Πριν από τους Beatles, στην Μεγάλη Βρετανία, υπήρχαν μόνον οι Cliff Richard and The Shadows. Εντάξει, το «μόνον» μπορεί ν’ ακούγεται κάπως υπερβολικό, ήταν όμως εκείνοι που είχαν την πιο μεγάλη επιτυχία (ξεκινώντας από το 1958), ανοίγοντας πολλούς και ποικίλους δρόμους.
Πριν από τις 15 Δεκεμβρίου 1962, όταν οι Beatles μπήκαν για πρώτη φορά στο βρετανικό Top 50 με το “Love me do”, οι Cliff Richard and The Shadows είχαν ήδη μπει 19 φορές, και μόνοι τους οι Shadows (χωρίς τον Cliff Richard), ως instrumental γκρουπ δηλαδή, άλλες 8 φορές. Απ’ αυτές τις 27 «εισόδους» οι 8 αφορούσαν σε «νούμερο 1»!
Οπότε αντιλαμβάνεστε τι συνέβαινε, και τι σήμαινε για το πρώιμο βρετανικό beat ένα νεανικό συγκρότημα σαν αυτό, που είχε στις τάξεις του μεγάλους μουσικούς, και «μπροστά» έναν επίσης πολύ σπουδαίο τραγουδιστή και περφόρμερ.
Ποιοι αποτελούσαν τότε, στο δεύτερο μισό του 1962, τους Shadows;
Ο Hank Marvin lead κιθάρα (γενν. το 1941), ο Bruce Welch ρυθμική κιθάρα (γενν. το 1941), ο Brian “Licorice” Locking μπάσο (1938-2020) και ο Brian Bennett ντραμς (γενν. το 1940). Μπροστά απ’ αυτούς, φυσικά, ήταν ο τραγουδιστής Cliff Richard (γενν. το 1940).
Τι παρατηρούμε αναφορικά με τους Shadows και σε σχέση, πάντα, με το πόσο επιτυχημένοι υπήρξαν, επηρεάζοντας «όλο τον κόσμο» στην εποχή τους, πριν από τους Beatles;
Λοιπόν, το ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι Cliff Richard and The Shadows, πάνω στην πολύ μεγάλη δόξα τους, συνδέθηκαν με την Ελλάδα, δεν είναι μικρό πράγμα.
Πρώτον, πως μιλάμε για ένα καθαρό νεανικό συγκρότημα, καθώς τα μέλη του, το 1962, ήταν από 21 έως 24 ετών.
Δεύτερον, πως είχαμε να κάνουμε με μια τετράδα – ένα ροκ σχήμα που, ως μέγεθος, θα γινόταν κλασικό και θα δοξαζόταν στη διαδρομή.
Τρίτον, πως επρόκειτο για ένα γκρουπ μ’ ένα πολύ συγκεκριμένο setting –δύο κιθάρες, μία lead και μία ρυθμική, συν μπάσο-ντραμς– που επίσης θα έγραφε ιστορία γενικότερα (το setting).
Τέταρτον, πως ήδη από τον δεύτερο μεγάλο δίσκο τους (είχαν προηγηθεί τα singles φυσικά) οι Shadows έγραφαν μόνοι τους τα κομμάτια τους. Δεν είχαν ανάγκη, εννοούμε, ούτε τους παραγωγούς, ούτε άλλους ποπ συνθέτες των στούντιο, προκειμένου να δείξουν έργο. Φυσικά, έπαιζαν-τραγουδούσαν και συνθέσεις άλλων, όμως και τα δικά τους κομμάτια ήταν όχι μόνον επιτυχημένα, μα και εκπληκτικά.
Πέμπτον, ήξεραν να εκμεταλλεύονται και τα παράπλευρα μέσα τής ποπ κουλτούρας και βασικά τον κινηματογράφο, προκειμένου να καταστούν «παγκόσμιοι».
Εντάξει, δεν υπάρχει σύγκριση με τους Beatles, καθότι μόνον το μέγεθος Lennon-McCartney να βάλεις στη ζυγαριά αρκεί και περισσεύει, ώστε να γύρει αυτή καθαρά και εντελώς προς την μεριά των Fab Four, όμως και οι Shadows ανέδειξαν έναν πολύ μεγάλο μουσικό, τον κιθαρίστα Hank Marvin, που επηρέασε κάθε ηλεκτρικό κιθαρίστα στην Βρετανία και παντού, με τον Cliff Richard, τον Sir Cliff Richard, να απολαμβάνει μία τεράστια δημοφιλία, στο Νησί πρώτα-πρώτα, έχοντας πουλήσει –όπως διαβάζουμε στην Wiki– περισσότερα από 250 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως και πάνω από 21,5 εκατομμύρια 45άρια μόνο στη Μεγάλη Βρετανία (τρίτος στην ιστορία του UK Singles Chart, πίσω μόνον από τους Beatles και τον Elvis). Λέμε για μεγέθη!
Λοιπόν, το ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι Cliff Richard and The Shadows, πάνω στην πολύ μεγάλη δόξα τους, συνδέθηκαν με την Ελλάδα, δεν είναι μικρό πράγμα.
Ο Cliff Richard εμφανίζεται για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, το 1959, στην ταινία τού Terence Young “Serious Charge”, όμως το πρώτο μεγάλο μπαμ θα γίνει με τo νεανικό μιούζικαλ τού Sydney J. Furie “The Young Ones” το 1961, στο οποίο θα εμφανιζόταν μαζί με τους Shadows.
Μια ταινία κι ένα σάουντρακ με τεράστια επιτυχία, τότε, στη Μεγάλη Βρετανία – καθώς η ταινία συναγωνιζόταν στους πίνακες εισιτηρίων τα «Κανόνια του Ναβαρόνε» και τον πρώτο James Bond (“Dr. No”), με το σάουντρακ να ανεβαίνει στην κορυφή του UK Albums Chart, πουλώντας, συνολικά και παντού, πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα.
Αυτή η τεράστια επιτυχία είχε όμως και συνέχεια, καθώς αμέσως μετά θα έμπαινε σε εφαρμογή το σχέδιο “Summer Holiday” – ένα νέο μουσικό φιλμ, σε σκηνοθεσία Peter Yates, που θα γυριζόταν και στην Ελλάδα (Αθήνα και αλλού) και που θα έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Λονδίνο στις 10 Ιανουαρίου 1963.
Για την ταινία, για την «υπόθεση» της ταινίας, υπάρχουν πολλά στοιχεία στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ Cliff Richard and The Shadows “Summer Holiday” [Columbia, 1963] και από ’κει μεταφράζουμε:
Τέσσερις μηχανικοί τού London Transport, o Don (Cliff Richard), o Cyril, o Steve και o Edwin, πείθουν την εταιρεία να τους δανείσει ένα παλιό λεωφορείο (σ.σ. από ’κείνα τα κόκκινα, τα διώροφα), προκειμένου να το μετατρέψουν σε τροχόσπιτο, για ταξίδια διακοπών σε όλη την Ευρώπη.
Η ιδέα έλεγε πως αν κατάφερναν να κάνουν το ταξίδι χωρίς μεγάλο κίνδυνο, τότε θα μπορούσαν να πάρουν περισσότερα παλιά λεωφορεία, φτιάχνοντας μιαν εταιρεία ικανή να παρέχει διακοπές στο στυλ «κάνε τες μόνος σου».
Ο αρχικός προορισμός των τεσσάρων είναι η νότια Γαλλία, αλλά τα σχέδιά τους σύντομα θα ανατραπούν όταν, στο δρόμο για το Παρίσι μπλέκουν σ’ ένα αυτοκινητικό ατύχημα μ’ ένα παλιό αυτοκίνητο, μια σακαράκα, στην οποία επέβαιναν τρεις νεαρές τραγουδίστριες – η Mimsie, η Angie και η Sandy.
Η σακαράκα δεν τραβάει πλέον, οπότε τα αγόρια προσφέρονται να πάρουν τα κορίτσια μαζί τους, προς Αθήνα, εκεί όπου έχουν κλείσει, κάπου, για να τραγουδήσουν. Περνώντας, όμως, από το Παρίσι, το λεωφορείο παίρνει έναν ακόμη επιβάτη.
Πρόκειται για την Barbara (Lauri Peters), μια διάσημη τραγουδίστρια, μια σταρ, που φθάνει σε σημείο απόγνωσης, λόγω τής συμπεριφοράς τής χειριστικής μητέρας της Stella.
Η Barbara πρόκειται να φύγει για διακοπές, μετά από μιαν εμφάνισή της στο Παρίσι, όταν ο ατζέντης της Jerry τής ανακοινώνει ένα νέο μεγάλο συμβόλαιο, για μια καλοκαιρινή τηλεοπτική σειρά. Η Barbara που δυσανασχετεί και αρνείται, θα αναγκαστεί να φύγει από το θέατρο ντυμένη αγόρι, για να μην την αναγνωρίσουν – τουλάχιστον μέχρι να κρυφτεί στο λεωφορείο, πείθοντας τους άλλους να την πάρουν μαζί τους.
Εν τω μεταξύ η Stella και ο Jerry συνειδητοποιούν ότι η εξαφάνιση τής Barbara μπορεί να αποβεί σε πλεονέκτημα, καθώς το θέμα μπορεί να αποκτήσει τρελή δημοσιότητα. Κατά συνέπεια, σχεδιάζουν να εμποδίσουν το ταξίδι του λεωφορείου, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα τις εφημερίδες με τις λεπτομέρειες της ιστορίας.
Το λεωφορείο κρατείται σε μια γαλλική πόλη με την κατηγορία τής... αλητείας, αλλά οι νέοι καταφέρνουν να διαφύγουν με τη βοήθεια του Orlando, ενός παλιού διασκεδαστή που τους βοηθά να πείσουν τον δικαστή πως όλοι τους είναι επαγγελματίες αρτίστες.
Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή, θα γίνει γνωστή η πραγματική ταυτότητα τής Barbara, η οποία, αφού πείσει τον Don ότι δεν τα έχει κάνει όλα τούτα για δημοσιότητα, οδεύει προς έναν τρελό έρωτα μαζί του.
Το επόμενο βήμα τής Stella είναι να κρύψει ένα βραχιόλι στο λεωφορείο, ειδοποιώντας τους φρουρούς στα γιουγκοσλαβικά σύνορα ότι υπάρχουν κλεμμένα αντικείμενα σ’ αυτό. Αλλά η Barbara καταφέρνει να βγει από την δύσκολη θέση, αναγνωρίζοντας το βραχιόλι, που είναι δικό της, και δείχνοντας στην αστυνομία την φωτογραφία της, που είναι μέσα στη μικρή θήκη του (του βραχιολιού της).
Τελικά, και μετά από διάφορες περιπέτειες, το λεωφορείο θα φτάσει στην Αθήνα με όλους να βρίσκονται υπό κράτηση, καθώς κατηγορούνται από την Stella, για την απαγωγή της κόρης της – με τ’ αγόρια να αντιμετωπίζουν πραγματικό πρόβλημα, τουλάχιστον μέχρι ο Don και η Barbara να καταρτίσουν ένα σχέδιο.
Η Stella έχει καλέσει τους δημοσιογράφους, ενώ ο Don εμφανίζεται για να ανακοινώσει ότι αυτός και η Barbara είναι ερωτευμένοι. Η Stella πεπεισμένη ότι ο Don λέει ψέματα, αναφωνεί μελοδραματικά ότι η κόρη της δεν θα μπορούσε ποτέ να παντρευτεί έναν τέτοιο τύπο – μα αν το έκανε, η ίδια δεν θα μπορούσε να της σταθεί εμπόδιο.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Barbara, την οποίαν είχε ελευθερώσει εν τω μεταξύ ο Don από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου την είχε κλείσει η μητέρα της, για να πει ότι είναι πλέον αρραβωνιασμένη.
Η Stella δείχνει να το παίρνει απόφαση. Η Barbara αποδέχεται με χαρά την πρόταση γάμου του Don, με το λεωφορείο και τους επιβάτες του να ετοιμάζονται να κάνουν το ταξίδι της επιστροφής – με την παρέα να έχει ήδη λάβει ένα τηλεγράφημα από την London Transport, πως η εταιρεία είναι έτοιμη να αποδεχτεί το πρόγραμμα των διακοπών, που έβαλαν μπροστά οι τέσσερις φίλοι, με τα παλιά λεωφορεία. Και κάπως έτσι η Stella αντιλαμβάνεται, τελικά, πως μπορεί να έχει, για την κόρη της, κι έναν... πλούσιο γαμπρό.
Το λεωφορείο βγαίνει από την Αθήνα κάτω από τον ζεστό ήλιο, καθώς οι ωραιότερες «καλοκαιρινές διακοπές» όλων πρόκειται άμεσα να ξεκινήσουν...
Ένα από τα θέματα που θίγονται σ’ αυτή την λεπτομερή περίληψη του σεναρίου είναι κι εκείνο της κατάβασης των νεανικών συγκροτημάτων προς τον ηλιόλουστο καλοκαιρινό, ευρωπαϊκό, νότο (τα τρία κορίτσια π.χ. έρχονται στην Αθήνα για να τραγουδήσουν), με στόχο την αναζήτηση καλύτερης τύχης – καθώς στο Νησί δεν υπήρχε πλέον δουλειά για όλους.
Σκεφτείτε τι γινόταν, όταν μόνο στην Merseyside area (Λίβερπουλ και περίχωρα) είχαν εμφανισθεί γύρω στα 500(!) συγκροτήματα, στο διάστημα 1958-1964, ενώ μόνο το 1961, βρίσκονταν εν δράσει στην ίδια περιοχή γύρω στα 300 γκρουπ(!) – όπως διαβάζουμε στο βιβλίο τού Bill Harry “The Encyclopedia of Beatles People” [Blandford, 1997], εκεί όπου όλα εκείνα τα γκρουπ ονοματίζονται ένα προς ένα!
Έτσι λοιπόν πολλά βρετανικά, νεανικά, σχήματα δεν είχαν άλλη επιλογή από το να πάρουν τον δρόμο τής ξενιτιάς, για να βρούνε δουλειά και να επιβιώσουν. Εντάξει, οι Beatles μπορεί να μην έφθασαν μέχρι την Ελλάδα, καθότι τους τράβηξε το Αμβούργο, όμως διάφορα άλλα γκρουπ σκορπίστηκαν σε όλο τον ευρωπαϊκό νότο, ακόμη και στις ακτές της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, μεταφέροντας το πνεύμα τού beat «ζωντανά» κι εκεί.
Ας θυμηθούμε μόνο την πιο χαρακτηριστική «δική μας» περίπτωση, εκείνη του Eric Clapton, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα με τους Glands, δηλαδή την Greek Loon Band, και την μετεξέλιξή της τους Faces, από τον Αύγουστο έως και τον Οκτώβριο του 1965.
Στο σάουντρακ του “Summer Holiday”, που θα κυκλοφορούσε το 1963 από την Columbia, καταγράφονταν 16 κομμάτια, συντεθειμένα είτε από τους Shadows είτε από τους ανθρώπους που είχαν γράψει και το σενάριο της ταινίας, τους Peter Myers και Ronald Cass. Τα τραγούδια θα τα απέδιδε ο Cliff Richard, άλλοτε με τους Shadows και άλλοτε με τη συνοδεία ορχήστρας (A.B.S. Orchestra) ή ενός συνδυασμού σχημάτων (A.B.S. Orchestra / The Michael Sammes Singers, The Shadows / The Norrie Paramor Strings, Grazina Frame / A.B.S. Orchestra). Η Grazina Frame ήταν η τραγουδίστρια που ντουμπλάριζε την ηθοποιό Lauri Peters. Φυσικά, τα instrumentals θα τα απέδιδαν είτε οι Shadows είτε η A.B.S. Orchestra.
Το σάουντρακ, περιττό να το πούμε, είχε φθάσει στο «νούμερο 1», στο chart των άλμπουμ, ενώ και τα singles που προέκυψαν από το LP, γνώρισαν τεράστια επιτυχία καθώς τρία έφθασαν επίσης μέχρι το «νούμερο 1»! Τα “The next time / Bachelor boy” (είσοδος στο Top 50, στις 8 Δεκ. 1962), “Summer holiday” (είσοδος στις 2 Μαρ. 1963) και “Foot tapper” (είσοδος στις 16 Μαρ. 1963).
Εννοείται πως τα τραγούδια βοηθήθηκαν πολύ από την ταινία η οποία επίσημα βγαίνει στις βρετανικές αίθουσες στις 18 Φεβρουαρίου 1963, ενώ στην Αμερική θα έβγαινε επίσημα ένα χρόνο αργότερα, στις 12 Μαρτίου 1964. Τούτο το τελευταίο δεν θα πρέπει να είναι άμοιρο του γεγονότος πως οι Cliff Richard and The Shadows ποτέ δεν γνώρισαν στην Αμερική την επιτυχία που είχαν στην Μεγάλη Βρετανία.
Εξυπακούεται πως και η ταινία «έσκισε» στα βρετανικά ταμεία, καθώς υπήρξε η δεύτερη πιο προσοδοφόρα του 1963, μετά το τζεϊμσμποντικό “From Russia with Love” του Terence Young.
Προβλήθηκε το “Summer Holiday” στην Ελλάδα εκείνη την εποχή;
Εννοείται. Η ταινία, που αποδόθηκε στη γλώσσα μας ως «Διακοπές στην Ελλάδα», κάνοντας πρεμιέρα ανήμερα το Πάσχα του 1963 (14 Απριλίου), αρχικά σε δύο μόνον αίθουσες, στο Παλλάς και την Αθηνά.
Το “Summer Holiday” –στις lobby cards και στις διαφημίσεις του οποίου «πρωταγωνιστούσαν» πάντα η Ακρόπολη με τον Παρθενώνα– αγαπήθηκε για διάφορους λόγους. Και γιατί ήταν μια ευχάριστη και καλογυρισμένη νεανική ταινία δρόμου, με πολύ ωραία τραγούδια και χορευτικά, μα και λόγω των ελληνικών γυρισμάτων του (στην διανομή βλέπουμε, έστω και uncredited, ακόμη και έλληνες ηθοποιούς, όπως για παράδειγμα, ο Ζαννίνο και ο Δημήτρης Κατσούλης).
Επίσης, και αυτό είναι πολύ βασικό, το “Summer Holiday” επηρέασε τον Γιάννη Δαλιανίδη στην συγκρότηση των δικών του μιούζικαλ (εντάξει, δεν ήταν μόνον αυτό, αλλά και αυτό αποτέλεσε κύρια επιρροή). Και δεν λέμε μόνον για τις χορογραφίες του Herbert Ross, που θα τις αναγνωρίζαμε λίγο αργότερα και στις ελληνικές ανάλογες ταινίες ή για την πρωταγωνιστική νεανική «ελαφρότητα», μα ακόμη και για ολόκληρες σκηνές.
Για παράδειγμα η συνάντηση των τριών κοριτσιών (Χλόη Λιάσκου, Μάρθα Καραγιάννη, Ελένη Προκοπίου) με τους σμηνίτες (Κώστας Βουτσάς, Γιάννης Βογιατζής) μπροστά από το χαλασμένο αυτοκίνητο, στο μιούζικαλ «Ραντεβού στον Αέρα» (1966), θυμίζει έντονα την αντίστοιχη συνάντηση των τριών κοριτσιών, της Mimsie, της Angie και της Sandy, με την παρέα των μηχανικών, του Don, του Cyril, του Steve και του Edwin, από το “Summer Holiday”.
Το σάουντρακ (LP) του “Summer Holiday” δεν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, αλλά κυκλοφόρησαν διάφορα 45άρια από αυτό, όπως τα “Summer holiday / Dancing shoes”, “Foot tapper / Theme for young lovers” (το flip-side ήταν από άλλη ταινία) και “The next time / Bachelor boy”, όλα σε ετικέτα Columbia.
Τέλος, να σημειώσουμε πως το “Summer Holiday”, με τον ελληνικό τίτλο του «Διακοπές στην Ελλάδα», προβλήθηκε ξανά το καλοκαίρι του 2016, στο πλαίσιο της εβδομάδας προβολών «Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι».
Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου