Ισχύει εδώ και εκατομμύρια χρόνια: από την πρώτη στιγμή που οι πρωτόγονοι οργανισμοί με νοημοσύνη αντίκρισαν τον έναστρο ουρανό, τον αντιμετωπίζουν με την ίδια απορία και το ίδιο δέος απαράλλαχτα – η λέξη «άνθρωπος», άλλωστε, προέρχεται από τη φράση «άνω θρώσκω», κοιτάω ψηλά. Δεν υπάρχει πολιτισμός που μην προσπάθησε να κατανοήσει τη μαγεία του ουρανού, των αστεριών και την απεραντοσύνη του σύμπαντος, επινοώντας συστήματα επιστημονικά και θρησκευτικά, λογικά και παράλογα, για να καταλάβει τι υπάρχει εκεί πάνω, από πού προήλθε, να αναζητήσει και να εξηγήσει τα φωτεινά σημάδια που προκαλούσαν –και εξακολουθούν να προκαλούν– μεταφυσικές ανησυχίες.

 

 

Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την παρατήρηση του νυχτερινού ουρανού είναι ίσως τα πιο ανθρώπινα, περνούν από γενιά σε γενιά και είναι ίδια από τότε που ο πρωτόγονος άνθρωπος αναπαριστούσε σε τοιχογραφίες μέσα σε σπηλιές τη Σελήνη και τα αστέρια, μέχρι σήμερα, που η επιστήμη μας έχει βοηθήσει να έχουμε επίγνωση των πλανητών και του Γαλαξία, κι έχουμε κατορθώσει να ταξιδέψουμε στα αστέρια και πέρα από αυτά. Ωστόσο, κάτι έχει αλλάξει. Κάποτε ο άνθρωπος γνώριζε λίγα, αλλά είχε πραγματική εικόνα του ουρανού. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια μπορούσε να παρατηρήσει χιλιάδες αστέρια, να γίνει μέρος της απεραντοσύνης απλώς ξαπλώνοντας κάτω από τον νυχτερινό ουρανό, μπορούσε να προσανατολιστεί από τη θέση των αστεριών, γνώριζε τον Γαλαξία, τα νεφελώματα, τα σχήματα που δημιουργούν τα συμπλέγματα των άστρων, του έδιναν έμπνευση για να κάνει τέχνη, να γράψει ποιήματα, τραγούδια. Κυρίως πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση.

 

 

Σήμερα, που όλοι γνωρίζουν καλά την εικόνα του ουρανού από φωτογραφίες και βίντεο, που γίνεται θέμα στις ειδήσεις η ανακάλυψη ενός ακόμα πλανήτη ή οι βροχές από αστέρια και μετεωρίτες, οι άνθρωποι έχουν χάσει τον πραγματικό ουρανό. Έχει εξαφανιστεί σχεδόν από κάθε μεγάλη πόλη, από κάθε αστική περιοχή, ακόμα και από το μεγαλύτερο μέρος των αγροτικών περιοχών – είναι πολύ σπάνιο να δεις σε περιοχή του πολιτισμένου κόσμου τον ίδιο ουρανό που έβλεπαν οι παππούδες μας, ακόμα και αυτόν που βλέπαμε όταν ήμασταν μικροί. «Κάποτε, σε σκοτεινό ουρανό, μπορούσε να διακρίνει κανείς 5.000-6.000 άστρα. Σήμερα, στην πόλη, μπορεί να διακρίνει 50 περίπου, κάντε τη σύγκριση» λέει ο Αριστείδης Βούλγαρης, αστρονόμος και πρόεδρος του Ομίλου Φίλων Αστρονομίας Θεσσαλονίκης. Υπεύθυνη γι' αυτό είναι η κατάσταση που δημιουργεί τη νύχτα το έντονο φως, η οποία είναι πλέον μη αναστρέψιμη, καθιστώντας μη ορατό το μεγαλύτερο μέρος του νυχτερινού ουρανού: πρόκειται για τη φωτορρύπανση. Το 80% της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής δεν μπορεί να έχει πια την εμπειρία της «απόλυτης νύχτας».

 


«Η φωτορρύπανση είναι η άσκοπη διάχυση φωτός στην ατμόσφαιρα», λέει ο κ. Βούλγαρης. «"Καταστρέφει" τον ουρανό, ο οποίος είναι τμήμα της φύσης στην οποία ζούμε, "σβήνοντας" τα αστέρια από το στερέωμα. Η φωτορρύπανση έχει επιπτώσεις στο οικοσύστημα (διώχνει π.χ. τα νυκτόβια πουλιά), αλλά κυρίως στον άνθρωπο: έχει διαπιστωθεί πως δημιουργεί διαταραχές ύπνου, στρες και επηρεάζει το βιολογικό του ρολόι. Όλος ο πλανήτης, όλοι οι οργανισμοί έχουν "κουρδιστεί" εδώ και εκατομμύρια χρόνια βάσει της αέναης εναλλαγής ημέρας και νύχτας: η διαπνοή των φυτών, ο ύπνος των θηλαστικών κ.λπ. Μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, ο άνθρωπος είναι απολύτως υπεύθυνος γι' αυτή την εναλλαγή, "παρενοχλώντας" γι' ακόμα μία φορά την "ηρεμία" του πλανήτη μας».

 


«Εκτός από το ότι μπορεί να το δει κανείς και ποιητικά», λέει ο κ. Γιώργος Παϊσίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Φωτισμού, «από τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων και μετά ο ουρανός είναι εργαλείο, δηλαδή μπορείς να προσανατολιστείς από τη θέση ενός άστρου μια συγκεκριμένη ώρα. Πέρα από αυτό, όπως μιλάμε για ψηφιακό αναλφαβητισμό, μπορούμε να μιλάμε και για αναλφαβητισμό όσον αφορά τη φύση, από τη στιγμή που τα παιδιά στο χωριό ξέρουν ποια είναι η Μικρή και η Μεγάλη Άρκτος, αλλά στην πόλη όχι. Χάνεται η επαφή με τη φύση και απλά πράγματα που ξέρει το παιδί που δεν έχει πρόσβαση στην ποιότητα εκπαίδευσης των αστικών κέντρων, το παιδί της πόλης δεν τα γνωρίζει».

 


Ο τρόμος που γεννάει η σύγχρονη άγνοια ακόμα και για τα πιο συνηθισμένα φαινόμενα της φύσης φαίνεται από τον πανικό που δημιούργησε το 1994 στο Λος Άντζελες η διακοπή ρεύματος λόγω σεισμικής δόνησης, όχι από το ταρακούνημα αλλά επειδή το απόλυτο σκοτάδι έκανε ορατό τον ουρανό με τα αστέρια σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Πολίτες που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τον Γαλαξία και τη γαλακτόχρωμη ζώνη στον ουρανό τηλεφωνούσαν έντρομοι στην Αστυνομία, στην Πυροσβεστική και στα αστεροσκοπεία για να ρωτήσουν τι ήταν αυτό το «περίεργο φαινόμενο» που εμφανίστηκε στον ουρανό και αν ευθύνεται για τη διακοπή. Απλώς έβλεπαν για πρώτη φορά στη ζωή τους τα αστέρια!

 


«Το ότι χάνει ο άνθρωπος τον βιορρυθμό του είναι πολύ σημαντικό, γιατί ως οργανισμός από μια ώρα και μετά πρέπει να μπορεί να λειτουργεί βιορρυθμικά», συνεχίζει ο κ. Παϊσίδης. «Η έκκριση της μελατονίνης ξεκινάει κάπου μετά τις 6 το απόγευμα. Εάν υπάρχει έντονο φως, αυτή η έκκριση ή θα ανασταλεί τελείως ή θα καθυστερήσει και στο τέλος θα φέρει έως και αϋπνία. Γι' αυτό υπάρχουν προγράμματα ενσωματωμένα στα κινητά (nightshift) που σου υπενθυμίζουν τις ώρες του βιορρυθμικού φωτισμού, που σταδιακά μειώνεται. Αν και είναι κάτι αυτονόητο, στην Ελλάδα στατιστικά δεν το χρησιμοποιούν πολλοί. Η μελατονίνη είναι μια ορμόνη που είναι το καλύτερο αντικαρκινικό, γι' αυτό και έδιναν επιδόματα σε αυτούς που δούλευαν νυχτερινές βάρδιες – προφανώς επηρεάζεται δυσμενώς, ο οργανισμός αν δουλεύεις τη νύχτα. Όταν έχεις πάρα πολλά και έντονα φώτα στο οπτικό σου πεδίο, διαταράσσεται ο βιορρυθμός. Μιλάμε για κακή ποιότητα ζωής. Και αυτό είναι άλλη μια σημαντική παράμετρος».

 

 

Το απόλυτο σκοτάδι είναι δύσκολο να το ορίσεις και να το μετρήσεις με ακρίβεια, ωστόσο το 2001 ο ερασιτέχνης αστρονόμος John Bortle επινόησε μια κλίμακα που βοήθησε να γίνει πιο συγκεκριμένος ο τρόπος που μετριέται. Οι ταξινομήσεις του ποικίλλουν, από τον «ουρανό του κέντρου της πόλης» (κατηγορία 9), όπου το μόνο που διακρίνεις είναι το φεγγάρι, κάποια άστρα και κάποια συμπλέγματα άστρων, μέχρι την κατηγορία 1, σε περιοχές όπου ο Γαλαξίας δημιουργεί διάχυτες αντανακλάσεις στο έδαφος. Οι πιο πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής βρίσκονται κάτω από ουρανούς κατηγορίας 6 ή 7, σε νυχτερινά τοπία τόσο φωτισμένα, που μπορείς να βγεις στον δρόμο και να διαβάσεις άνετα τους τίτλους μιας εφημερίδας.

 

 

«Εκτός από τις μετρήσεις που κάνουν ειδικοί, σήμερα μπορούν να γίνουν μετρήσεις από οποιονδήποτε, εύκολα και με τιμές που προσεγγίζουν αυτές ακριβών οργάνων» λέει η κ. Παϊσίδης. «Όπως έχουμε το crowd funding, υπάρχει και το crowd research. Μέσα από το κινητό όλοι μπορούν να μετρήσουν και να στείλουν τα στοιχεία για τον αριθμό των άστρων που μέτρησαν στο τάδε σημείο. Το κινητό έχει κρατήσει τις συντεταγμένες από το σημείο όπου βρίσκεσαι, στέλνεις τις πληροφορίες και με αυτό τον τρόπο φτιάχνεται ένας χάρτης. Τα i-Ρhones έχουν καλό αισθητήρα και με την εφαρμογή dark sky meter μπορείς να μετρήσεις την ποιότητα του σκοτεινού ουρανού. Αν μετρήσεις π.χ. σε ένα νησί την ποιότητα του ουρανού με τα φώτα ενός βενζινάδικου ανοιχτά και μετά ζητήσεις από τον ιδιοκτήτη να τα σβήσει για λίγο και ξανακάνεις τη μέτρηση, θα καταλάβεις τη διαφορά.

 


Το πρόβλημα της φωτορρύπανσης δεν είναι απλώς μεγάλο στην Ελλάδα. Αν παρατηρήσει κανείς τον χάρτη με τις τιμές στο light pollution, καταλαβαίνει ότι έχουμε τα πρωτεία στη φωτορρύπανση στην Ευρώπη, μάλιστα έχουμε διπλή φωτορρύπανση, και ιδιωτική και δημόσια».

 


Η οδός Αθηνάς, ένας από τους πιο έντονα φωτισμένους δρόμους του κόσμου, είναι φωτισμένη τέσσερις φορές περισσότερο από το φυσιολογικό από φανάρια και ιστούς φωτισμού του δήμου, αλλά, εκτός από τον δημόσιο φωτισμό, είναι δέκα φορές περισσότερο φωτισμένη από τους ιδιώτες. «Όλα σχεδόν τα καταστήματα έχουν βγάλει δυο-τρεις προβολείς να φωτίζουν τον πεζοδρόμιο, μιλάμε για πολύ υψηλές εντάσεις» προσθέτει ο κ. Παϊσίδης. «Δεν υπάρχει αξιολόγηση της φωτορρύπανσης από άποψης ενέργειας, δεν γίνονται μετρήσεις, σε άλλες πόλεις του εξωτερικού πετούν συνεχώς πάνω από την πόλη, σαρώνοντάς την. Κι όταν δεν μετράς κάτι και δεν υπάρχουν εκτιμήσεις, δεν ασχολείσαι με αυτό. Οι ανάγκες φωτισμού ενός δρόμου προκύπτουν από στοιχεία, υπάρχουν και πρότυπα γι' αυτό που προσδιορίζονται με κάποια κριτήρια. Όταν αυτές οι απαιτήσεις δεν γίνονται με ομοιογένεια σε όλη τη χώρα και με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αμέσως δημιουργείται πρόβλημα, γιατί άπαξ και ο ένας δρόμος φωτιστεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, πρέπει να φωτιστεί αντίστοιχα και ο διπλανός, για να μη φαίνεται σκοτεινός – ενός κακού μύρια έπονται. Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα της φωτορρύπανσης στην Ελλάδα ξεκινάει από μια αυθαιρεσία στον προσδιορισμό των αναγκών φωτισμού. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει μόνο αν υπήρχε ένας νομοθέτης που θα όριζε μέγιστη ένταση φωτισμού, απαγορεύοντας σε μια εγκατάσταση να λειτουργεί ή να βάζοντας πρόστιμο για την τάδε ένταση».

 


Η φωτορρύπανση είναι ένα σοβαρότατο πρόβλημα που επιδεινώνεται συνεχώς και επειδή η πολιτεία έχει πολύ σημαντικότερα θέματα για να ασχοληθεί από την ποιότητα του ορατού νυχτερινού ουρανού, δεν τη λαμβάνει υπόψη σε κανένα από τα μέτρα που εξαγγέλλει. «Η ποιότητα του νυχτερινού ουρανού θα έπρεπε κανονικά να μας απασχολεί περισσότερο, και λόγω συνέπειας» εξηγεί ο κ Παϊσίδης, «αφού λέμε ότι μας ενδιαφέρει η "πράσινη ανάπτυξη", ο περιορισμός δηλαδή της κατανάλωσης ενέργειας. Όσο φως πηγαίνει στον ουρανό, προφανώς είναι φως που δεν χρειαζόμαστε, γιατί εμείς δεν ζούμε στον ουρανό. Οπότε όλο αυτό το φως εκπέμπεται προς τα πάνω, πάει χαμένο». Η αντικατάσταση των συμβατικών λαμπτήρων φωτισμού με LED έκανε ακόμα χειρότερη την κατάσταση. «Όλοι οι δήμοι έβαλαν LED λαμπτήρες γιατί το φως είναι ένα έργο που φαίνεται άμεσα. Βλέπουν όλοι ότι συμφέρει ενεργειακά (υπάρχει μια εξοικονόμηση ενέργειας της τάξης του 70-80%) και οικονομικά και σου λέει ο άλλος "αφού είναι τόσο φτηνά, γιατί να βάλω λιγότερο φως;". Τι πειράζει αν αυτή η κολόνα δεν χρειάζεται, έτσι κι αλλιώς δεν καίει πολύ ρεύμα.

 


Το ανθρωπογενές νυχτερινό αστικό τοπίο αποτελεί μια χαοτική εικόνα απαρτιζόμενη από πλήθος σχημάτων και εντάσεων που προέρχεται από τη λάμψη φωτεινών πηγών παντός είδους. Οι φωτεινές επιγραφές, ακόμα και ευτελή φώτα, όπως ο σημαντήρας του ταξί ή τα φώτα του ψυγείου του περιπτέρου, αν ιδωθούν συνολικά δημιουργούν μια σύνθεση που οδηγεί στη φωτορρύπανση. Ακόμα και αν υπήρχε κάποιος μαγικός τρόπος ώστε το φως που βλέπουμε στο οπτικό μας πεδίο, άμεσα μπροστά μας, να μη φτάνει στον ουρανό, πάλι θα ήταν εμπόδιο, γιατί θα αποσπούσε την προσοχή μας από τον ουρανό, θα εισηγούνταν μια νέα ιεράρχηση στον τρόπο που θα τρέξει η ματιά μας».

 

Παρόλο που είμαστε πρωταθλητές στην Ευρώπη στη φωτορρύπανση, οι μετεωρολογικές συνθήκες στην Ελλάδα θα μπορούσαν να την κάνουν ελκυστική τουριστικά ως «αστρονομικό προορισμό», μια φράση που προς το παρόν είναι άγνωστη εντός των συνόρων. «Η Ελλάδα υπερέχει μετεωρολογικά, επειδή έχουμε δυνατούς ανέμους οι οποίοι διαλύουν τη μάζα από σωματίδια υγρασίας που υπάρχει στον αέρα. Η υγρασία μπορεί να κουβαλήσει το φως πολύ μακριά, μπορεί να το κάνει να ταξιδέψει μέχρι και 300 χιλιόμετρα. Στην Αθήνα, που είναι πολύ επιβαρημένη με φως, η φωτορρύπανση ταξιδεύει ελάχιστα, επειδή έχουμε πολύ καλές κλιματικές συνθήκες για να έχουμε έναν σκοτεινότερο ουρανό.

 

 

 

Για παράδειγμα, τα φώτα του Λαυρίου δεν φτάνουν στην Κέα, που απέχει μόλις 40-50 χιλιόμετρα, λόγω των μελτεμιών που φυσούν στο νησί, κι αυτό είναι πολύ παράξενο. Και η Ύδρα, που δεν έχει πολύ πληθυσμό έτσι κι αλλιώς, έχει το πλεονέκτημα ότι διά νόμου δεν έχει επιγραφές ούτε αυτοκίνητα, άρα δεν έχει και βενζινάδικα. Τα πρατήρια βενζίνης είναι από τους μεγαλύτερους συντελεστές φωτορρύπανσης, ειδικά στα νησιά. Άρα, είναι η πιο προστατευμένη περιοχή, χωρίς να σημαίνει ότι το εκμεταλλεύεται. Θα μπορούσε να πιάσει την αριστεία πανευρωπαϊκά και να προσελκύσει αστρονομικό τουρισμό, αλλά παράγει φωτορρύπανση – και πάει όλο και χειρότερα. Θα δείτε φανοστάτες οι οποίοι εκπέμπουν φως πολύ έντονο και περισσότερο από όσο χρειάζεται. Στα Δωδεκάνησα, που πιάνουμε το peak σε ηλιοφάνεια πανευρωπαϊκώς ακόμα και τον Νοέμβριο, θα μπορούσε να ευνοηθεί η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου. Ο αστρονομικός τουρισμός θα μπορούσε να τα πάει λίγο καλύτερα τον χειμώνα – δεν μας ενδιαφέρει να τα πάει καλά τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο. Δεν υπάρχει αστρονομικός τουρισμός καθόλου στην Ελλάδα. Στην Ιταλία και στην Ισπανία έχουν πάρα πολύ. Κάνουν και συνέδρια πάνω σε αυτό και εκδρομές, έχουν υποδομές με ξενοδοχεία με τηλεσκόπια, έχουν μέχρι και πρόγραμμα με ημερομηνίες των εκλείψεων και από πού θα φαίνονται καλύτερα, δεν περιμένουν να ανακοινώσει την έκλειψη ο Τύπος δυο μέρες πριν, έχουν στήσει ολόκληρη τουριστική επιχείρηση πάνω σε αυτό το γεγονός. Και στην Ελλάδα υπάρχει αστρονομικό ημερολόγιο, αλλά όχι τέτοιος τουρισμός. Τα νησιά έχουν το εξής καλό: επειδή παρεμβάλλεται η θάλασσα, δηλαδή περιοχή στην οποία ευτυχώς δεν ζουν άνθρωποι, δεν υπάρχει φωτισμός».

 

 

«Η λέξη "φωτορρύπανση" είναι μια λέξη μαρκετίστικη, με την έννοια ότι η Διεθνής Επιτροπή Φωτισμού δεν τη δέχεται και το ίδιο φαινόμενο το ονομάζει "παρασιτικό φωτισμό" (intrusive lighting, φωτισμό που εμποδίζει)» καταλήγει ο κ. Παϊσίδης. «Και είναι λογικό, γιατί πώς γίνεται να πατάς έναν διακόπτη, να κλείνεις τα φώτα και να εξαλείφεται εντός κλάσματος του δευτερολέπτου, σχεδόν ακαριαία, η φωτορρύπανση; Δεν είναι ρύποι, αφού φεύγουν τόσο γρήγορα».

 


«Ζούμε την εποχή της εικόνας και του ήχου» λέει ο κ. Βούλγαρης. «Δυστυχώς, όμως, όχι την εποχή της ωραίας εικόνας και του ωραίου ήχου. Πολλοί λίγοι πια σηκώνουν το κεφάλι πέρα από το ύψος της οθόνης των 17 ιντσών». Και μπορεί να είναι πολύ εύκολο να μην έχουμε φωτορρύπανση, κλείνοντας απλώς έναν διακόπτη. Το ζήτημα είναι κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά για να διορθωθεί η κατάσταση και να μη γνωρίζουν οι επόμενες γενιές την πραγματική εικόνα του νυχτερινού ουρανού μόνο από φωτογραφίες.

 

 

Info

Το Rethink the Night είναι η μοναδική στην Ελλάδα περίπτωση όπου άνθρωποι κάθε εθνικότητας ασχολούνται πραγματικά με τον φωτισμό, ένα διεθνές σεμινάριο πειραματικού φωτισμού που διοργανώνεται κάθε χρόνο στην Κέα και υποστηρίζεται από πολύ σημαντικούς ακαδημαϊκούς φορείς, ελληνικούς και του εξωτερικού. Συμμετέχουν άνθρωποι που έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν πειραματικές τεχνικές φωτισμού με στόχο να πετύχουν κάτι πολύ σπουδαιότερο, με πολύ χαμηλότερες εντάσεις. Δίνεται έμφαση στην ποιότητα του φωτισμού και στη νυχτόφιλη προσέγγιση για να να δείξουν όχι πώς εξοικονομείται ενέργεια αλλά πώς μπορεί το φως να βελτιώσει την ποιότητα ζωής.

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου