Κορίτσια με νερένια μάτια και κόκκινα μαλλιά. Μακρόστενα πρόσωπα που κοιτάζουν χωρίς αγωνία. Λίγα ανεκτίμητα γυμνά. Μια σπουδαία ζωγραφική που έσβησε λίγα χρόνια αφότου γεννήθηκε, με έναν από τους πιο σπουδαίους ζωγράφους του 20ου αιώνα να πεθαίνει στα 36 του χρόνια, απόλυτα φτωχός και απελπισμένος, μια στιγμή πριν αναγνωριστεί.
Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου. Στην Ιταλία τον θεωρούν σήμερα εθνικό τους θησαυρό. Παρόλο που η ίδια η Ιταλία άργησε πολύ να τον αναγνωρίσει ως μεγάλο ζωγράφο.
Τα έργα του είχαν ήδη πολύ υψηλές τιμές, πράγμα που συνέβη αμέσως μετά το θάνατό του, με τις εκθέσεις στο Παρίσι να διαδέχονται η μία την άλλη.. Παρόλα αυτά, η πρώτη αναδρομική του έκθεση στην Ιταλία έγινε μόλις το 1930, στην 17η Μπιενάλε της Βενετίας και είναι αυτή η έκθεση που αργά κάπως, τον καθιερώνει στην ίδια του τη χώρα.
Η ζωγραφική του είναι διάσημη, οι συλλέκτες σε όλο τον κόσμο τρελαίνονται να αποκτήσουν ένα έργο του και το κοινό σχηματίζει ατελείωτες ουρές για να δει κάθε έκθεση που οργανώνεται με έργα του. Η τραγική ζωή του δεν έχει καμία σχέση με την αποδοχή και την επιτυχία που γνώρισε μετά θάνατον. 102 χρόνια μετά το θάνατό του, ο κόσμος της τέχνης μένει εκστατικός μπροστά στην εμμονή και τον πλούτο της δημιουργίας του Αμεντέο Μοντιλιάνι.
Ο Μοντιλιάνι δήλωνε συχνά ότι αν κάνει ζωγραφική είναι για βιοπορισμό. Το πραγματικό του ενδιαφέρον στρέφεται στην γλυπτική, λέει συχνά ότι εκεί βρίσκεται η πραγματική του ελευθερία. Λέει ότι προτιμά τη συμπαγή υφή της πέτρας από το άυλο χρώμα σε ένα μουσαμά.
Από τα πιο άγνωστα περιστατικά της ζωής του σταχυολογούμε:
Η μέρα της γέννησης του Μοντιλιάνι συνέπεσε με την πρώτη κατάσχεση που έγινε στους Μοντιλιάνι για την κάλυψη απλήρωτων φόρων για το σπίτι του Λιβόρνου και την ακίνητη περιουσία που είχε η οικογένειά του στην Σαρδηνία. Λένε πως η γέννηση του Αμεντέο έσωσε προσωρινά την οικογένειά του από την οικονομική κατάρρευση. Σύμφωνα με ένα αρχαίο νόμο που προστάτευε τα κρεβάτια των εγκύων γυναικών και των μητέρων με νεογέννητα παιδιά, ο πατέρας του Μοντιλιάνι απέτρεψε τους πιστωτές του από το κάνουν κατάσχεση στα περιουσιακά του στοιχεία συσσωρεύοντας τα πιο πολύτιμα στην κορυφή του κρεβατιού εγκύου γυναίκας του.
Ο Μοντιλιάνι άρχισε να γράφει και να διαβάζει από τα πέντε του χρόνια. Όταν ήταν 11 έπαθε πλευρίτιδα. Ήταν η πρώτη από μια σειρά ασθενειών που τον οδήγησε σε πρόωρο θάνατο. Στην εκτενή βιογραφία του καλλιτέχνη, από την Meryle Secrest, οι καταχρήσεις του σε ναρκωτικά και αλκοόλ ερμηνεύονται ως μια απόπειρα να συγκαλύψει τη φυματίωση του και να αποφύγει το στίγμα που συνδέεται με την ασθένεια. Η φυματίωση την εποχή εκείνη ήταν ανίατη και εξαιρετικά μεταδοτική, και ήταν η κύρια αιτία θανάτου στη Γαλλία. Οι ναρκομανείς και οι αλκοολικοί ήταν ανεκτοί, οι φυματικοί δεν ήταν.
Ήταν ανυπόμονος, περήφανος και εύθικτος. Μερικές φορές σκέπαζε τα σχέδια με το χέρι του για να μη μπορούν να τα βλέπουν οι συμμαθητές του. Μελετάει τα μοντέλα που φέρνουν στο ατελιέ σε μεγάλα μπλοκ, αλλά είναι ένας Μοντιλιάνι πολύ προσεκτικός που οι κριτικοί δεν εκτιμούν καθόλου. Από αυτή την εποχή έχουν μείνει καμιά τριανταριά σχέδια φτιαγμένα με σινική μελάνη ή τονισμένα με ώχρα και μαύρο. Ορισμένα από τα μπλοκ χρησίμευσαν στη συνέχεια στον Μαξ Ζακόμπ που θα φτιάξει εκεί τέσσερα δικά του σκίτσα, καθώς και στη Ζαν Εμπιτέρν το 1917.
Ο Μοντιλιάνι έκανε μια και μοναδική ατομική έκθεση όσο ήταν εν ζωή με διάρκεια μόνο μιας ημέρας. Συνέβη στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, στην γκαλερί του Παρισιού Berthe Weill. Εξέθεσε 30 έργα, τα οποία του είχαν ανατεθεί από τον φίλο του, έμπορο Leopold Zborovski. Οι γυμνές φιγούρες που εξέθεσε έγιναν επίκεντρο ενός δημόσιου σκανδάλου με την αστυνομία να κλείνει την γκαλερί μόλις λίγες ώρες αφότου άνοιξε.
Ο Μοντιλιάνι δήλωνε συχνά ότι αν κάνει ζωγραφική είναι για βιοπορισμό. Το πραγματικό του ενδιαφέρον στρέφεται στην γλυπτική, λέει συχνά ότι εκεί βρίσκεται η πραγματική του ελευθερία. Λέει ότι προτιμά τη συμπαγή υφή της πέτρας από το άυλο χρώμα σε ένα μουσαμά. Για αυτόν η γλυπτική είναι μείζων τέχνη, η μόνη που δίνει τη δυνατότητα σε έναν καλλιτέχνη να εκφραστεί. Όλα αυτά τα σχέδια που φτιάχνει με καταπληκτική ευκολία, τα θεωρεί αναγκαίες ασκήσεις και προετοιμασία για την τέχνη της λάξευσης της πέτρας. Αλλά όταν το λέει αυτό ασφαλώς δεν σκέφτεται την άστατη ζωή του, όπου είναι πιο εύκολο να μετακινείται με ένα κομμάτι μουσαμά παρά με ένα κομμάτι πέτρας, ξεχνάει την ευπάθεια των πνευμόνων του και το στίλβωμα της πέτρας που προκαλεί επίμονο βήχα και δυσφορία. Από το ατελιέ του Μπρανκούζι κράτησε την επιμήκυνση των μορφών, την τόσο αναγνωρίσιμη στα έργα του.
Το 1908, στο σαλόνι των Ανεξάρτητων, ο Μοντιλιάνι παίρνει μέρος με 6 έργα. Τα έργα του θορυβούν και ο τύπος και η κριτική είναι πάντα διχασμένη. Κανένας δε τον παίρνει πολύ στα σοβαρά, επειδή τα έργα του δεν εγγράφονται σε κανένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα. Τελικά η τέχνη του Μοντιλιάνι θα κρατήσει για πάντα μια ελευθερία και έναν αντικομφορμισμό στο στιλ, ο οποίος αποσταθεροποιεί όσους κριτικούς είναι υπερβολικά συνηθισμένοι να καταχωρίζουν σε καταλόγους, να ταξινομούν, να βάζουν ετικέτες, έστω και αν η ζωγραφική του μεταφέρει τον απόηχο από τις αισθητικές συγκινήσεις που ένιωσε μέσω του Σεζάν, των μεταϊμπρεσιονιστών, των εξπρεσιονιστών, των κυβιστών, των συμβολιστών. Όλα κατάφερνε να τα επεξεργάζεται και να τα εκμεταλλεύεται με ένα στιλ μοναδικό και πρωτότυπο, ενώνοντας μοντέρνες ιδέες με την προσωπική χρωματική ευαισθησία του, δηλωτική ηδυπάθειας ή ερωτισμού.
Τον δύσκολο δρόμο του θα φωτίσει η συνάντησή του με την ποιήτρια Άννα Αντρέγιεβνα Γκορένκο, γνωστή με το ψευδώνυμο Άννα Αχμάτοβα. Βρίσκεται στο Παρίσι με τον πρώτο της άντρα Νικολάι Γκουμίλεφ από τον οποίο θα πάρει διαζύγιο το 1916. Είναι 26 ετών και ο Μοντιλιάνι 25. Ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Η ίδια γράφει «Ήταν φτωχός, έτσι στον κήπο του Λουξεμβούργου καθόμασταν πάντα σε παγκάκια, τις καρέκλες έπρεπε να τις νοικιάζουμε. Δεν παραπονιόταν για τίποτα ούτε για τη μιζέρια του, ούτε για το γεγονός ότι δεν είχε αναγνωριστεί. Όταν η Αχμάτοβα φεύγει για τη Ρωσία της γράφει παθιασμένα γράμματα και του απαντά με ποιήματα. Το 1911 επιστρέφει στο Παρίσι και του ποζάρει. Τα σχέδια αυτά, δυστυχώς εξαφανίστηκαν, καταστράφηκαν στα πρώτα χρόνια της ρώσικης επανάστασης.
Ο Μοντιλιάνι στη διάρκεια της ζωής του αντάλλαξε πολλά έργα του με ένα πιάτο φαγητό. Μερικά από αυτά σήμερα έχουν τις υψηλότερες τιμές στην αγορά έργων τέχνης. Όμως ο Μοντιλιάνι ήταν πάντα ένας πρίγκιπας. «Γνώρισα πραγματικά τον Μοντιλιάνι», λέει ο Βλαμένκ. «Τον γνώρισα πεινασμένο, τον είδα μεθυσμένο. Τον είδα να έχει κάποια χρήματα. Σε καμία περίπτωση δεν είδα να λείπει το μεγαλείο και η γενναιοδωρία. Ποτέ δεν έπιασα επάνω του το παραμικρό ταπεινό συναίσθημα. Αλλά τον είδα οργίλο, εκνευρισμένο από την διαπίστωση ότι η δύναμη του χρήματος που τόσο περιφρονούσε μερικές φορές αντιτασσόταν στη θέληση και την περηφάνια του».
Ο Μοντιλιάνι πέθανε μόλις δυο μέρες νωρίτερα από την ερωμένη του Jeanne Hebuterne, έγκυο τότε στο δεύτερο παιδί τους. Η πρώτη κόρη του ζευγαριού, Jeanne Modigliani, αργότερα θα γράψει την βιογραφία για τους γονείς της, και το γρήγορο πέρασμά τους από τη γη. Τα τελευταία λόγια του Μοντιλιάνι στο νοσοκομείο Σαριτέ, στον Ορτίς ντε Σαράτε, -φίλο του που τον μεταφέρει επειγόντως εκεί, αφού τον έχει βρει σε αθλία κατάσταση να τρώει επί οκτώ μέρες κονσέρβες σαρδέλα- είναι: «Δε μου μένει παρά ένα μικρό κομματάκι μυαλού... Νιώθω πως ήρθε το τέλος...Φίλησα τη γυναίκα μου, μείναμε σύμφωνοι για μια αιώνια χαρά». Η Ζαν αυτοκτόνησε και τον ακολούθησε στο θάνατο, πέφτοντας από το παράθυρο του πέμπτου ορόφου.
Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου