάδα του 1906. 

 

 

Παράλληλα, ο Ζιλιερόν εδραιώνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 ως καλλιτεχνικός συνεργάτης της διεθνούς αρχαιολογικής κοινότητας της Αθήνας. Αρχίζει να συνάπτει συνεργασίες με ελληνικούς και ξένους φορείς. Η πρώτη σημαντική του συνεργασία ήταν με τον διάσημο αρχαιολόγο της εποχής, Ερρίκο Σλήμαν. 

 

 

Η καθοριστική σχέση με τον Ερρίκο Σλήμαν 

 

 

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1876, το φθινόπωρο που o Εμίλ είχε μόλις καταλύσει στην Αθήνα, ο Ερρίκος Σλήμαν πέτυχε τον δεύτερο ανασκαφικό θρίαμβο της ζωής του, με τους «θησαυρούς» που έφερε στο φως ανασκάπτοντας τον ταφικό κύκλο Α των Μυκηνών. Επιλέγοντας να ταυτίσει την εντυπωσιακότερη χρυσή μάσκα με το προσωπείο του μυθικού Αγαμέμνονα, πέρασε στην ιστορία ως ο αρχαιολόγος που ήθελε να έχει αγγίξει τα υλικά κατάλοιπα του ομηρικού κόσμου, και που προπαντός είχε πείσει την κοινή γνώμη γι’ αυτό. 

 

 

Οι ακριβείς συνθήκες της έναρξης συνεργασίας μεταξύ του διάσημου ανασκαφέα και του νεαρού ζωγράφου παραμένουν άγνωστες. Σύντομα ο Ζιλιερόν θα αναλάβει σχεδιαστικό έργο για τον μανιώδη ανασκαφέα, τόσο στις Μυκήνες όσο και στην Τίρυνθα ή τον Ορχομενό. Η συνεργασία υπήρξε μακροχρόνια, αν και αρκετά ευρήματα και τοιχογραφίες δημοσιεύτηκαν συστηματικά πολλές δεκαετίες αργότερα, με εμπλοκή και του υιού Ζιλιερόν. Αναμφισβήτητα αυτή η πρώτη αρχαιολογική συνεργασία διαμόρφωσε τον νεαρό ζωγράφο και προσδιόρισε τις μελλοντικές του σχέσεις με την αρχαιολογική κοινότητα.

 

 

Η σημαντικότερη ίσως παρακαταθήκη του Σλήμαν για τον Ζιλιερόν ήταν το όραμα αναπαραγωγής πολύτιμων χρυσών ευρημάτων με τη μέθοδο της γαλβανοπλαστικής: μιας χημικής διαδικασίας επιμετάλλωσης μέσω ηλεκτρόλυσης, που επέτρεπε τη σχετικά ανέξοδη αντιγραφή των πρωτοτύπων και τη μαζική αναπαραγωγή τους. Ο ίδιος είχε διερευνήσει τη χρήση της μεθόδου με σκοπό την αναπαραγωγή χρυσών αγγείων από τις ανασκαφές της Τροίας, παραμένει ωστόσο άγνωστο εάν πραγματοποίησε το εγχείρημα. 

 

 

 

Τρία μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του μέντορά του, το 1893, ο Ζιλιερόν ξεκινάει το δικό του εγχείρημα αναπαραγωγής των χρυσών αγγείων, προσωπείων και κοσμημάτων από τις Μυκήνες και το Βαφειό της Λακωνίας. Στην προσπάθειά του υποστηρίχθηκε από τον Γερμανό αρχαιολόγο Paul Wolters, δεύτερο τότε διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (ΓΑΙ), ο οποίος τον έφερε σε επαφή με την εταιρία WMF (Würtembergische Metallwarenfabrik) με έδρα το Geislingen an der Steige. 

 

 

Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία. Με συστάσεις αρχαιολόγων, η επιστημονική κοινότητα αγκάλιασε την προσπάθεια. Τα αντίγραφα άρχισαν να πωλούνται διεθνώς και να χρησιμοποιούνται ακόμη και ως υποκατάστατα των αυθεντικών φθαρμένων αγγείων, σε μουσεία και αρχαιολογικές εκδόσεις. Χωρίς φυσικά να λείπει η κριτική. Το 1900 ο Ζιλιερόν μετείχε ως εκθέτης στο ελληνικό περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης των Παρισίων, όπου βραβεύτηκε με χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία της χρυσοχοΐας. Η διάκριση υπήρξε το διαβατήριο προς τη διεθνή αγορά. Το εργαστήριο Ζιλιερόν εξέδωσε τρεις εικονογραφημένους καταλόγους μεταξύ του 1903 και του 1926, ενώ τις πωλήσεις συνέχισε ο γιος, έως τον θάνατό του το 1939. 

 

 

Εδραίωση συνεργασιών στο αρχαιολογικό περιβάλλον

 

 

Με τον θάνατο του Σλήμαν, ο Ζιλιερόν χάνει τον πρώτο του σταθερό εργοδότη και μια υψηλή επαφή στα αρχαιολογικά πράγματα. Είχε ωστόσο μεριμνήσει εξαρχής να μην έχει αποκλειστικότητες, εθνικές ή ατομικές. Ήδη από το 1879 σχέδιά του κοσμούν δημοσιεύματα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αθήνας, ενώ από το 1882 γίνεται συνεργάτης του διεθνούς ανασκαφικού προγράμματος της Ακρόπολης των Αθηνών. Επί σχεδόν είκοσι χρόνια συνέδραμε τους ερευνητές, σχεδιάζοντας για τις μελέτες τους κάθε τύπου ευρήματα: από μικροσκοπικά μεταλλικά αναθήματα και πήλινα ειδώλια, μελανόμορφη και ερυθρόμορφη κεραμική, έως μνημειακά αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη. Με την καθοδήγηση του Wolters –και πάλι– αναλαμβάνει την τεκμηρίωση των χρωμάτων που διασώζονταν στα πώρινα και μαρμάρινα γλυπτά που ανακαλύπτονται σταδιακά, δημιουργώντας παγκόσμια αίσθηση και επηρεάζοντας νευραλγικά τις έρευνες για την αρχαία πολυχρωμία. 

 

 

Αιχμαλώτιζε τις αποχρώσεις μέσω υδατογραφίας σε φωτογραφικές εκτυπώσεις των σπαραγμάτων, εξασφαλίζοντας μια εμπειρική αλλά άμεση τεκμηρίωση της χρωματικής πρώτης εντύπωσης. Βάσει αυτών παρήγαγε πελώριες υδατογραφίες, που αξιοποιούνταν στις δημοσιεύσεις. Παράλληλα, τις πωλούσε και σε μεγάλα μουσεία του εξωτερικού, όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο Τεχνών της Νέας Υόρκης, στο οποίο διοργανώθηκε έκθεση το 2019. Το έργο εξέλιξε ο γιος του, παράγοντας τη δεκαετία του 1910 μια σειρά επιχρωματισμένων γύψινων εκμαγείων των αρχαϊκών κορών της Ακρόπολης. Έκτοτε, το όνομα των δύο Ζιλιερόν είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την έρευνα της αρχαίας πολυχρωμίας. Ένα σπάνιο αντίγραφο της Κόρης αρ. 685 εκτίθεται από το 2017 ως μακροχρόνιο δάνειο της οικογένειας στην αίθουσα των αρχαϊκών κορών του μουσείου Ακρόπολης.

 

 

 

Ο Ζιλιερόν ανέπτυξε σταδιακά επαγγελματικές σχέσεις με τα κύρια ερευνητικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνταν στο αρχαιολογικό πεδίο στην Ελλάδα. Το έργο συνέχισε από το 1908 και εξής ο ομώνυμος γιος του. Στο ελληνικό περιβάλλον συνεργάστηκαν με την Εν Αθήναις Αρχαιολογική και την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αρχαιολογικά μουσεία και πανεπιστήμια (Αθηνών και αργότερα Θεσσαλονίκης) και πληθώρα άλλων συλλόγων, εταιρειών και ενώσεων (Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Ιστορική Εθνολογική Εταιρεία, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Φίλοι Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κ.λπ.). Ο πατέρας σχετίστηκε και με τις πέντε ξένες αρχαιολογικές σχολές του 19ου αιώνα (Γαλλική, Αμερικανική, Γερμανική, Βρετανική και Αυστριακή), και αργότερα οι δυο τους με αποστολές και άλλων χωρών (Ιταλίας, Σουηδίας, Δανίας, Ελβετίας κ.ά.).

 

 

Οι Ζιλιερόν δεν περιορίστηκαν στη δράση εντός ελληνικών συνόρων. Ο πατέρας εργάστηκε στη Ρώμη, τη Νάπολη, αλλά και στα Βαλκάνια, στην Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία και την Αλεξάνδρεια. Ο γιος εργάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Καΐρου για αιγυπτιολογικό υλικό, όπως και στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελβετία. 

 

 

Εκτός όμως από την αρχαιολογική κοινότητα, με τη στενή έννοια, οι Ζιλιερόν συνεργάστηκαν ευρύτερα με το ελληνικό κράτος, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της επίσημης «αρχαιολογικής» εικονογραφίας σε διάφορα πεδία: από το εγχείρημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, για το οποίο ο πατέρας σχεδίασε τα πρώτα αναμνηστικά ολυμπιακά γραμματόσημα και την πρώτη ολυμπιακή «αφίσα» του κόσμου, επεκτάθηκαν στην εικονογράφηση χαρτονομισμάτων, κερμάτων, βιβλιοσήμων, ενσήμων, επιστολικών δελταρίων (καρτ ποστάλ), τουριστικών δημοσιευμάτων, σημάτων (logos) συλλόγων, αναμνηστικών προσκοπικών Jamboree, ακόμη και συσκευασιών «πυρείων», δηλαδή σπιρτόκουτων! 

 

 

Συνεργασία με τον Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό και στην Κρήτη 

 

 

Από το 1900 ο Άθρουρ Έβανς ξεκινάει το ανασκαφικό του έργο ζωής στην Κνωσό, που θα τον απορροφήσει για τέσσερις δεκαετίες. Καλεί τον διάσημο πλέον Ζιλιερόν να εργαστεί στο πλευρό του. Ο καλλιτέχνης θα σχεδιάσει και θα αντιγράψει τα σημαντικότερα ευρήματα, θα πειραματιστεί με τον ανασκαφέα για την ερμηνεία τους, ενώ από το 1908 θα προσκαλέσει και τον γιο του στην ομάδα. Ο νεαρός θα αναλάβει σταδιακά το κύριο βάρος, όσο ο γηράσκων πατέρας αποσύρεται σταδιακά, ιδίως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να αποδοθούν οι υδατογραφίες των τοιχογραφιών στον σωστό δημιουργό. Η σειρά των έξι τόμων «The Palace of Minos»  που δημοσιεύει ο ανασκαφέας μεταξύ 1921 και 1935 περιλαμβάνει πολλά σχέδια των δύο συνεργατών.

 

 

 

Κοντά στον Έβανς, οι Ζιλιερόν βρήκαν την ευκαιρία να συνεργαστούν και με πολλούς άλλους ερευνητές, Έλληνες, Ιταλούς, Γερμανούς κ.ά. Η πολυδεκαετής κρητική περιπέτεια, στην οποία διαμόρφωσαν πλήρως τη σύγχρονη εικόνα της μινωικής τέχνης που εδραιώθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα, συνιστά αυτόνομο σχεδόν κεφάλαιο στη βιογραφία των δύο Ζιλιερόν, με το οποίο καταπιάνονται ερευνητικά οι ειδικοί της εποχής. 

 

 

Ένα πλούσιο έργο με άγνωστες πτυχές 

 

 

Η αρχαιολογική κοινότητα γνώριζε φυσικά το εύρος του έργου των Ζιλιερόν, αλλά η προσοχή εστίαζε στους τομείς-φάρους που τους έκαναν διάσημους στην εποχή τους. Πρόκειται κυρίως για έργα που σχετίζονται με την υπηρεσία τους κοντά σε εμβληματικές μορφές όπως οι Σλήμαν, Έβανς και ανασκαφείς της Ακρόπολης των Αθηνών. Η βαρύνουσα σημασία αυτών των συνεργασιών παραμένει απαράλλαχτη.

 

Αυτό που αλλάζουν τα νέα δεδομένα είναι ο εμπλουτισμός της «γκάμας» των εργασιών τους, από χρονολογική, τυπολογική και γεωγραφική άποψη. Το έργο τους είναι διαχρονικό: καλύπτουν όλα τα πεδία και τις κύριες χρονολογικές περιόδους, από τη νεολιθική εποχή έως και τον 20ό αιώνα.

 

 

Οι Ζιλιερόν συνέδραμαν το αρχαιολογικό έργο στο πλήρες φάσμα των εργασιών: από τη στιγμή που τα σπαράγματα τοιχογραφιών ή αντικειμένων έρχονταν στο φως, στην τεκμηρίωση και ανάδειξη, έως την αξιοποίηση των θεμάτων στο μουσειακό περιβάλλον, στην ελεύθερη αγορά του τουρισμού ή της διαφήμισης. Καταπιάστηκαν με κάθε λογής ευρήματα, από μικροσκοπικά νομίσματα ή σφραγιδόλιθους, έως μνημειακά γλυπτά, ερείπια κρητο-μυκηναϊκών «ανακτόρων» ή εμβληματικά χρυσελεφάντινα αναθήματα.

 

 

 

Χειρίζονταν με άνεση κάθε υλικό: γύψο, μέταλλο, λίθο, ξύλο. Τη ζωγραφική τέχνη: ελαιογραφία, υδατογραφία, παστέλ, ιχνογραφία, κάρβουνο, μολύβι και λιθογραφία. Κατείχαν τεχνικές όπως η φωτογραφία, και τα μυστικά της «εκμάγευσης», της πιστής αναπαραγωγής αντικειμένων.

 

Εργάστηκαν ως συντηρητές, σχεδιαστές, αλλά και σύμβουλοι των αρχαιολόγων στην επιλογή των έργων που άξιζαν να «αναδειχθούν» ως εμβληματικές εικόνες, ως πωλητέα στο εργαστήριο αντιγράφων του Εθνικού Μουσείου (τον «πρόγονο» του ΤΑΠΑ, νυν ΟΠΑΔ) ή στο τουριστικό περιβάλλον. Συντηρούσαν, σχεδίαζαν, συμπλήρωναν, αποκαθιστούσαν, ερμήνευαν, αλλά ενίοτε και επινοούσαν. Η λίστα των παραδειγμάτων είναι εκτενής. Βρίσκεται υπό κατάρτιση, από το ερευνητικό πρόγραμμα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, που αφιερώνεται στην ταύτιση των έργων που φέρουν ίχνη του «αγγίγματός» τους.

 

 

Τέλος, υπήρξαν πρωτοπόροι και στον τομέα των εκθέσεων: ο πατέρας τροφοδότησε διδακτικές συλλογές ανά τον κόσμο, ενώ αρκέστηκε στη συμμετοχή σε εθνικές και διεθνείς εκθέσεις του 19ου αιώνα. Ο γιος μετεξελίχτηκε σε συντονιστή εκθέσεων, διοργανώνοντας το 1934 την πρώτη θεματική έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με θέμα τη μινωική Κρήτη, ενώ μετείχε –μαζί με τη Νέλλυ Σεϊραδάρη– στη διεθνή έκθεση της Νέας Υόρκης το 1939, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Η παράδοση συνεχίστηκε, με εκθέσεις αφιερωμένες στο έργο τους ή σε συγγενείς θεματικές: Λονδίνο, Βερολίνο, Νέα Υόρκη, Φρανκφούρτη, Halle, Οξφόρδη, Παρίσι... Μένει να γίνει κάτι αντίστοιχο και στην Ελλάδα.

 

 

Ο πατέρας, τέλος, δεν εγκατέλειψε ποτέ την πρωτότυπη καλλιτεχνική δημιουργία. Ο «ζωγράφος» Εμίλ Ζιλιερόν αναδύεται πλέον από τα κατάλοιπα των έργων του, με συμμετοχές σε διεθνείς καλλιτεχνικές εκθέσεις ή αργότερα ως νοσταλγός της τέχνης του. Συνέχιζε ως το τέλος να ζωγραφίζει στον ιδιωτικό του χρόνο… 

 

 

Η συνδρομή των καλλιτεχνών Ζιλιερόν στην ελληνική αρχαιολογία 

 

Οι καλλιτέχνες Ζιλιερόν συνιστούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της ελληνικής αρχαιολογίας, λόγω της ευρύτητας του αποτυπώματος που άφησαν στην αρχαιολογική κληρονομιά της χώρας. Δεν εργάστηκαν αποκλειστικά στο επιστημονικό πλαίσιο, σχεδιάζοντας μόνο στην υπηρεσία των ειδικών. Κινούμενοι με άνεση μεταξύ διαφορετικών ρόλων (συνεργατών των επιστημονικών ομάδων αλλά και αυτόνομων επιχειρηματιών με δικό τους πελατολόγιο), υπήρξαν πρωτοπόροι στον τομέα της ανάδειξης και αξιοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και της ρευστότητας μεταξύ των ορίων του δημόσιου και του ιδιωτικού.

 

 

Λόγω της ουδετερότητας που τους εξασφάλιζε η ελβετική τους καταγωγή, δεν υπήρξαν δέσμιοι μιας «σχολής» ή ενός αποκλειστικού φορέα. Μπορούσαν να κινούνται ανάμεσα στις γραμμές, η κοσμοπολίτικη παιδεία που είχαν λάβει τους διευκόλυνε να δραστηριοποιούνται σε εθνικό αλλά και διεθνές πλαίσιο, ενώ έχαιραν μιας προνομιακής σχέσης με την ερευνητική κοινότητα, που τους εξασφάλιζε προτεραιότητα στις συνεργασίες. Καθώς ήταν καλλιτέχνες, δεν τους άγγιζαν οι επιστημονικοί ανταγωνισμοί μεταξύ αρχαιολόγων, αλλά είχαν άμεση πρόσβαση στις σημαντικότερες επίκαιρες και αδημοσίευτες ακόμη ανακαλύψεις: είχαν έτσι επίκαιρη ενημέρωση και άρα τη δυνατότητα να σχηματίζουν συνολική εικόνα για το αρχαιολογικό απόθεμα που σταδιακά ερχόταν στο φως. Αυτήν τη γνώση κατάφερναν να τη μετασχηματίζουν σε επιτυχημένες εμπορικές πρωτοβουλίες και να συντηρούν ένα διεθνές πελατολόγιο υψηλού επιπέδου. Θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κανείς πρωτοπόρους πολιτιστικούς διαμεσολαβητές, καθώς κινούνταν με άνεση στα ανώτατα στρώματα της κοινωνίας, των πολιτικών προσωπικοτήτων, των διπλωματικών κύκλων και του διεθνούς κόσμου των μουσείων.

 

Η αμφισβήτηση του έργου των Ζιλιερόν

 

Δεν υπάρχει μεγάλο έργο χωρίς την κριτική του. Οι ταλαντούχοι Ζιλιερόν δεν θα μπορούσαν να συνιστούν εξαίρεση. Σε δύο καριέρες που συνολικά καλύπτουν επτά δεκαετίες για το δίδυμο πατρός-υιού, η ποσότητα και η ποικιλία έργων είναι τέτοια που προσφέρει και αφορμές για κριτική. 

 

 

Οι Ζιλιερόν στοχοποιήθηκαν ήδη από αρχαιολόγους της εποχής τους –όπως ο καθηγητής Σπυρίδων Μαρινάτος– για πλημμελή τήρηση των κανόνων πιστής αποκατάστασης έργων. Σε άλλες περιπτώσεις, η χαλαρή αυτή προσέγγιση θεωρήθηκε κοινή πλαστογραφική δραστηριότητα. Το θέμα είναι νευραλγικό, αγγίζει τα «ιερά και όσια» της ελληνικής αρχαιολογίας, που δεν παύει να είναι μια επιστήμη… «εθνική». Τέτοια ερωτήματα δεν λαμβάνουν γρήγορες απαντήσεις. Οι μελέτες αυθεντικότητας είναι πλέον αυτόνομος κλάδος, με διεπιστημονικές απαιτήσεις.

 

 

Επίσης, οι Ζιλιερόν δεν ήταν ερευνητές, αλλά καλλιτέχνες. Είχαν συνεπώς μια χαλαρότερη σχέση με την έννοια του «αυθεντικού». Το κεφάλαιο δεν έχει ακόμη διερευνηθεί διαχρονικά. Αρκετές μελέτες βασίζονται σε φήμες και συνειρμούς.

 

 

Το μυθιστορηματικής φύσης θέμα ξέφυγε βέβαια από τους αργούς ρυθμούς της επιστήμης. Ενέπνευσε την τέχνη και όσους ανυπομονούν για αναγνωσιμότητα και εντυπωσιασμό. Η τεκμηρίωση της πάντοτε λιγότερο φανταχτερής πραγματικότητας απαιτεί ρυθμούς αργούς. Έτσι, ο υιός Ζιλιερόν ενέπνευσε και έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα με την ιδιότητα του πλαστογράφου που του απέδωσε η αρχαιολογική «μυθολογία». Ο ήρωας εδραιώθηκε στο λογοτεχνικό στερέωμα, πολύ πριν το θέμα λάβει οριστικά τις επιστημονικές του απαντήσεις. 

 

 

Η ιστορία της δωρεάς στη Γαλλική Σχολή Αθηνών

 

 

Οι πρώτες δύο γενιές της οικογένειας δεν πρόλαβαν να ασχοληθούν με την υστεροφημία τους, λόγω της εντατικότατης επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Είχαν ωστόσο συνείδηση της αξίας του έργου τους, καθώς διαφύλαξαν πολύτιμα τεκμήρια της πολυσχιδούς τους σταδιοδρομίας αλλά και της προσωπικής οικογενειακής ιστορίας. Ο εγγονός Αλφρέντ προσπάθησε να διασώσει το αρχείο των προγόνων του. Άρχισε να ανοίγεται προς την ερευνητική κοινότητα, με στόχο την αξιοποίηση του συνόλου. 

 

 

Ο πρώτος ερευνητής που συνομίλησε συστηματικά μαζί του ήταν ο Veit Stürmer, αρχαιολόγος του Πανεπιστημίου Alexander von Humboldt του Βερολίνου. Το τμήμα κατείχε από το 1921 μεγάλη συλλογή αντιγράφων κρητο-μυκηναϊκών αρχαιοτήτων του εργαστηρίου Ζιλιερόν. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Stürmer μερίμνησε για τη συντήρηση και επανέκθεση της ιστορικής αίθουσας, καθώς αυτή είχε παροπλιστεί την εποχή του πολέμου. Η αναζήτηση τον οδήγησε στα χνάρια των Ζιλερόν στην Αθήνα. Αν και η οικογενειακή κατοικία είχε κατεδαφιστεί τη δεκαετία του 1970, γνώρισε τον ηλικιωμένο πλέον Αλφρέντ και συνομίλησαν με σκοπό την ανάδειξη της ιστορίας του οικογενειακού εργαστηρίου. Στο εγχείρημα συνδιαλεγόταν εξαρχής με τον συνάδελφό του στην ανασκαφή των Μαλίων, στην Κρήτη, τον αρχαιολόγο Alexandre Farnoux, ο οποίος την ίδια εποχή μελετούσε το έργο του Έβανς και το αποτύπωμα των Ζιλιερόν στη μινωική αρχαιολογία και έγραψε το «Knossos: Unearthing a Legend»

 

 

Καθώς το 2010 ο Αλφρέντ πέθανε, το έργο συνέχισε ο γιος του, Εμίλ Γκαστόν Ζιλιερόν. Το 2013, και ενώ προετοίμαζαν την εντατικοποίηση των δράσεων, ο Stürmer έφυγε απρόοπτα από τη ζωή. Η τροπή αυτή έφερε το ερευνητικό πρόγραμμα τελικά στη Γαλλική Σχολή Αθηνών, με την οποία οι καλλιτέχνες είχαν στενές σχέσεις, και της οποίας ο A. Farnoux είχε μόλις αναλάβει τη διεύθυνση (2011-2019). Εκεί λοιπόν κατατέθηκε ο εξοπλισμός του εργαστηρίου και το portfolio των έργων των μελών της οικογένειας. Η πρώτη δωρεά του αρχειακού υλικού, της συλλογής των έργων τέχνης και των καταλοίπων του καλλιτεχνικού εργαστηρίου πραγματοποιήθηκε το 2015, ενώ ακολούθησαν συμπληρωματικές παραδόσεις έως το 2022.

 

 

Από το 2017 εγκαινιάστηκε το ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο συνεχίζεται και κατά την περίοδο 2022-2026, με στόχο τη συντήρηση και προστασία του υλικού, την ανάδειξη της ποικιλομορφίας του, την κατηγοριοποίηση των χιλιάδων τεκμηρίων, όπως και την προετοιμασία της συστηματικής επιστημονικής έρευνας και ευρύτερης αξιοποίησης στο πεδίο της Ιστορίας της Αρχαιολογίας. 

 

 

Τι ακριβώς είναι το «αρχείο Ζιλιερόν»

 

Το «αρχείο Ζιλιερόν» δεν είναι ένα απλό αρχείο, με τεκμήρια γραπτών κειμένων ποικίλου περιεχομένου, φωτογραφιών, σχεδίων. Φυσικά περιέχει και τέτοιο υλικό, αλλά η ιδιαιτερότητά του συνίσταται στην ποικιλομορφία των τεκμηρίων: αντικείμενα (αντίγραφα αρχαιοτήτων, μήτρες, εργαλεία, τεχνικός εξοπλισμός και πρώτες ύλες), αρχείο (προσωπικά και επαγγελματικά αρχειακά δεδομένα) με πλούτο βιογραφικών στοιχείων για μέλη της ευρύτερης οικογένειας, επί σειρά πέντε γενεών, και των συνεργατών τους. Επίσης, μεγάλο αριθμό έργων τέχνης και των προκαταρκτικών τους εκδοχών. Τα τεκμήρια μετρούν χιλιάδες «πόρους», που συνιστούν πρόκληση για την ταξινόμηση, καταγραφή, τεκμηρίωση, ερμηνευτική προσέγγιση και ανάδειξη. 

 

Τα φαινομενικά διαφορετικά τεκμήρια αλληλοσυνδέονται, στοιχείο που επαυξάνει τη συνθετότητα της καταγραφής τους. Η εργασία συντελείται με συνδρομή της υπεύθυνης των αρχείων της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, Marie Stahl, ενώ έχει λάβει στήριξη το 2021-22 από τον φορέα CollEx-Persée. Το πρόγραμμα πλαισιώνεται από συνεργάτες της ΓΣΑ, όπως οι συντηρητές Αριστοφάνης Κωνσταντάτος και Βάσω Φάζου, η φωτογράφος Ειρήνη Μίαρη και φυσικά ερευνητές πολλών ειδικοτήτων.

 

Οι Ζιλιερόν και το ωραιοποιητικό τους άγγιγμα

 

Οι Ζιλιερόν έβαλαν το άγγιγμά τους στην εικόνα με την οποία παρουσιάστηκε στο κοινό το αρχαιολογικό απόθεμα, την εποχή που καταρτίστηκαν οι θεμελιώδεις «γνώσεις αναφοράς». Συχνά ασυνείδητα, «καταναλώνουμε» εδώ και ενάμιση αιώνα εικόνες ευρημάτων που πήραν τη σύγχρονη μορφή τους από τους χρωστήρες και τις μήτρες των καλλιτεχνών αυτών. Στο επιστημονικό περιβάλλον, σε βιβλία-εγχειρίδια με τα οποία γενιές μυήθηκαν στην Αρχαιολογία (όπως η «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης» του Χρήστου Τσούντα), είτε στα πωλητήρια των μουσείων, η εδραιωμένη εικόνα των έργων αναφοράς με τα οποία διδάσκεται η αρχαία τέχνη φέρει ενίοτε το ωραιοποιητικό τους άγγιγμα.

 

Με την εξαγωγική δράση του εργαστηρίου αντιγράφων τροφοδότησαν επί επτά δεκαετίες μουσειακές και διδακτικές συλλογές, με τις οποίες εξοικειώθηκαν γενιές ανθρώπων με την αρχαία ελληνική τέχνη, σε εποχές που τα ταξίδια προς την Ελλάδα δεν ήταν ακόμη προσιτά σε όλους. Η διαφορά μεταξύ των διάσπαρτων στον κόσμο συλλογών και του επίσημου αρχείου Ζιλιερόν στην Αθήνα είναι ότι η διασπορά αφορά τα παράγωγα, ενώ στο οικογενειακό αρχείο βρίσκεται η «μήτρα» που παρήγαγε το πολιτιστικό προϊόν, μαζί με τα ιστορικά συμφραζόμενα. Η συσχέτιση των μεν με το δε παραμένει το ζητούμενο.