Ήταν μία συνηθισμένη, βροχερή Τρίτη του 1912 όταν η 18χρονη Elizabeth Foley βρέθηκε εν μέσω μιας ένοπλης ληστείας, μαζί με τον συνάδελφό της από την τράπεζα. Κάποιος τους είχε επιτεθεί από πίσω ενώ οι δυο τους περπατούσαν αμέριμνοι, είχε καταφέρει να ακινητοποιήσει τον νεαρό, χτυπώντας τον βάναυσα στο κεφάλι και έτοιμος να αποσπάσει τις μισθοδοσίες του μήνα που μετέφερε στον χαρτοφύλακά του. Ωστόσο, η Foley, δεν έχασε την ψυχραιμία της: έβγαλε την καρφίτσα που συγκρατούσε το καπέλο στα μαλλιά της και σχεδόν την έμπηξε στο πρόσωπο του ληστή, αποτρέποντας τα ακόμη χειρότερα.
«Γρήγορες κινήσεις, γυναικείο θάρρος και μία βελόνα μαλλιών ήταν όσα χρειάζονταν για να αναχαιτιστεί ένας κακοποιός που ετοιμαζόταν να δράσει στο φως της μέρας επί των οδών Bleecker και Broadway», έγραψαν τότε για τη δεσποινίδα Foley οι New York Times, αναφέροντας ότι η κοπέλα ήταν ήδη μέλος σε μία κίνηση γυναικών, που κυκλοφορούσαν ετοιμοπόλεμες σε περίπτωση επίθεσης κάποιου άντρα, οπλισμένες με τις βελόνες των καπέλων τους.
Οι σουφραζέτες βοήθησαν στην εξάπλωση αυτών των μέτρων υπέρ των εργαζόμενων γυναικών, ταυτόχρονα, ωστόσο ξεκίνησε και μια παράξενη ρητορική που υποστήριζε ότι αυτού του είδους ο ακτιβισμός μόνο στόχο έχει να ευνουχίσει τους άντρες και να αποσύρει την προσοχή τους από το γυναικείο φύλο.
Καθώς οι γυναίκες κέρδιζαν την ανεξαρτησία τους και μπορούσαν πλέον να κυκλοφορούν ασυνόδευτες στον δρόμο, ακόμη και να ταξιδεύουν χωρίς αντρική συντροφιά στα τέλη του 1800, οι βελόνες των καπέλων τους είχαν μετατραπεί σε ένα αποτελεσματικό όπλο άμυνας για όποια αρνούνταν να την ακουμπούν, να της λένε διάφορα στον δρόμο ή να επιχειρούν να της επιτεθούν. «Κάθε γυναίκα με θάρρος και μία βελόνα μπορεί να αποδείξει τι μπορεί να πάθει ένας δειλός που την πλησιάζει με δόλιο σκοπό», έγραφε εκείνη την εποχή η εφημερίδα Los Angeles Herald.
Το νέο, βασικά η μέθοδος άμυνας, διαδόθηκε. Πλέον οι βιοτεχνίες που έφτιαχναν βελόνες καπέλων είχαν καταλάβει τη διπλή χρησιμότητά τους και γι' αυτό έφτιαχναν περίτεχνες μεν -στολισμένες με λουλούδια, πουλιά και πολύτιμα πετράδια- βελόνες, ωστόσο σαφώς μεγαλύτερες. Μία βελόνα για γυναικείο καπέλο μπορούσε να ξεπερνάει τα 20 εκ. και να μετατραπεί άνετα σε φονικό όπλο για μία κοπέλα που βρισκόταν σε κίνδυνο.
Είναι η εποχή που οι εφημερίδες σε όλο το φάσμα των Ηνωμένων Πολιτειών αρχίζουν να καταγράφουν περιστατικά γυναικών που προσπάθησαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, όταν ένιωσαν να απειλείται η ζωή και η σωματική τους ακεραιότητα. Σύμφωνα με φύλλο της Chicago Ηerald του 1900 μια γυναίκα κάρφωσε κάποιον που προσπάθησε να τη ναρκώσει με χλωροφόρμιο, αρπάζοντας την ενώ είχε γυρισμένη την πλάτη, ενώ μια άλλη, από το πουθενά κατάφερε να σταματήσει μια ληστεία σε τρένο... Για το φαινόμενο των φονικών βελόνων είχε εκφραστεί ακόμη κι ο Ρούσβελτ, εξυμνώντας το γυναικείο θάρρος, που «εμφανίζεται πλέον στη δημόσια ζωή και που κανένας άντρας όσο δυνατός και να 'ναι, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μία αποφασισμένη και γυναίκα με μια βελόνα στα χέρια της».
Οι γυναίκες της εποχής άρχισαν να επιμορφώνουν η μία την άλλη σε θέματα αυτοάμυνας και πολύ σύντομα άρχισαν να κυκλοφορούν τα πρώτα σχετικά εγχειρίδια με κορυφαία αυτό της Mademoiselle Gelas, που πρότεινε έναν συνδυασμό κινήσεων jiu-jitsu, χρήση της βελόνας και φονικών κινήσεων με την ομπρέλα που μπορούσαν να προστατεύσουν μία γυναίκα που περπατούσε μόνη στον δρόμο βραδινές ώρες. Η ιστορικός Estelle Freedman στο βιβλίο της "Επαναπροσδιορίζοντας τον βιασμό" αναφέρει ότι στα 1900 ήταν τουλάχιστον εξωφρενικό μία γυναίκα να καταγγείλει τον βιασμό της. Συνήθως, το θύμα είχε να αντιμετωπίσει τη χλεύη και την περιφρόνηση της κοινωνίας, κάτι που καθιστούσε αναγκαία την ετοιμότητα του σε ό,τι είχε να κάνει με την αυτοάμυνα.
Και ενώ ο Τύπος της εποχής λάτρευε να καταγράφει στις στήλες του αστυνομικού ρεπορτάζ περιστατικά με βελόνες, ωστόσο απέφευγε επιμελώς να καλύπτει καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης ή δίκες βιασμών. Ήταν, όμως, κι αυτός ένας τρόπος, όπως παρατηρεί η ιστορικός για να μπει στον δημόσιο διάλογο το θέμα της ασφάλειας των γυναικών. «Ενώ οι εφημερίδες σπανίως κάλυπταν ακροαματικές διαδικασίες που αφορούσαν βιασμούς, η μαζική δολοφονία 24 γυναικών στο Σικάγο το 1905 έσπειρε τον πανικό και έγινε η αιτία για μία ευρεία εκστρατεία ενημέρωσης που αφορούσε την εγκληματικότητα εναντίον γυναικών και τις καλούσε πλέον ανοιχτά να καταγγέλλουν τα πάντα, από περιστατικά θωπείας μέχρι σοβαρές σωματικές βλάβες», τονίζει η Freedman.
Η ξαφνική δημοσιότητα σε θέματα βίας εναντίον γυναικών έθεσε και ένα θεμελιώδες ερώτημα: τι πραγματικά συνιστούσε παρενόχληση εναντίον μίας γυναίκας και τι μπορούσε να γίνει γι' αυτό; Την εποχή εκείνη ο ορισμός της παρενόχλησης ήταν μάλλον θολός και όχι απαραιτήτως εκτός νόμου. Συνήθως κατηγορούνταν οι γυναίκες για ό,τι τους συνέβαινε και αυτές είχαν την ευθύνη για να αποφύγουν μία κακή εξέλιξη. Συνεπώς, ο γυναικείος πληθυσμός της εποχής δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις επιθέσεις, αλλά και την πατριαρχική γραμμή που τις καθιστούσε υπαίτιες για οτιδήποτε πάθαιναν, ακόμη κι αν αυτό ήταν ο θάνατος.
Οι πρώτες ποινές εναντίον της λεκτικής παρενόχλησης θεσπίστηκαν από έναν δικαστή στην Ομάχα της Νεμπράσκα, ο οποίος όρισε ποινολόγιο για κάθε φορά που κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να αποκαλέσει κάπως μια κοπέλα: κότα, γλύκα, μωράκι θεωρούνταν στη Νεμπράσκα ανεπίτρεπτοι χαρακτηρισμοί για ένα νεαρό κορίτσι ή μια γυναίκα της πολιτείας και τιμωρούνταν με χρηματικό πρόστιμο που ξεκινούσε από τα 5 δολάρια και κλιμακωνόταν. Το μέτρο προκάλεσε την οργή και τις διαμαρτυρίες του αντρικού πληθυσμού, ωστόσο, η δια νόμου προστασία των γυναικών απέναντι σε τέτοιου είδους επιθέσεις, μόλις είχε ξεκινήσει.
Οι σουφραζέτες βοήθησαν στην εξάπλωση αυτών των μέτρων υπέρ των εργαζόμενων γυναικών, ταυτόχρονα, ωστόσο ξεκίνησε και μια παράξενη ρητορική που υποστήριζε ότι αυτού του είδους ο ακτιβισμός μόνο στόχο έχει να ευνουχίσει τους άντρες και να αποσύρει την προσοχή τους από το γυναικείο φύλο. Υπήρξε μάλιστα σχετικό άρθρο και μάλιστα στους New York Times που ισχυριζόταν ότι "ένας άντρας δεν είναι άντρας, αν δεν θέλει να ενοχλήσει μια όμορφη γυναίκα που βλέπει στον δρόμο"..!
Λίγα χρόνια αργότερα βέβαια οι σουφραζέτες χάνουν τη μάχη της βελόνας, όσο κερδίζουν δικαιώματα που αφορούν την εμφάνιση των γυναικών. Με το που οι γυναίκες καταφέρνουν να απαλλαχτούν από το καπέλο που μέχρι τότε φορούσαν υποχρεωτικά στις δημόσιες εμφανίσεις τους, προκειμένου να καλύπτουν το θέλγητρο των ωραίων μακριών μαλλιών, χάνουν ταυτόχρονα και το όπλο αυτοάμυνας τους, τη βελόνα.
Η ιστορία, βέβαια, δικαιώνει αυτό το πρώτο όπλο, καθώς το θεωρεί την πρώτη σοβαρή νύξη για τα δικαιώματα των γυναικών στο ίδιο τους το σώμα. Η βελόνα, απολύτως άχρηστη πια σε καιρούς που η παρενόχληση βλέπει το φως της δημοσιότητας υπό άλλες ακόμη πιο σκοτεινές συνθήκες, παραμένει η πρώτη απόπειρα των γυναικών να οριοθετήσουν τον χώρο τους, να προστατεύσουν την ύπαρξη τους και να αναγκάσουν κοινωνία και νομοθέτες να "δουν" την παρενόχληση ως αδίκημα και όχι ως παράδοση και συνήθεια που μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο.
Με στοιχεία από το History.com
Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου