290 Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν,
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ’ αυτιά και το κεφάλι του –
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Τον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα αναχώρησε να πάει στην άγια Τροία.
Τα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
295 και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Μετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ’ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν το μέγα τέμενός του.
300 Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ’ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Κι όμως, αναγνωρίζοντας τον τον Οδυσσέα στο πλάι του,
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ’ αυτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του, σκούπισε ένα δάκρυ
305 – από τον Εύμαιο κρυφά, για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας: «Εύμαιε, τι παράξενο· τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται,
φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι’ αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
310 στα τραπέζια των αντρών, και τους κρατούν οι άρχοντες μόνο για το καμάρι τους;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκες :
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ’ αυτόν ανήκει που αφανίστηκε πέρα στα ξένα.
Αν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Τροία,
315 βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα και για την αλκή του·
που, κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ – ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Τώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες αφρόντιστο το αφήνουν.
320 Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτο του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ΄τη στιγμή που θα τον βρει η μέρα της σκλαβιάς.»
Μιλώντας πια, προχώρησε στα ωραία δώματα,
325 και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια περασμένα, τον Οδυσσέα.

 

Αυτοί είναι οι στίχοι 290 έως 327 της ραψωδίας ρ της Οδύσσειας, σε μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη. Ιδανική αφετηρία γι' αυτό το επεισόδιο με θέμα τα σκυλιά στην αρχαία Αθήνα.

 

Τι μαθαίνουμε από τα αρχαία κείμενα για τις απόψεις των αρχαίων Αθηναίων για τον σκύλο; Πώς απεικονίζεται «ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου» στην αρχαία τέχνη; Υπάρχουν ιστορίες συγκινητικής αφοσίωσης σκύλων στην αρχαιότητα; Υπάρχουν αρχαίοι συγγραφείς που δείχνουν ιδιαίτερη αγάπη στα σκυλιά; Γνωρίζουμε κάτι για τις ράτσες των σκυλιών των αρχαίων Αθηναίων; Για τις ασθένειες και τα παράσιτά τους; Τι γνωρίζουμε για τις ταφές σκύλων στην αρχαία Αθήνα; 

 

Η Κάτια Μαργαρίτη είναι Διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας με σπουδές στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και στο University College London. Η διδακτορική της  διατριβή έχει θέμα τον θάνατο της αγάμου κόρης στην Αθήνα των κλασικών χρόνων και έχει εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Archaeopress στην Αγγλία. Έχει δημοσιεύσει εκτενώς σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στην ταφική τέχνη, στις ταφές και στα ταφικά έθιμα, στη γλυπτική και στην αγγειογραφία της αρχαίας Αθήνας καθώς και στα ζώα στην αρχαία τέχνη. Το βιβλίο της για τον θάνατο και την ταφή στην κλασική Αθήνα κυκλοφόρησε το 2021 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Αυτό το διάστημα συγγράφει μία μονογραφία για τον σκύλο στην αρχαία αττική τέχνη και ένα βιβλίο για τα ζώα στην αρχαία Ελλάδα μαζί με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης Kenneth Kitchell.