Είναι αδύνατο να πετύχεις βίντεο της Shy Girl και να μην μπεις στον πειρασμό να το παρακολουθήσεις. Και η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν σε ενοχλεί η επιτηδευμένη προκλητικότητά της (ακόμα και όταν παίζει με κάτι τρυφερό και αθώο, όπως το κουνελάκι στο πρόσφατο «BDE»), είναι δύσκολο να ξεκολλήσεις τα μάτια από την οθόνη του PC ή του κινητού σου.
Η Shy Girl τα έχει όλα σε υπερθετικό βαθμό: sex appeal, βρόμικους στίχους (στα όρια της πορνογραφίας), εκκεντρικό styling, μια αισθητική εντελώς δική της και εμφάνιση που μαγνητίζει. Δεν την επέλεξε τυχαία ο οίκος Burberry ως βασικό πρόσωπο της καμπάνιας του (στη βιντεογραφημένη μορφή του EP της «Blu», που κυκλοφόρησε πριν από δύο μήνες, είναι ντυμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με ρούχα και αξεσουάρ τους). Επίσης, έντυσε με τη μουσική της τις πασαρέλες του Mugler και στα είκοσι οκτώ της θεωρείται ήδη fashion icon, παρόλο που έχει σταματήσει εδώ και καιρό το μόντελινγκ.
Στο πρώτο της εξώφυλλο στο χειμωνιάτικο τεύχος του «Dazed» έχει εκτυφλωτικά πορτοκαλί μαλλιά και φοράει ένα φουτουριστικό μπέιμπι ντολ Balenciaga με μπότες του Τέλφαρ Κλέμενς, ενώ τα περισσότερα ρούχα της είναι ραμμένα από καταξιωμένους σχεδιαστές αποκλειστικά γι’ αυτή.
Η επιλογή του εξωφύλλου του «Dazed» ήταν έκπληξη μόνο για όσους δεν είχαν παρακολουθήσει την πορεία της. Το πληθωρικό κορίτσι με το τσαγανό της ράπερ, αλλά με ήχο που παραπέμπει σε ντίσκο κλαμπ (hi-NRG και eurodance των ’90s από κορυφαίους hyperpop παραγωγούς του σήμερα, όπως ο Sega Bodega, o Karma Kid ή η πρόωρα χαμένη SOPHIE), ξεχώρισε από τη πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε με το «Nasty», πριν από δύο χρόνια.
Το τραγούδι, σε παραγωγή του Sega Bodega, ήταν αρκετά πικάντικο (κάποια στα σχόλια γράφει «ακούω ότι τη λένε “ντροπαλή” και αναρωτιέμαι γιατί»), όπως και το βίντεο που το συνοδεύει, το οποίο θεωρείται από το YouTube ως «ακατάλληλο για ανηλίκους»,
Από τότε η Shy Girl έχει μια πορεία ανοδική, εντυπωσιακή, παρότι δεν έγινε ποτέ όνομα πρώτου μεγέθους, με την έννοια ότι δεν έχει ούτε μία επιτυχία στα τσαρτ (κι αυτό γιατί το ραδιόφωνο είναι πολύ δύσκολο να παίξει ένα κομμάτι που το ρεφρέν του λέει «beat the pussy right» κι έχει τίτλο… «Βig Dick Energy»).
Ωστόσο, τα αρκετά προβοκατόρικα singles και τα δύο EP της, όπως και η γενική στάση της και ακόμα περισσότερο οι απόψεις της, που έρχονται ως απάντηση σε μια συντηρητική βιομηχανία που οδηγεί τη μουσική στα δύο άκρα, ή στην απόλυτη βαρεμάρα ή στη φτηνή χυδαιότητα, έχουν κάνει τη Shy Girl media darling, τουλάχιστον σε αυτά που ασχολούνται με τις νέες τάσεις.
Τη χρονιά που διανύουμε η Shy Girl έχει τα περισσότερα εξώφυλλα σε περιοδικά από κάθε άλλη Βρετανή τραγουδίστρια ‒ στην αρχή του 2021 έγινε εξώφυλλο στο «Jealous Mag» και πρόσφατα στο εξώφυλλο του «Clash» και του «032c» ταυτόχρονα. «Θα τα στείλω στη μαμά μου», έγραψε αρκετά περιπαιχτικά στο Twitter (ο αυτοσαρκασμός είναι κάτι που τη χαρακτηρίζει από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε).
Πριν από έναν μήνα, στην πιο θερμή περίοδο του φετινού καλοκαιριού, κυκλοφόρησε ένα κομμάτι από το EP της «Blu», το «BDE» (Big Dick Energy), με τη συμμετοχή του ράπερ Slowthai, στο οποίο τραγουδάει με μεγάλη δόση «αθόρυβης αυτοπεποίθησης», όπως η ίδια τη χαρακτηρίζει: «Read my lips, I need a big dick boy / Ain’t nobody slanging it right, that’s why / Oh, I’m so damn unsatisfied / Booty go bounce from the day to night», ραπάροντας αυθάδικα στο ρεφρέν: «Beat the pussy right / Beat the, beat the pussy right». Το «BDE» ήταν από τα τραγούδια που επέλεξε η συντακτική ομάδα της «Guardian» ως «ένα από αυτά που θα σημαδεύσουν το φετινό καλοκαίρι», χαρακτηρίζοντάς το «έναν αληθινό ύμνο των σύγχρονων πάρτι».
Η εικόνα της αυταρχικής περσόνας που κυριαρχεί στα βίντεό της και της γυναίκας που κάνει τραγούδι τη σεξουαλική της ικανοποίηση (έχεις την αίσθηση ότι τραγουδάει μόνο για το μ…ί της) δεν έχει σχέση με τον πραγματικό χαρακτήρα της και την ευγενική, χαρούμενη κοπέλα που είναι στην καθημερινή της ζωή. «Το ήθος της είναι πιο φιλοσοφημένο από αυτό που αφήνουν να εννοηθούν οι προκλητικοί στίχοι της» γράφει η Christine Ochefu στην «Guardian».
Η ίδια η Shy Girl εξηγεί ότι τίποτα δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται. Είναι μία από τις βασικές εκπροσώπους του σεξουαλικά φιλελεύθερου φεμινισμού σήμερα και τονίζει ότι η σεξουαλική ελευθερία είναι απαραίτητο συστατικό της ελευθερίας των γυναικών. «Ο σκοπός μου δεν είναι να πω ότι μου αρέσει το σεξ αλλά να διαδώσω τη δυναμική της εξουσίας και να τη διαταράξω», λέει. «Μιλάω για την αγανάκτηση που σου προκαλεί. Σε πολλούς από τους στίχους μου αλλάζω εντελώς τα περιστατικά και βάζω τον εαυτό μου στη θέση του επιτιθέμενου ή του χειριστή, όταν στην πραγματικότητα εγώ είμαι που έχω υποφέρει».
Το πραγματικό όνομα της Shy Girl είναι Blaine Muise. Γεννήθηκε στο νότιο Λονδίνο και ως παιδί άλλαζε συνεχώς σπίτια γιατί οι γονείς της μετακινούνταν από το ένα μέρος στο άλλο. Ο παππούς της ήταν μπασίστας στους Aces, το συγκρότημα που συνόδευε τον τραγουδιστή της ρέγκε Desmond Decker, και είχε επαφή με τη μουσική από πολύ μικρή. Όταν ήταν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου ο πατέρας της τής έφερνε κάθε βράδυ και κάποιο CD από το κλαμπ όπου δούλευε τις νύχτες, έτσι τη σύστησε στον πλούτο της ποπ, από τις πειραματικές ελεγείες της Björk μέχρι τον Craig David.
Αυτό που την καθόρισε καλλιτεχνικά, όμως, ήταν μια επίσκεψη στην Tate Modern στα δεκατρία της, όταν είδε τη μινιμαλιστική εγκατάσταση του Carl Andre «Equivalent VII», με λευκά τούβλα τοποθετημένα σε στοίβες στο πάτωμα. «Με ενέπνευσε πάρα πολύ», λέει, «όλοι περπατούσαν ανάμεσα σε αυτά τα τούβλα και τα θαύμαζαν κι εγώ σκεφτόμουν “είναι απλώς μερικά τούβλα!”. Σκεφτόμουν ότι θα ήθελα κι εγώ να κάνω το ίδιο, να κάνω τους ανθρώπους να σκέφτονται διάφορα για μένα επειδή έβαλα μερικές παπαριές στη σειρά».
Μόλις τελείωσε το σχολείο πήγε να σπουδάσει φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, αλλά επέστρεφε κάθε Σαββατοκύριακο στο Λονδίνο για να μη χάνει τα πάρτι με φίλους της. Ξεκίνησε να δουλεύει ως μοντέλο, αλλά στα είκοσι τρία της αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας μουσικός, ξεκινώντας τη συνεργασία με τους φίλους που έκανε συχνάζοντας στα κλαμπ του Λονδίνου και κάνοντας την DJ σε queer κλαμπ όπως το PDA.
Αυτοπροσδιορίζεται ως queer ‒«θα έκλεβα το κορίτσι σου, όχι μόνο τον άντρα σου», τουίταρε πέρσι‒ και θεωρεί ότι οι queer κοινότητες της έδωσαν τη δύναμη να βγει μπροστά και να μιλήσει για το σεξ ως γυναίκα. «Θέλω να ανταποδώσω όσα χρωστάω σε αυτούς τους ανθρώπους με τη μουσική μου», λέει, «και ακόμα πιο πολύ στους trans θαυμαστές μου. Το να είσαι trans είναι κάτι πολύ δύσκολο, ακόμα και μέσα στην queer κοινότητα. Έχω πολλούς trans φίλους που τους έχουν απορρίψει οι βιολογικές οικογένειές τους και έχουν βρει καινούργια οικογένεια σ’ εμάς. Είμαι πολύ προστατευτική απέναντί τους».
Ο ειλικρινής λυρισμός της δεν έχει σκοπό να σκανδαλίσει απλώς, θέλει να στρέψει την προσοχή του κόσμου στα στερεότυπα που ταλαιπωρούν ακόμα μεγάλο μέρος της κοινωνίας και στη σεξουαλική αντικειμενοποίηση. «Με αντιμετωπίζουν ως αντικείμενο του σεξ από τα δώδεκά μου», εξηγεί, «κάνοντας αυτήν τη μουσική προσπαθώ να βρω ένα άνετο μέρος για να σταθώ μέσα σε αυτόν τον χώρο. Δεν θέλω να κρυφτώ από τον τρόπο που με αντιλαμβάνονται οι άλλοι, το έχω αποδεχτεί και προσπαθώ να γράψω το story μου με τον δικό μου τρόπο».
H Shy Girl δεν είναι απλώς μια queer γυναίκα, είναι μια μαύρη queer γυναίκα και αυτό το τονίζει με κάθε ευκαιρία. «Οι άνθρωποι βρίσκουν καθημερινά έναν καινούργιο τρόπο να σε χαρακτηρίζουν, ακόμα πιο σκληρό», λέει. «Για παράδειγμα, η λέξη “misogynoir” (ένας συνδυασμός σεξισμού και ρατσισμού ενάντια στις μαύρες γυναίκες) δείχνει πώς εκλαμβάνουν ακόμα τις μαύρες γυναίκες και πώς τα στερεότυπα δεν μας αφήνουν να είμαστε ισότιμα μέλη του ευρύτερου κόσμου. Πώς θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από αυτές τις εμπειρίες, αν δεν μιλήσουμε γι’ αυτές; Αν ταιριάξεις στη θέση για την οποία σε προορίζουν, τότε τους δίνεις αυτό που θέλουν. Θα προτιμούσα να κάνω κάτι απρόσμενο».
Δεν είναι όλα τα κομμάτια της Shy Girl προκλητικά και ακραία χορευτικά. Η δεύτερη συνεργασία της με την Arca είναι ανατριχιαστική, ένα κομμάτι με τον τίτλο «Άνευ όρων» («Unconditional») που έφτιαξαν τον Ιούνιο του 2020 για να στηρίξουν οικονομικά το Black Lives Matter και το Inquest UK (τα θύματα της κρατικής βίας).
Παρότι κινείται σε έναν κόσμο λαμπερό και φαινομενικά εύκολο, η Shy Girl δεν ανήκει πραγματικά στη mainstream βιομηχανία. «Νομίζω ότι η εικόνα που έχω για το τι είναι πραγματικά η βιομηχανία δεν είναι πολύ ευρεία, γιατί ζω στον δικό μου κόσμο», λέει. «Μόλις τώρα άρχισα να ασχολούμαι με τις εμπειρίες άλλων ανθρώπων ή πιο mainstream εμπειρίες, αλλά μπορώ λίγο-πολύ να υπάρχω ξεχωριστά απ’ όλα αυτά. Δουλεύω με αυτούς που ξέρω, προέρχομαι από μια πολύ δημιουργική κοινότητα, δεν ασχολούμαι και πολύ με την καθημερινή ρουτίνα της βιομηχανίας.
Μέχρι πρόσφατα ήμουν στον χώρο της μόδας, έτσι έχω συνηθίσει να δουλεύω με ανθρώπους αρκετά επιφανειακούς. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να επηρεάζω αυτούς με τους οποίους δουλεύω και να αλλάζω όσο μπορώ τον τρόπο που σκέφτονται. Σίγουρα συναντώ ακόμα μισογυνισμό και ρατσισμό σχεδόν σε κάθε πρότζεκτ που κάνω. Είναι ωραίο να είσαι η βιτρίνα της διαφορετικότητας, αλλά τίποτα συστημικό δεν είναι αρκετά ποικιλόμορφο και δεν προσφέρει αρκετή υποστήριξη στους ανθρώπους που εκμεταλλεύεται.
Στην ουσία πρόκειται για προσχηματική υποστήριξη μειονοτήτων, θέλουν να μοιάζουν όλα καλά στην επιφάνεια, αλλά να μη φτάνουν στον πυρήνα των πραγμάτων. Δεν αλλάζει και πολύ αυτό στα φεστιβάλ: κλείνουν ένα ποικιλόμορφο line-up, αλλά δεν έχουν τις υποδομές να ασχοληθούν με τα θέματα που προκύπτουν από αυτό. Ο DJ μου είναι γκέι, είμαστε και οι δύο queer και έχουμε πάει σε συναυλίες όπου οι άνθρωποι ήταν ομοφοβικοί και οι promoters ήταν ανίκανοι να κάνουν κάτι για να μας στηρίξουν».
Τα κομμάτια της Shy Girl για αρκετό κόσμο είναι βρόμικα. Για κάποιους ίσως είναι και αισχρά ‒ περιγράφει λεπτομερώς τη σεξουαλική πράξη και τους αναλώσιμους συντρόφους, αναφέρεται στο σεξ περισσότερο ως χαώδες άθλημα, με σκοπό να ταρακουνήσει τον ακροατή. Δεν κάνει, όμως, τίποτα τυχαία. «Μου αρέσει πολύ όταν η τέχνη με κάνει να νιώθω άβολα», λέει, «επειδή πρέπει να αναρωτηθώ από πού προέρχεται αυτή η αμηχανία. Πώς μπορεί κάτι να επηρεάσει με αυτόν τον τρόπο την ισορροπία μου; Θέλω να επηρεάζω κι εγώ την ισορροπία των άλλων ανθρώπων».
Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου