Κάθε φορά που πάω στο νησί, στα τελευταία διόδια πριν από την Πάτρα, πετώντας τα λεφτά στο δίχτυ, συμβαίνει συχνά να σκαλώνει το δίφραγκο. Τις δύο πρώτες φορές μπερδεύτηκα, είχε και ουρά πίσω μου, έβγαλα και έριξα άλλα τόσα.

Την τρίτη φορά πάτησα το κουμπί της βοήθειας. Ήρθε μια υπάλληλος. Σαν συνηθισμένη στη φάση, μου είπε «για να δούμε, μήπως έχει σκαλώσει το νόμισμα;» και ναι, είχε σκαλώσει

Την τέταρτη, το ξεσκάλωσα εγώ. Άλλες φορές, υποψιασμένος, τα έριχνα με μεγαλύτερη ορμή και πέρναγαν μια χαρά.

Και χθες, γυρνώντας από το νησί, στα ίδια διόδια, αλλά από την αντίστροφη κατεύθυνση, πάλι το δίφραγκο σκάλωσε! Μέχρι να γυρίσω στην Αθήνα, είναι απερίγραπτο πόσες υποψίες αφήνιασαν στο μυαλό μου. Κυκλώματα, σπείρες υπαλλήλων κ.λπ. Τριπάκι στην κυριολεξία.

Με έτρωγαν τα δάχτυλά μου να γράψω ένα ποστ στο Facebook και να ταγκάρω τους υπεύθυνους. Έτσι – χωρίς αποδείξεις. Θα ξεθύμαινα, το κοινό θα με λάτρευε, εκατοντάδες θα άφηναν σχόλια με ανάλογες «εμπειρίες» – πάλι χωρίς αποδείξεις. Το κύμα καχυποψίας θα σερνόταν μέρες, σαν δηλητήριο, διασταυρούμενο με άλλα δηλητήρια και ιστορίες συνωμοσίας – ποταμάκια μίσους και ύβρεων, φόβου και επιθετικότητας, που θα χύνονταν στη μεγάλη θάλασσα της άγνοιας, στο αρχιπέλαγος των ψεκασμένων.

Ατιμώρητα.

Πριν αναδυθούν τα social media, το να είσαι ψεκασμένος σε τοποθετούσε στους λούμπεν αυθωρεί. Δεν είχες τα εργαλεία για «διασπορά ψευδών ειδήσεων». Κι ούτε σου έδιναν βήμα οι μεγάλες εφημερίδες για να λες το μακρύ σου και το κοντό σου. Αν, παρ' όλα αυτά, το έλεγες, χωρίς αποδείξεις, θίγοντας αθώους – το πλήρωνες. Και καταρρακωνόταν η αξιοπιστία σου. Εκτός κι αν ήσουν εκ γενετής κάτι εξευτελισμένο, όπως η «Αυριανή» ή ο «Στόχος».

Τώρα, όμως, τα social media αναδύθηκαν. Καταλαμβάνοντας εξαπίνης τους πάντες και τα πάντα. Σαρωτικά. Ασύδοτα. Άπληστα. Εγκληματικά.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, υποκατέστησαν τη δημοσιογραφία με ψιθύρους, την ευθύνη του δημόσιου λόγου με ψευδώνυμες μαχαιριές, το ρεπορτάζ με συνωμοσιολογία και την επιστημονική γνώση με θρασύτατη άγνοια.

Όσο διογκώνεται το φαινόμενο (που το πολιτισμένο κομμάτι της Δύσης παρακολουθεί άναυδο), τόσο δημιουργείται «οικοσύστημα». Τόσο αποχαλινώνεται ο ψεύτης που μένει ασυμμάζευτος και τόσο δοξάζεται από εκείνους που του μοιάζουν, στο ζεστό παχνί του τοίχου του.

Στο τέλος εκλέγει τον Τραμπ και τους ομοίους του. Εκλέγει την ευχάριστη χοντροκοπιά του λαϊκισμού, τη δημαγωγία των έξαλλων tweets· διαλέγει πολιτικούς που του λένε ότι «θα δροσίσει», ενώ λιώνουν οι αρχαίοι πάγοι, και ότι η γριπούλα θα περάσει, ενώ θάβει τον πατέρα του στην εκατόμβη του κορωνοϊού.

Διαλέγει πολιτικούς που καταγγέλλουν τα fake news των media, ενώ οι ίδιοι τα τουιτάρουν με ανευθυνότητα νηπίου· που καταγγέλλουν τα «διεφθαρμένα media», ενώ χρηματοδοτούν τα πλέον αναξιόπιστα εξ αυτών· διαλέγει πολιτικούς της παπάτζας και τους θράσους – καθ' ομοίωσιν του ψηφιακού βάλτου μέσα στον οποίο λάμνει.

ΜΟΙΑΖΕΙ σχεδόν αδύνατο να ξεφύγει ένας μέσος άνθρωπος από αυτόν τον φαύλο κύκλο των social media. Kάθεται μόνος όλη μέρα στην οθόνη, νωθρός αυνάνας του swipe, και γράφει, κλικάρει, χάσκει για ό,τι σκάσει αδιαμόρφωτο στον εγκέφαλό του, σπάργανα ή απολειφάδια μιας νόησης ήδη αναιμικής που πασχίζει να επιπλεύσει ανάμεσα στα αλλεπάλληλα push notifications και τις τρεις τελίτσες που αναβοσβήνουν, ενώ χύνεται ο καφές στο μπρίκι – δεν έστειλε η Μαρία τελικά...

Το ότι αυτός ο μέσος άνθρωπος είναι ένας όμηρος των social media, χρήστης μιας παραδείσιας ψευδαίσθησης με αντάλλαγμα τα διαφημιστικά του data – δεν είναι απλό, ούτε αποκλειστικά δικός του λογαριασμός. Και θα ήταν εύκολη μια δρακόντεια ρύθμιση, εάν τα social media δεν είχαν και μια καλή πλευρά: δίνοντας έδαφος σε ανεκμετάλλευτα ταλέντα, φωνή σε καταπιεσμένους ανθρώπους, φέρνοντας κοντά σκόρπιες οικογένειες, παρηγορώντας ανθρώπους στη μοναξιά τους.

Ουδέν κακόν αμιγές καλού, αλλά έχω την αίσθηση ότι υπερτερεί ο ζόφος. Η Cambridge Analytica. Oι στρατιές των τρολ στις ελληνικές εκλογές του 2015. Οι ψεκασμένοι της κλιματικής αλλαγής, της μάσκας, των εμβολίων, του Μπιλ Γκέιτς και ούτω καθεξής: μια στεντόρεια εκδοχή των σχετικά γραφικών δεισιδαιμονιών τύπου 666, που λόγω της ψηφιακής υπερεκχείλισης κουφαίνει τα πάντα και έχει αλλοιώσει το υποσυνείδητο των ανθρώπων, οι οποίοι ψηλαρμενίζουν αγέρωχοι πέρα από τα σύνορα της λογικής – τα μοναδικά ανθρώπινα πλάσματα που αποκαλούνται χρήστες: αυτοί, και οι χρήστες ναρκωτικών (όπως σωστά επισημαίνεται στο The Social Dilemma του Νetflix).

Οπότε;

Ίσως θα υπήρχε λύση, μια λύση ριζική, θεμελιώδης – εάν δεν την ζητάγαμε από εκείνους που έχουν συμφέρον να μη βρεθεί: τους ίδιους τους τεχνολογικούς κολοσσούς, τους διαφημιζόμενους ή τους πολιτικούς που εν πολλοίς «πατάνε» στον αλγόριθμο του χρήστη για να του σερβίρουν το δόλωμα μιας τέλειας παραίσθησης – μια επιμεριστική «πραγματικότητα» που απλώς δεν υπάρχει.

Η λύση ή θα είναι ριζική, φερμένη από αναπάντεχες πηγές, ή δεν θα υπάρξει. Ρυθμίσεις θα γίνουν (ήδη γίνονται), αλλά δεν αρκούν – αφήνουν το τοπίο «ολίγον έγκυο».

Αλλά, νομίζω, θα πρέπει να επανέλθουμε...

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

 

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.