Την παράσταση κλέβουν τα δύο είδη παπαγάλου που φωλιάζουν ελεύθερα, ο Πράσινος και ο Γκριζοπρόσωπος. Ο δεύτερος εμφανίζεται πολύ συχνά να ψάχνει τροφή στο γρασίδι, μαζί με καρακάξες αλλά και τσαλαπετεινούς. Στις πιο σκιερές θέσεις αναζητούν σκουλήκια και σαλιγκάρια οι κότσυφες και οι κοκκινολαίμηδες. Οι καλόγεροι και οι γαλαζοπαπαδίτσες πηδούν από κλαδί σε κλαδί, αναζητώντας έντομα, ενώ πού και πού ακούγεται το «γρατζουνιστό» τραγούδι της ωχροστριτσίδας.

 

Σε κάποιο κλαδί μπορεί να κάθεται και ο σταχτομυγοχάφτης, περιμένοντας κάποιο ιπτάμενο έντομο να πλησιάσει για να εφορμήσει. Ψηλά στον ουρανό πετούν σταχτάρες και χελιδόνια, ενώ, όταν εμφανιστεί κάποιο ξεφτέρι ή πετρίτης, οι κίσσες ξεσηκώνουν τα άλλα πουλιά με τις φωνές τους. Οι δεκαοχτούρες και τα σπιτοσπούργιτα είναι συνήθως κοντά σε ανθρώπους, αναζητώντας ψίχουλα στο έδαφος.

 

Η περιγραφή αυτή δεν έχει να κάνει με την παρατήρηση πουλιών σε κάποιο χωριό, βουνό ή δάσος της χώρας μας αλλά στον Εθνικό Κήπο, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Παρά τη αντίληψη που έχουμε οι περισσότεροι ότι η πανίδα της πρωτεύουσας περιορίζεται σε γάτες, σκύλους και περιστέρια, οι παρατηρήσεις του Λευτέρη Σταύρακα, ενός ενθουσιώδους παρατηρητή πουλιών για περισσότερο από 20 χρόνια και μέλους της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας από το 1997, επιβεβαιώνουν ότι, αν και οι κάτοικοί της τα αγνοούν, πάρα πολλά είδη άγριων πουλιών καταφέρνουν να επιβιώσουν στις «οάσεις» της Αθήνας.

 

Κατά τα λεγόμενα του κ. Σταύρακα, 150 είδη πουλιών παρατηρούνται στο κέντρο. Στον Λυκαβηττό έχουν καταγραφεί γύρω στα 90, στον Εθνικό Κήπο γύρω στα 80, ενώ στον λόφο του Φιλοπάππου και της Ακρόπολης καταγράφονται πάνω από 100. Εντός του Λεκανοπεδίου έχουν καταγραφεί σχεδόν 250 διαφορετικά είδη, ενώ σε ολόκληρη την Αττική η καταγραφή αγγίζει τα 320. Αν σκεφτεί κανείς ότι στην Ελλάδα συνολικά έχουν καταγραφεί σχεδόν 460 είδη, ο αριθμός για την Αθήνα είναι εντυπωσιακός.

 

Εννοείται ότι τα περισσότερα καταγράφονται σε ανοιχτούς χώρους πρασίνου (όπως τα άλση, οι κήποι και οι λόφοι της πόλης αλλά και τα Τουρκοβούνια), ενώ πολύ σημαντικές περιοχές είναι και τα πολύπαθα ρέματα της πόλης, τουλάχιστον όσα έχουν διατηρήσει τμήματα φυσικής κοίτης και δεν έχουν τσιμεντωθεί ή διευθετηθεί πλήρως με σαραζανέτια (αντιπλημμυρικά πλέγματα). Στα είδη του Λεκανοπεδίου περιλαμβάνονται και αυτά που καταγράφονται στο Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης «Αντώνης Τρίτσης», το οποίο είναι μια κατηγορία από μόνο του, καθώς αποτελεί μωσαϊκό βιοτόπων που περιλαμβάνει λίμνες αλλά και δασική και αγροτική έκταση.

 

Ο κ. Σταύρακας, αν και μηχανικός βιοϊατρικής τεχνολογίας στο επάγγελμα, ξεκίνησε να ασχολείται με την παρατήρηση των πουλιών κατά τύχη. «Ενώ από μικρός μού άρεσε η φύση γενικά, ποτέ δεν είχα σκεφτεί να ασχοληθώ με την παρατήρηση πουλιών, ώσπου μια μέρα, εκεί που χάζευα βιβλία στον "Ελευθερουδάκη", έπιασα στα χέρια μου έναν οδηγό πεδίου για τα πουλιά της Ευρώπης. Εντυπωσιάστηκα από την ποικιλία των ειδών και έτσι απλά αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτά.

 

Το πλεονέκτημα των πουλιών σε σχέση με άλλα είδη πανίδας της Ελλάδας είναι ότι ακούγονται πολύ συχνά και παρατηρούνται πολύ πιο εύκολα σε σχέση με τα θηλαστικά, για παράδειγμα, μια και τα περισσότερα κινούνται τη νύχτα, εξαιτίας της ανθρώπινης παρουσίας» λέει ο ίδιος, ο οποίος έκτοτε έχει συμμετάσχει σε ένα σωρό προγράμματα παρακολούθησης ορνιθοπανίδας και ευαισθητοποίησης του κοινού σε θέματα προστασίας των πουλιών.


Το να μαθαίνει κανείς να ξεχωρίζει τα διαφορετικά είδη πουλιών χρειάζεται αρκετό διάβασμα και καθημερινή εξάσκηση. «Ξεκινάς με περιοχές όπου τα είδη είναι σχετικά λίγα και "εύκολα". Ένα άλσος στην Αθήνα είναι ιδανικό μέρος για να ξεκινήσει κανείς να αναγνωρίζει τα πουλιά. Σιγά-σιγά, μαθαίνοντας τα κοινά είδη, προχωράς σε επόμενο επίπεδο με επισκέψεις σε δάση, υγρότοπους και άλλους βιότοπους στην ύπαιθρο. Η διαδικασία της εκμάθησης των ειδών δεν σταματά ποτέ, πάντα χρειάζεται ένα φρεσκάρισμα στις γνώσεις, ειδικά για είδη που δεν είναι πολύ κοινά στην Ελλάδα» εξηγεί ο κ. Σταύρακας, που φυσικά μπορεί πλέον να τα ξεχωρίζει και από το κελάηδισμά τους.

 

Υποστηρίζει ότι η αναγνώριση των διαφορετικών ήχων είναι εξίσου σημαντική με την οπτική αναγνώριση, καθώς πολύ συχνά επισκεπτόμαστε ένα άλσος όπου ακούγονται δεκάδες διαφορετικά είδη, αλλά κανένα δεν εμφανίζεται σε κοινή θέα. Με εξάσκηση μπορεί κανείς να ξεχωρίσει όχι μόνο το είδος αλλά και πολλές άλλες πληροφορίες (π.χ. αν το πουλί είναι ενήλικο ή νεαρό, αν είναι αρσενικό που κελαηδά για να προσελκύσει το ταίρι του, αν προειδοποιεί για θηρευτή και πολλά άλλα).

 

«Όπως οι μουσικοί μπορούν να ξεχωρίσουν τις νότες σε ένα τραγούδι, έτσι και οι έμπειροι παρατηρητές μπορούν να πάνε σε μια περιοχή και να αναγνωρίσουν σχεδόν όλα τα πουλιά με κλειστά τα μάτια» λέει.


Μέσα στην καραντίνα, πάντως, όλοι στρέψαμε το βλέμμα μας προς τα δέντρα και τον ουρανό της πόλης, ακούγοντας τους ήχους των πουλιών, που, λόγω της έλλειψης θορύβου, ακούγονταν πιο δυνατοί. Και μερικοί από εμάς παρατηρήσαμε, ίσως για πρώτη φορά, πόσα διαφορετικά είδη πουλιών ζουν ανάμεσά μας.


«Αυτό που συνέβη στον υπόλοιπο κόσμο είναι κάτι που για τους παρατηρητές πουλιών είναι καθημερινή ρουτίνα: να απολαμβάνουν τους ήχους των πουλιών, όπου και αν βρίσκονται. Απλώς, με την καραντίνα οι ανθρωπογενείς θόρυβοι ελαχιστοποιήθηκαν, γι' αυτό και ήταν πολύ πιο εύκολο για όλους να ακούσουν τους φτερωτούς γείτονες που αγνοούσαν όλα αυτά τα χρόνια. Το διαφορετικό που παρατήρησα ήταν ότι λόγω της καραντίνας τα πουλιά στα άλση ήταν πιο ήρεμα και απολάμβαναν την απουσία του ανθρώπου, κυκλοφορώντας με περισσότερη άνεση» επισημαίνει ο κ. Σταύρακας.

 

Πάντως, «μόνιμοι κάτοικοι» της πόλης, δηλαδή είδη πουλιών που παραμένουν όλο τον χρόνο και αναπαράγονται εντός του Λεκανοπεδίου, είναι γύρω στα 50. Χαρακτηριστικά είδη είναι ο κότσυφας, ο καλόγερος, ο κοκκινολαίμης (παρότι τον βλέπουμε πολύ πιο εύκολα τον χειμώνα, υπάρχουν αρκετά ζευγάρια που φωλιάζουν σε άλση και πάρκα), η καρακάξα και η κίσσα, η καρδερίνα και ο φλώρος, ενώ υπάρχουν και αρπακτικά, όπως το ξεφτέρι, ο πετρίτης και το βραχοκιρκίνεζο, η κουκουβάγια και ο γκιώνης. Τέλος, έχουμε και τρία διαφορετικά είδη παπαγάλων (Πράσινος, Γκριζοπρόσωπος και Αλεξανδρινός), τα οποία δεν ήρθαν μόνα τους αλλά δημιούργησαν πληθυσμούς μετά από τυχαίες ή ηθελημένες απελευθερώσεις ατόμων.

 

Τα πουλιά-επισκέπτες είναι γύρω στα 200 είδη και ανήκουν στις εξής κατηγορίες: καλοκαιρινοί επισκέπτες, χειμερινοί επισκέπτες και επισκέπτες κατά τη μεταναστευτική περίοδο (άνοιξη και/ή φθινόπωρο). Χαρακτηριστικά είδη είναι όλα τα χελιδόνια και οι σταχτάρες (που κάποιοι αποκαλούν πετροχελίδονα, αλλά δεν έχουν συγγένεια με τα χελιδόνια), ο τσαλαπετεινός, η τσίχλα, το αηδόνι, ο καρβουνιάρης, ο δεντροφυλλοσκόπος και διάφορα είδη μυγοχάφτη.

 

Τα πιο «εύκολα» είδη πουλιών που μπορεί κανείς να παρατηρήσει στην πόλη είναι το σπιτοσπούργιτο, ο κότσυφας, η καρακάξα αλλά και οι σταχτάρες το καλοκαίρι (έχουμε τρία διαφορετικά είδη, την Κοινή Σταχτάρα, την Ωχροσταχτάρα και τη Βουνοσταχτάρα), αν κοιτάξει τον ουρανό.

 

Όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο, το αστικό περιβάλλον της Αθήνας, μιας πόλης τόσο πυκνοκατοικημένης, με λιγοστό πράσινο και πολλή φασαρία, διαθέτει αρκετά φιλόξενα μέρη για είδη πουλιών.

 

«Τα πουλιά είναι αρκετά προσαρμοστικά και η ικανότητα να πετούν τα βοηθά να ζουν και σε περιοχές που δεν ενδείκνυνται για άλλες ομάδες, π.χ. θηλαστικά και ερπετά. Τα άλση και τα πάρκα της πόλης λειτουργούν ως νησίδες βιοποικιλότητας. Για παράδειγμα, τον χειμώνα χιλιάδες λευκοσουσουράδες χρησιμοποιούν τα μεγάλα δέντρα γύρω από το ιστορικό κέντρο της Αθήνας για να κουρνιάσουν το βράδυ και την ημέρα διασκορπίζονται σε όλο το Λεκανοπέδιο προς εύρεση τροφής.

 

Το ίδιο συμβαίνει και με τα ψαρόνια, που μπορεί να τρέφονται στους ελαιώνες των Μεσογείων, αλλά προτιμούν τη ζεστασιά της πόλης τον χειμώνα. Μέσα σε ένα μικρό άλσος μπορούν να περάσουν ολόκληρη τη ζωή τους είδη όπως ο καλόγερος και ο μαυροτσιροβάκος, ο τελευταίος μάλιστα χωρίς να γίνει ποτέ αντιληπτός από τον κόσμο, καθώς κρύβεται συνέχεια στην πυκνή βλάστηση. Το ίδιο ισχύει και για τα ρέματα αλλά και για τα βράχια ορισμένων εκ των λόφων της Αθήνας» λέει ο κ. Σταύρακας.

 

Όσο κι αν με μια πρώτη ματιά το αστικό περιβάλλον φαντάζει εχθρικό για την άγρια ζωή, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο θα πρέπει να έχουμε στον νου μας ότι τα πουλιά προϋπήρχαν των ανθρώπων και τα είδη που βλέπουμε τώρα είναι αυτά που κατάφεραν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που επιβάλαμε. «Κάποια ωφελήθηκαν από εμάς, όπως οι καρακάξες και οι δεκαοχτούρες, κάποια άλλα αγωνίζονται να επιβιώσουν και ίσως κάποια στιγμή εξαφανιστούν από την πόλη, π.χ. το σιρλοτσίχλονο, που το βρίσκουμε συνήθως σε αγροτικά οικοσυστήματα και στην Αθήνα επιβιώνει σε λίγα πάρκα. Όλα έχουν επηρεαστεί σε έναν βαθμό και η κατάσταση αυτή είναι δυναμική, κοινώς "τα πάντα ρει"».

 

Στην Αθήνα υπάρχουν και κάποια είδη που είναι σπάνια για μια τόσο μεγάλη πόλη. Ένα τέτοιο είδος είναι ο χουχουριστής, ένα νυχτόβιο αρπακτικό που μπορούμε να δούμε (αν είμαστε τυχεροί) ακόμα και στον Εθνικό Κήπο. Ένας σπάνιος (για την πόλη) καλοκαιρινός επισκέπτης είναι και ο κισσόκουκος, παρασιτικό είδος που αφήνει τα αυγά του σε φωλιές καρακάξας και επειδή ο πληθυσμός της έχει αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί και η εξάπλωση του κισσόκουκου. Παρατηρείται κυρίως σε προάστια της Αθήνας (π.χ. Ηλιούπολη, Ίλιον), όπου υπάρχουν περισσότερες ανοιχτές εκτάσεις.

 

«Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε και ένα άλλο είδος που φωλιάζει στην κορυφή του Υμηττού, σε απόσταση αναπνοής από την Αθήνα δηλαδή, και μπορεί να μην ανήκει στα αυστηρώς αστικά είδη, αλλά είναι ένα πραγματικά σπάνιο πουλί που σε ευρωπαϊκό επίπεδο φωλιάζει μόνο στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον αιγαιοτσιροβάκο, έναν καλοκαιρινό επισκέπτη που αποτελεί πόλο έλξης για παρατηρητές πουλιών απ' όλο τον κόσμο».

 

Αν και πλέον υπάρχουν πολλοί Αθηναίοι που κάνουν παρατήρηση πουλιών και ακόμα περισσότεροι είναι εκείνοι που φωτογραφίζουν πουλιά, καθώς η απόκτηση μιας ψηφιακής φωτογραφικής με τηλεφακό είναι πια πολύ εύκολη, προφανώς δεν μπορούν να συγκριθούν αριθμητικά με κατοίκους άλλων χωρών, όπως η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ. Ωστόσο, η τάση είναι σαφώς αυξητική. «Τη δεκαετία του '90 ήμασταν μετρημένοι στα δάχτυλα, τώρα είναι σίγουρα κάποιες εκατοντάδες και θα αυξηθούν κι άλλο στο μέλλον» λέει ο κ. Σταύρακας, ο οποίος την τελευταία πενταετία έχει δημιουργήσει το Birding in Athens, μια κλειστού τύπου ομάδα στο Facebook που καταγράφει συστηματικά τα είδη των πουλιών που συναντά κανείς στην πόλη μας.

 

«Η ομάδα Birding in Athens δημιουργήθηκε με σκοπό τη γνωριμία του κόσμου με τα πουλιά που παρατηρούνται στην Αθήνα και στην Αττική γενικότερα. Οι φωτογραφίες, τουλάχιστον αυτές που αναρτώ εγώ, συνοδεύονται από κείμενο που εξηγεί ορισμένα πράγματα για τη βιολογία ή την εξάπλωση του εκάστοτε είδους. Συχνά η ομάδα λειτουργεί και ως σύστημα ενημέρωσης για κάποια ενδιαφέρουσα παρατήρηση.

 

Αρκετές φορές, στη θέα ενός πουλιού που δεν γνωρίζουμε σκεφτόμαστε ότι δεν μπορεί να υπάρχει αυτό το πουλί εδώ στην περιοχή, ότι κάποιος το έφερε και αρχίζουμε τις θεωρίες συνωμοσίας για τους "οικολόγους" που αφήνουν φίδια, λύκους, δεινόσαυρους κ.λπ. Μέσω ομάδων σαν το Birding in Athens αλλά και άλλων στο FB, όσοι έχουμε εμπειρία προσπαθούμε να θέσουμε τα πράγματα στη σωστή τους βάση» εξηγεί ο κ. Σταύρακας.

 

Αν και το λεγόμενο birdwatching αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει διοργάνωση κάποιας εκδρομής μέσω της ομάδας. «Άτυπα μπορεί να γίνουν κοινές εξορμήσεις εντός της πόλης όταν εμφανιστεί κάποιο σπάνιο είδος πουλιού, όπως φέτος τον χειμώνα στο ρέμα της Πικροδάφνης, όπου παρατηρήθηκε ο γκριζοφυλλοσκόπος, ένα εξαιρετικά σπάνιο είδος για την Ελλάδα, που κανονικά ξεχειμωνιάζει στην Ινδία, ή παλιότερα που είχε εμφανιστεί, πάλι χειμώνα, ο Κιτρινόφρυδος Φυλλοσκόπος στον Λυκαβηττό, άλλο ένα σπάνιο είδος για την Ελλάδα. Σημειωτέον ότι οι φυλλοσκόποι είναι μικρά πουλιά που τρέφονται με έντομα που αναζητούν στα φύλλα των δέντρων, εξού και το όνομά τους» λέει ο κ. Σταύρακας.

 

Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες και κάποιες ανθρώπινες πράξεις που απειλούν τα πουλιά της Αθήνας. «Σε ένα τόσο ευαίσθητο οικοσύστημα, όπως αυτό της πόλης μας, συχνά η πιο μικρή μεταβολή μπορεί να οδηγήσει σε δυσμενή αποτελέσματα για τα πουλιά. Ένα παράδειγμα είναι η καταστροφή των φωλιών των χελιδονιών στα μπαλκόνια μας για να βάλουμε κλιματιστικά ή η κοπή κλαδιών από τα συνεργεία των δήμων την άνοιξη, όπου τα πουλιά φωλιάζουν. Ακόμα και μια βόλτα με τον σκύλο μας στο πάρκο μπορεί να προκαλέσει μεγάλη όχληση ή εγκατάλειψη φωλιών, αν δεν τον έχουμε δεμένο.

 

Οι περιπτώσεις συγκρούσεων σε τζάμια είναι επίσης πολλές, ειδικά όταν αυτά είναι καθρέφτες. Τα σκουπίδια που πετάμε μπορούν να οδηγήσουν σε θανάτους ή ακρωτηριασμούς (το μεγάλο ποσοστό των περιστεριών με κομμένα δάχτυλα προκαλείται από σπάγγους και άλλα ανθρώπινα απορρίμματα που μπλέκονται στα πόδια τους). Τέλος, οι δεσποζόμενες γάτες, που οι ιδιοκτήτες τους αφήνουν να αλητεύουν, είναι από τους μεγαλύτερους θηρευτές πουλιών παγκοσμίως και το ίδιο ισχύει στην Ελλάδα» υπογραμμίζει ο κ. Σταύρακας.

 

Σχετικά με το αν είναι σωστό να ταΐζουμε τα πουλιά, η απάντηση είναι και ναι και όχι. «Τον χειμώνα μπορούμε να φτιάξουμε μια ταΐστρα για τα σποροφάγα πουλιά, αν έχουμε κήπο, αλλά θα πρέπει να ακολουθήσουμε τις οδηγίες των ορνιθολογικών οργανώσεων και να μην αυτοσχεδιάζουμε ως προς την τροφή που θα δώσουμε και τη σωστή χωροθέτηση της ταΐστρας. Επίσης, το καλοκαίρι μπορούμε να φτιάξουμε μια ποτίστρα, γιατί το κύριο πρόβλημα τότε είναι το φρέσκο νερό και όχι αν θα φάνε σπόρους (δεν τους προτιμούν το καλοκαίρι, γιατί υπάρχει πληθώρα εντόμων, πλούσιων σε πρωτεΐνες). Δεν θα πρέπει να δημιουργήσουμε πουλιά «εξαρτημένα» από εμάς, αλλά η δική μας συνεισφορά να είναι συμπληρωματική ή σε έκτακτες ανάγκες (χιονιάς ή καύσωνας)» τονίζει ο ίδιος.

 

Τελικά, υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε τα πουλιά να εξακολουθήσουν να υπάρχουν στην πόλη μας; Κατά τον κ. Σταύρακα, το βασικότερο είναι να υπάρχουν πράσινοι ανοιχτοί χώροι για να μπορούν να «αναπνέουν» τα πουλιά. Ακόμα και μια μικρή πλατεία είναι σημαντική στις πυκνοδομημένες γειτονιές της πόλης.

 

«Στα Εξάρχεια, για παράδειγμα, φωλιάζουν σταβλοχελίδονα, που βρίσκουν λάσπη για να χτίσουν τη φωλιά τους σε μια γωνιά ενός ανοιχτού πάρκινγκ, όπου τρέχει μια βρύση. Εμείς, σαν πολίτες, το πρώτο και πιο ουσιαστικό βήμα που πρέπει να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε την ύπαρξή τους, γιατί ο γενικός αφορισμός "δεν υπάρχουν πουλιά στην Αθήνα, παρά μόνο περιστέρια και σπουργίτια" επιτείνει το πρόβλημα επιβίωσης για πολλά εξ αυτών. Αντί να διαμαρτυρόμαστε για τη δυσωδία των ρεμάτων και να απαιτούμε το μπάζωμά τους, θα πρέπει να βρούμε τις αιτίες, που σχεδόν πάντα είναι ανθρωπογενείς, και να απαιτούμε την προστασία τους. Αντί να χαιρόμαστε που μια αλάνα μετατρέπεται σε εμπορικό κέντρο, θα έπρεπε να ζητάμε το άνοιγμα νέων, ανοιχτών χώρων.

 

Ακόμα και οι μικρές, καθημερινές μας δραστηριότητες θα μπορούσαν να αλλάξουν λίγο για το καλό των φτερωτών μας συγκατοίκων. Για παράδειγμα, καλό θα ήταν να έχουμε δεμένα τα σκυλιά στη βόλτα και τις γάτες μας αυστηρά εντός του σπιτιού».

 

Όπως πιστεύουν όσοι ασχολούνται με την παρατήρηση πουλιών, έτσι και για τον κ. Σταύρακα το πιο σημαντικό «κέρδος» από αυτήν τη διαδικασία είναι ότι ανοίγεται μια πύλη για έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο που ζει σε μια παράλληλη διάσταση με τον δικό μας και, ενώ εξαρτάται άμεσα από τις πράξεις μας, μοιάζει αόρατος για τους περισσότερους. «Μέσα από την παρατήρηση των πουλιών συνειδητοποίησα το μεγαλείο του φυσικού περιβάλλοντος και τη δική μας εγωιστική θέση, που, ενώ είμαστε ένας μόνο κρίκος, συμπεριφερόμαστε σαν να μας ανήκει ολόκληρη η αλυσίδα» καταλήγει ο ίδιος.

Κάποια από τα είδη που πουλιών που ζουν στην Αθήνα:

Γκιώνης

Μόνιμος κάτοικος και το πιο κοινό νυκτόβιο αρπακτικό της Αθήνας. Η φωνή του ακούγεται σε πολλά πάρκα της πόλης και γενικά έχει προσαρμοστεί πολύ καλά. Είναι λίγο μικρότερος από την κουκουβάγια και το φτέρωμά του έχει τις ίδιες αποχρώσεις με τον κορμό των πεύκων, γι' αυτό και είναι εξαιρετικά δύσκολο να τον δει κάποιος όταν κοιμάται το πρωί.

 

Καλόγερος

Μόνιμος κάτοικος, μπορούμε να τον δούμε όπου υπάρχουν έστω και λίγα δέντρα. Έχει μαύρη «κουκούλα» στο κεφάλι και χαρακτηριστική μαύρη λωρίδα στην κιτρινωπή του κοιλιά. Δεν φτιάχνει φωλιά αλλά προτιμά τις κοιλότητες δέντρων, βράχων, ακόμα και ανθρώπινων κατασκευών.

 

Κότσυφας

Το αρσενικό είναι ολόμαυρο με πορτοκαλί μύτη, ενώ το θηλυκό είναι γκριζωπό. Το κελαρυστό τραγούδι του ακούγεται σε όλη την Αθήνα κατά τη διάρκεια της άνοιξης, συχνά από τον Ιανουάριο κιόλας. Φωλιάζει χαμηλά, σε θάμνους.

 

Καρακάξα

Μόνιμος κάτοικος σε μέγεθος περιστεριού, αλλά με πολύ μακριά ουρά. Ενώ μοιάζει ασπρόμαυρη, αν την κοιτάξουμε καλά και το φως είναι ιδανικό, θα διαπιστώσουμε ότι τα φτερά της είναι σκούρα μπλε, ενώ η ουρά της σμαραγδένια. Παμφάγο είδος, τρώει ό,τι βρει μπροστά της: σπόρους, έντομα, σκουπίδια και αυγά ή νεοσσούς άλλων πουλιών.

 

Τσαλαπετεινός

Καλοκαιρινός επισκέπτης της Αθήνας, φωλιάζει σε αρκετές περιοχές, ακόμα και στο κέντρο της πόλης. Φωλιάζει σε τρύπες δέντρων και κτιρίων. Από τις αγαπημένες του τροφές είναι οι κάμπιες των πεύκων, όταν αυτές βρίσκονται θαμμένες στο έδαφος ως χρυσαλίδες (για όσους δεν γνωρίζουν, οι κάμπιες των πεύκων μεταμορφώνονται σε νυχτοπεταλούδες). Το λοφίο του, το μακρύ του ράμφος και το ασπρόμαυρο χρώμα των φτερών του, όταν πετάει, τον κάνουν απαραγνώριστο.

 

Καρβουνιάρης

Χειμερινός επισκέπτης, τον παρατηρούμε συχνά στις κόγχες κτιρίων, γιατί του θυμίζουν τα βράχια όπου φωλιάζει το καλοκαίρι. Το αρσενικό έχει έντονο μαύρο χρώμα και κόκκινη ουρά.

 

Αηδόνι

Περαστικό κατά τη μεταναστευτική περίοδο, ιδιαίτερα την άνοιξη, οπότε μπορούμε να το ακούσουμε να τραγουδά ακόμα και σε νησίδες λεωφόρων, κρυμμένο πάντα μέσα στους θάμνους. Λίγα ζευγάρια μπορεί να αναπαράγονται ακόμα στα ελάχιστα ρέματα που έχουν απομείνει (π.χ. Πικροδάφνη, Ποδονίφτης). Το τραγούδι του είναι από τα πιο μελωδικά, αλλά η εμφάνισή του είναι άχρωμη και πολύ λιγότερο εντυπωσιακή απ' όσο φαντάζονται οι περισσότεροι.

 

Λευκοχελίδονο

Καλοκαιρινός επισκέπτης της Αθήνας, φωλιάζει σε κτίρια, αλλά ο πληθυσμός του μειώνεται με τα χρόνια, καθώς πολλές φωλιές γκρεμίζονται από τους ανθρώπους και αδυνατούν να χτίσουν νέες, λόγω έλλειψης λάσπης στη τσιμεντούπολη. Ξεχωρίζει από τα άλλα χελιδόνια επειδή έχει άσπρη κοιλιά, μαύρη πλάτη και λευκό ουροπήγιο (η βάση της ουράς), ενώ η ουρά του είναι κοντή. Tο κλασικό αίνιγμα "από πάνω σαν τηγάνι, από κάτω σαν μπαμπάκι και από πίσω σαν ψαλίδι" αφορά άλλο είδος, το σταβλοχελίδονο.

 

Κρικομυγοχάφτης

Περαστικός κατά τη μεταναστευτική περίοδο, πολύ όμορφο πουλί που στέκεται σε κλαδιά και εφορμά εναντίον ιπτάμενων εντόμων. Φέτος τον Απρίλιο, που έκανε πολύ κρύο και έβρεχε, χιλιάδες πουλιά του είδους αυτού αναγκάστηκαν να παραμείνουν για μέρες στην Αθήνα για να ανεφοδιαστούν και χάρισαν πολύ όμορφες εικόνες.

 

Δεντροφυλλοσκόπος

Χειμερινός επισκέπτης που μπορούμε να τον δούμε ακόμα και στο μπαλκόνι μας να μας απαλλάσσει από τις αφίδες (τη μελίγκρα) και άλλα μικροσκοπικά έντομα. Πολύ μικρό σε μέγεθος, μικρότερο και από σπουργίτι και με χαρακτηριστική φωνή («σουίτ»), που ακούγεται αρκετά συχνά την ώρα που αναζητά την τροφή του.

 

Κουκουβάγια

Μόνιμος κάτοικος της Αθήνας, το πουλί της προστάτιδας θεάς της πόλης δεν θα μπορούσε να λείπει, αν και δεν είναι τόσο κοινή πλέον, αφού χρειάζεται ανοιχτές εκτάσεις. Σίγουρα θα τη δούμε, αν είμαστε παρατηρητικοί, γύρω από την Ακρόπολη, αφού φωλιάζει στον ιερό βράχο.

 

Βραχοκιρκίνεζο

Μόνιμος κάτοικος κι αυτό, έχει εξοικειωθεί αρκετά και μπορούμε να δούμε ζευγάρια να φωλιάζουν και σε πολυκατοικίες. Με μακριά φτερά που στενεύουν στην άκρη, και το αρσεικό με γκριζωπό κεφάλι και πιτσιλωτή κοιλιά. Στην Αθήνα έχει προσαρμοστεί και κυνηγά κυρίως μικρά πουλιά και μεγάλα έντομα (π.χ. τζιτζίκια) και λιγότερο τρωκτικά.

 

Εκτός από τη δημιουργία της ομάδας Birding in Athens, ο κ. Λευτέρης Σταύρακας κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια το βιβλίο «Τα πουλιά της Αττικής», που είναι και το πρώτο στο οποίο παρουσιάζεται με λεπτομέρειες η άγνωστη, αλλά πλούσια ορνιθοπανίδα της Αθήνας και της Αττικής.

ΕΚΦΩΝΗΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΚΟΒΑΝΟΣ