ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ (και ελληνικές) που κάνουν εντύπωση από τον τίτλο τους ήδη. Μπορεί να είναι κάτι κοινότοπο, κάτι που όλοι δυνητικά θα το φαντάζονταν, αλλά δεν παύει αυτό το συνηθισμένο και το αναμενόμενο να «γράφει» μέσα στα χρόνια, στην ιστορική πορεία, να γίνεται σλόγκαν, μότο κ.λπ.

 

 

Ο Αύγουστος δεν είναι ο πιο ζεστός μήνας του καλοκαιριού, αυτός είναι ο Ιούλιος, αλλά σπανίως θ' ακούσουμε τη φράση «ο ζεστός μήνας Ιούλιος». Αντιθέτως ακούγεται πολύ συχνά η φράση «ο ζεστός μήνας Αύγουστος». Και όχι μόνο, όταν γίνεται λόγος για την ταινία του Σωκράτη Καψάσκη, από το 1966.

 

 

Ο Σωκράτης Καψάσκης (1928-2007) υπήρξε ένας πολυπράγμων δημιουργός. Όχι μόνον σκηνοθέτης, αλλά και ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής (ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις υπήρξε το έργο τής ζωής του) και ακόμη εισαγωγέας ταινιών και αιθουσάρχης, καθώς από το 1967 έως το 1985 διηύθυνε έναν από τους πιο σημαντικούς κινηματογράφους της Αθήνας, το Στούντιο (κοντά στην Πλατεία Βικτωρίας στην αρχή και κοντά στην Πλατεία Αμερικής από το 1972 και μετά).

 

 

Χωρίς τη συγκατάθεση του Καψάσκη η Wishman προσθέτει κάποιες γυμνές σκηνές (εμφανίζεται και η Σουηδή Marie Liljedahl ανάμεσα), αλλάζει τους διαλόγους (χάθηκαν οι αυθεντικοί, δεν ήταν δυνατόν να γίνει η μεταγλώττιση κι έτσι επινοήθηκαν καινούριοι) και ως The Hot Month of August προβάλλει την ταινία στις ΗΠΑ, στο ενήλικο κοινό.

 

Η κινηματογραφική καριέρα του Καψάσκη, ως σκηνοθέτης εννοούμε, μπορεί να κράτησε λίγο, από το 1958 έως το 1966, όμως μέσα σ' αυτά τα οκτώ χρόνια, κατόρθωσε να γυρίσει δεκατέσσερις ταινίες, από τις οποίες δυο-τρεις, για κάποιους λόγους, μπόρεσε να ξεχωρίσουν.

 

 

Πρώτα, η ταινία Ερωτικές Ιστορίες (1959), με την Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.ά. και με μουσική τού Μάνου Χατζιδάκι. Σπονδυλωτό φιλμ, με τρεις διαφορετικές ερωτικές ιστορίες, που τις ένωνε η ευαισθησία του σκηνοθέτη τους.

 

Έπειτα, η ντελιριακή κωμωδία Οι Γαμπροί της Ευτυχίας (1962) με τους Βασίλη Αυλωνίτη, Γεωργία Βασιλειάδου κ.ά., με τις απίστευτες ατάκες, την έξοχη σκηνή στη Λαγουδέρα της Ύδρας με τους ξένους μπίτνικς, που παρεπιδημούσαν στο νησί εκείνη την εποχή (με το surf "Not so quiet" του Richie Allen να χορεύεται στο κλαμπ), και τέλος Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος (1966), η ωραιότερη απ' όλες τις ταινίες του, που διαγωνίστηκε στο ιστορικό 7ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, στη Θεσσαλονίκη (22-28 Σεπτεμβρίου 1966), χωρίς, πάντως, να διακριθεί.

 

 

Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος ήταν μια ταινία διαφορετική, για το ελληνικό σινεμά εκείνων των χρόνων. Που σημαίνει πως ο Καψάσκης, μετά τις αρχικές αναγνωριστικές ας-τις-πούμε-έτσι δουλειές του, αποκτούσε ξαφνικά «ματιά δημιουργού», η οποία όμως δεν ευοδώθηκε, δεν επεκτάθηκε στην πορεία, μια και η ωραιότερη έως τότε ταινία του ήταν και η τελευταία του.

 

 

 

Ένα λαϊκό παιδί, κάπως ήσυχο, κάπως μαζεμένο (Γιάννης Φέρτης), επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Ρόδο, μετά το πέρας της στρατιωτικής θητείας του. Πάνω στο πλοίο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, θα γνωρίσει έναν περίεργο τύπο (Πέτρος Φυσσούν), που του συστήνεται ως ζιγκολό, μια μυστήρια κυρία του καλού κόσμου την οποία θα ερωτευθεί (Μπέτυ Αρβανίτη), ενώ συνταξιδεύει κιόλας με μια κοπέλα από τη Ρόδο (Κατερίνα Βασιλάκου), που βρίσκεται στο πλοίο μαζί με την μητέρα της (Τζόλυ Γαρμπή), η οποία τον καλοβλέπει για γαμπρό.

 

 

Στη Ρόδο Φέρτης και Αρβανίτη θα συναντηθούν και θα γίνουν ζευγάρι, ενώ ο Φυσσούν αποδεικνύεται πως είναι ένας τύπος βαλτός από τον πλούσιο άντρα τής Αρβανίτη (έξοχος ο διαβολικός Μηνάς Χρηστίδης), με σκοπό να την παρακολουθεί, ενώ κατά βάση (ο Φυσσούν) είναι εραστής της. Κάπου χάνεται η μπάλα...

 

 

Εδώ δεν πρόκειται για ένα ερωτικό τρίγωνο, αλλά για ένα... τετράγωνο ή και πεντάγωνο (αν συνυπολογίσουμε και την Βασιλάκου που αγαπάει τον Φέρτη), το οποίο ο Καψάσκης, ως ένα βαθμό, το χειρίζεται πολύ καλά, ανακατεύοντας ερωτικά πάθη, που τα ευνοεί ούτως ή άλλως ο ζεστός μήνας Αύγουστος, με αστυνομική ίντριγκα, ανατροπές, κλοπές, φόνους, μυστήριο και τα λοιπά, παρουσιάζοντας μία σειρά από πρόσωπα, που είναι έρμαια των συμπεριφορών ή της δολιότητάς τους, παγιδευμένα κατ' ουσίαν σ' ένα παιγνίδι χωρίς αύριο. Αύριο, βεβαίως υπάρχει μόνον για έναν, ή μάλλον για δύο, καθώς το χάπι-εντ, σε ελληνική ταινία της εποχής είναι κάτι το αναμενόμενο.

 

 

 

Ο Καψάσκης είναι αλήθεια πως έχασε την ευκαιρία να σκηνοθετήσει μια ταινιάρα, που να είναι συγκρίσιμη με τις καλύτερες γαλλικές της εποχής (του Λουί Μαλ ή του Κλοντ Σοτέ ας πούμε) και τούτο γιατί και την παραδοσιακή συνταγή τού αμερικάνικου νουάρ φαίνεται πως κατείχε, αλλά και τον μοντερνισμό της αφήγησης, τον δανεισμένο από την νουβέλ βαγκ δείχνει πως είχε, όχι άτεχνα, ξεσηκώσει.

 

 

Προδόθηκε, όμως, από την κάπως άγαρμπη συγκόλληση των δύο αυτών αισθητικών «φάρων», όπως και από μία έλξη προς τον «επαρχιωτισμό» του ελληνικού σινεμά εκείνων των χρόνων, τύπου Κλακ Φιλμς για παράδειγμα, στις σκηνές με την οικογένεια τού βασικού ήρωα ή ακόμη και σ' εκείνες με την αστυνομία.

 

 

Επίσης μια πρωτότυπη τζαζ μουσική θα έδινε άλλον αέρα στην ταινία του, παρότι η μουσική επιμέλεια τής Σοφίας Μιχαλίτση δεν ήταν κακή.

 

 

Τι έγραψε τότε η κριτική για τον Ζεστό Μήνα Αύγουστο του Σωκράτη Καψάσκη; Ας δούμε τρεις απόψεις:

 

 

«Η περίπτωση του Καψάσκη και της ταινίας του Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος ήταν ένα δείγμα ανισορροπίας ανάμεσα στις προϋποθέσεις για την εμπορική προώθησή της και την καλλιτεχνική ποιότητά της. Πιστεύω ότι το κακό στην περίπτωση αυτή ξεκινάει από το σενάριο, που είναι και αυτό γραμμένο από τον σκηνοθέτη: η πολυπλοκότητα των καταστάσεων μέσα στην οποία τοποθετούνται τα κύρια πρόσωπα τής ταινίας δημιουργεί σύγχυση στην σκηνοθετική γραμμή κι ενώ η ταινία ξεκινά σ' έναν γρήγορο ρυθμό, διαγράφοντας τις προοπτικές μιας ψυχολογικής εξέλιξης των χαρακτήρων, καταλήγουμε σε μια δύσκολα πιστευτή αστυνομικής υφής ιστορία, η οποία, μην έχοντας στο ενεργητικό τής κινηματογραφικής μεταγραφής της την απαραίτητη για το είδος της δεξιοτεχνία, απ' τη μεριά του Καψάσκη, πνίγει ακόμα και τις ψυχολογικά δικαιωμένες επεκτάσεις, που αναμφισβήτητα ο σκηνοθέτης είχε σκοπό να δώσει στα πρόσωπα της ταινίας του».

— Φώτης Αλεξίου, περιοδικό Ελληνικός Κινηματογράφος, τεύχος 1, Οκτώβριος 1966

 

 

«Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος του Σωκράτη Καψάσκη είναι ένα πολύ επιδέξιο, στυλιζαρισμένο και ειρωνικό αστυνομικό φιλμ μέσα στην καλή παράδοση του αμερικανικού κινηματογράφου του 1940-50. Το άνοιγμα, και το πρώτο ημίωρο μάλιστα, με τις διαδοχικές συναντήσεις πάνω στο πλοίο και με τον αστραφτερό διάλογο, είναι σχεδόν υποδειγματικό και δημιουργεί ελπίδες, που διαψεύδονται ως ένα σημείο κατόπιν».

— Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, εφημερίδα Ελευθερία 11/10/1966

 

 

«Ο Σωκράτης Καψάσκης, ύστερα από μια πολύχρονη θητεία στο εμπορικό σινεμά, επιχειρεί για πρώτη φορά το δύσκολο πέρασμα στον σοβαρό κινηματογράφο, όπου το πρόβλημα προηγείται της πεποιημένης ιστορίας και οι καταστάσεις ξεπερνούν την εύκολη διασκέδαση. Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος μπορεί να είναι κάπως ψυχρός και συχνά άρρυθμος στην δραματική του συγκρότηση, όμως η προσπάθεια εκθέσεως ενός προβλήματος, μέσα και πέρα απ' το αστυνομικοφανές περίγραμμα της δράσης, η λιτότητα των χαρακτήρων, οι οποίοι αποβάλλουν τις περιττές ψυχολογικές παρεκβολές, η μετάλλαξη τών μ' αυτό τον τρόπο συμβολοποιημένων χαρακτήρων σε τύπους υποταγμένους στα δεδομένα και εκ των προτέρων σαφέστατα καθορισμένα πλαίσια μιας άμεσης κοινωνικής κριτικής, η τιμιότητα των προθέσεων και η αγωνία για την έκφρασή τους, καθιστούν την ταινία του Καψάσκη μια από τις σπανιότατες για τον ελληνικό κινηματογράφο, απόπειρες απαγκίστρωσης από τις τυποποιημένες ψευτοκοινωνικές ιστορίες».

— Βασίλης Ραφαηλίδης, εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, 26/9/1966

 

 

 

Παρά ταύτα, παρά τις ενθαρρυντικές κριτικές, Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος, όταν βγήκε στις αίθουσες, στις αρχές του 1967, δεν πήγε καλά στα ταμεία, κόβοντας μόλις 89.797 εισιτήρια στους κινηματογράφους α' και β' προβολής Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων, καταλαμβάνοντας την 65η θέση σε εισπράξεις, από τις 117 ταινίες τής σεζόν 1966-67.

 

 

Όμως η ιστορία μας δεν τελειώνει εδώ, καθώς έχει και μία εντελώς απίστευτη συνέχεια...

 

 

Κάποιοι σίγουρα θα γνωρίζουν την Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα Doris Wishman (1912-2002), την αποκαλούμενη και «βασίλισσα του sexploitation». Στην φιλμογραφία της Wishman (περί τις 30 ταινίες), που περιλαμβάνει και δύο τουλάχιστον hardcore από τα μέσα του '70, υπάρχουν και δύο ελληνικές ταινίες! Αυτές οι ταινίες είναι καταγραμμένες στη βάση IMDb, οπότε ας τις συμπεριλάβουμε κι εμείς στη φιλμογραφία της. Τι είχε συμβεί;

 

 

 

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές, και μάλλον την αλήθεια ποτέ δεν θα την μάθουμε, αφού τόσο η Wishman, όσο και ο Καψάσκης, δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή.

 

Στο σάιτ IMDb διαβάζουμε, το λιγότερο πιστευτό, πως κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος ο Καψάσκης είχε συναντήσει την Wishman (πώς βρέθηκε η Αμερικανίδα στην Ελλάδα, να παρακολουθεί τα γυρίσματα του Καψάσκη, δεν αναφέρεται), η οποία και αποκτά τα δικαιώματα της ταινίας (που προφανώς της άρεσε) για την Αμερική.

 

 

Χωρίς τη συγκατάθεση του Καψάσκη η Wishman προσθέτει κάποιες γυμνές σκηνές (εμφανίζεται και η Σουηδή Marie Liljedahl ανάμεσα), αλλάζει τους διαλόγους (χάθηκαν οι αυθεντικοί, δεν ήταν δυνατόν να γίνει η μεταγλώττιση κι έτσι επινοήθηκαν καινούριοι) και ως The Hot Month of Augustπροβάλλει την ταινία στις ΗΠΑ, στο ενήλικο κοινό.

 

 

Αλλού (στο σάιτ Senses of Cinema) διαβάζουμε πως η Wishman είχε αγοράσει δύο ελληνικές ταινίες, για 4 χιλιάδες δολάρια, κατά τη διάρκεια κάποιων διακοπών της στην Ελλάδα (αυτό ακούγεται πιο πιστευτό). Η μία ήταν Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος και η άλλη ο Πυρετός (1965) του Στέλιου Τζάκσον με τους Πάνο Κατέρη, Κατερίνα Χέλμη, Ελένη Ανουσάκη και άλλους (και με μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου).

 

 

Η πρώτη ταινία μεταφράστηκε, όπως ήδη γράψαμε, σε The Hot Month of August, ενώ η δεύτερη σε Passion Fever. Για τη δεύτερη το σάιτ IMDb δίνει ημερομηνία κυκλοφορίας της στις ΗΠΑ την 29η Οκτωβρίου 1969, οπότε και η The Hot Month of August είναι πολύ πιθανό να προβλήθηκε τότε στην Αμερική.

 

 

Τι σήμαινε αυτό για τον Καψάσκη; Τίποτα το ουσιαστικό. Η απόφασή του να εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία ήταν οριστική και αμετάκλητη. Όπως είχε πει κάποτε και ο ίδιος, κρίνοντας πολύ αυστηρά τον εαυτό του, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Αντί (#374, 27 Μαΐου 1988):

 

 

«Ήθελα να παίζεται στο πανί κάτι για το οποίο δεν θα ντρεπόμουνα, ούτε θα έπρεπε να κρύβομαι εξαιτίας του. Έτσι ένοιωθα, όταν παίχτηκε η πρώτη ταινία που έκανα και για τέσσερις μήνες ήμουν εξαφανισμένος. Φοβόμουνα ότι ο περιπτεράς που αγόραζα τσιγάρα θα με αναγνώριζε και θα μου έλεγε: "Εσύ το έχεις κάνει αυτό που είδαμε πριν τρεις μήνες;", λες και θα το είχε δει.

 

 

Στο βιογραφικό μάλιστα που μου ζήτησε ο εκδότης του δεύτερου βιβλίου μου έγραψα: "Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, κτλ. κτλ.... Δεν μπορεί να βρει καμιά δικαιολογία για την πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο επί μια δεκαετία". Ποτέ δεν κατάλαβα πως έχω κάνει αυτές τις δεκατέσσερις ταινίες και γιατί δεν τα παράτησα πιο νωρίς. Γιατί δεν έφυγα στην τρίτη ή στην τέταρτη ταινία. Γιατί περίμενα τόσο πολύ».

 

 

Ανεξάρτητα από τη γνώμη που είχε ο ίδιος ο σκηνοθέτης για τις ταινίες του, Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος είναι ένα φιλμ που ξεχωρίζει (από τα δεκάδες άλλα «του σωρού» της εποχής), με σκηνές που φανερώνουν αληθινό κινηματογραφικό ταλέντο σαν κι αυτή που ακολουθεί...

 

ΕΚΦΩΝΗΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ