Θα πείτε τωρα εσεις ότι εχω κάνα κόλημμα με το τρας και τις λάικες, και δικαίως θα το πείτε. Η γενιά μου σας έχει δώσει κάθε δικαίωμα. Εφηύρε το μεταμοντέρνο για να μπάσει από το παράθυρο της ειρωνίας όσα είχε βγάλει η καλαισθησία από την πόρτα.

Κι όταν λέω γενιά μου, δεν εννοώ ολοκληρη τη γενιά μου. Αλλά εκείνους που έκαναν τότε κουμάντο. Εκείνους που δημιουργούσαν τη μόδα.

Κι αυτοι που δημιουργούσαν τη μοδα τότε ήταν παιδιά του λαϊκού... μεγαλωμένα εννοώ σε όλα αυτα τα περιβάλλοντα που αργότερα θα τα αποκήρυσαν με βδελυγμία, ως γραφικά και πασέ και αυλίτσες του Ελύτη με παναγιές και εντεχνίλες της εμμηνόπαυσης κλπ.

Ολα αυτα τα παιδιά (ονόματα μη λεμε) που πήραν κεφάλι με το ντιζάιν και το Πασόκ και ολίγη από Παρίσι και μεταμοντερνισμό μέχρι να στουκάρουν πάνω στην ημιμάθειά τους και μια εκ νέου ξεπουπουλιασμένη Ελλάδα.

Ε, λοιπόν, αυτή η γενιά, υποτίθεται κουρασμένη από την αστική αυθεντία της ομορφιάς, ήθελε να αποενοχοποιήσει τα γούστα των ανθρωπων, ουσιαστικά για να νομιμοποιήσει την καταγωγή της, τα τραγούδια που άκουγε από τον πατέρα της— και την έλξη της προς το ταβερνόβιο ήθος της — ταβέρνα βέβαια με λίγα νέον και ντιζάιν μαχαιροπήρουνα και λίγα μοντέλα μουτρωμένα και ξαφνιασμένα πάντα με βαφτιστικά ονόματα Νεκταρία και Αρετή.

Αν δεν μάσαγες με την πόζα και την ειρωνική ανωτερότητα και την πόρτα στα κλαμπ που τότε μέσω του Δαβαράκη είχε γίνει πιστοποιητικό επιτυχίας (ενώ ήταν κατ' ουσίαν η πρώτη εφαρμοσμένη βαρβαρότητα του λάιφστάιλ)- αν δεν μάσαγες σε όλους αυτούς που λέγανε ότι θέλανε να μας ξεβλαχέψουν, έβλεπες από την αρχή τη νοσταλγία του λαϊκού, αλλά μια νοσταλγία κρυμένη κάτω από το χαλάκι, τύπου τραβάτε με κι ας κλαίω— τύπου, θα πηγαίνω κάθε βράδυ στο ΛεΠα ή στα μπουζούκια, αλλά για να κάνω πλάκα. Επειδή είμαι ο μάγκας της διακειμενικότητας, επειδή είμαι τόσο ανώτερος που μπορώ να παίζω με τα στυλ και τους συρμούς, να κάνω ό,τι θελω, να συνδυάζω τα ασυνδύαστα, βγαίνοντας στο τέλος αλώβητος— ο μορφονιός του χωριού.

'Ολη αυτή η πεποιημένη σύγχυση, γινόταν μόνο για ένα λόγο: για να κρύψει την αγραμματοσύνη της γενιάς μας — τις φτωχές αισθητικές εμπειρίες της - σκέψου, πόσοι έχουν διαβασει τον Προυστ ανάμεσά τους; ανάμεσα σε όλους αυτούς που μεγαλώνουμε μαζί αυτά τα χρόνια και κάνουν τους αισθητικούς ταγούς, βρε αδερφε!― να μετρήσω με το ένα χέρι ή με τα δύο;

Η γενιά αυτή ήταν αγράμματη, αλλά ήθελε να φαίνεται γραμματιζούμενη. Και ήταν και λίγο άκομψη, αλλά ήθελε να φαίνεται κομψή.

Κι όμως αυτοί οι τύποι ένιωθαν τόσο υπεράνω που θεωρούσαν ότι μπορούν να τα κάνουν όλα σαλάτα.
Το αποτέλεσμα: ξημερώθηκαν όλοι με κύκλους στα μάτια, διαλυμένοι μέσα κι έξω, περιφρονημένοι στα κρυφά ή στα φανερά, κι η ζωή τους είναι ένα χανγκόβερ, μια ισόβια νύχτα στα μπουζούκια, με μπόμπες και πουτάνες στα εξώφυλλα.

 

Παρασύρθηκα και μιλάω για πράγματα παλιά. Αλλά νομίζω χρειαζόταν να τα πω, επειδή η κλίση μου προς αυτά τα επιπόλαια πράγματα της λόου ποπ κουλτούρας, από τον Δάκη μέχρι το Θέμη Αδαμαντίδη, γίνεται εκ μέρους μου, κάθε άλλο παρά υπεράνω.
Ούτε τα ειρωνεύομαι, ούτε καλύτερός τους νιώθω, ούτε πάω να κουκουκλώσω το ένοχό μου παρελθόν.

Αυτά αποφασίστηκαν νωρίς... όταν όλοι γύρναγαν από το Παρίσι, εγω έφευγα από τη Ζάκυνθο— κι επειδή όλοι, μα όλοι βάλθηκαν να με ψαρώσουν, κι όλα τους εφταιγαν πανω μου— αντί να ακολουθήσω το ρεύμα, πήγα μετωπικά εναντίον τους.
Για καλή μου τύχη, είχα γνωρίσει το Χατζιδάκι, δούλεψα μαζί του και πήρα τις βασικές μου αρχές από αυτόν, και μετά άρχισα να αρθρογραφώ στην Ελευθεροτυπία με μένος εναντίον του Κλικ, του μεταμοντερνισμού και του λαιφστάιλ — γι αυτό και εκπλήσσομαι τώρα που διαβαζω στο διαδίκτυο ότι ήμουν αρχισυντάκτης του Κλικ— καμμία σχέση...

Πάλι ξαστόχησα...
Δεν ειχα λοιπόν ένοχο παρελθόν να κρύψω, διότι από νωρίς αποφάσισα ότι αυτό το παρελθόν, το μπερδεμένο και πληγωτικό και όμορφο και άσκημο - ήταν ό,τι είχα και δεν είχα. Κι ότι όταν οι άλλοι μιλούν για κλαμπ και Παρίσια, εγώ θα μιλήσω για τη ντίσκο πανωσήκωμα με τα καλάμια στο νησί , κι όταν οι άλλοι μιλάνε για το μόντελινγκ εγώ θα μιλάω για το Σολωμό, γιατί αυτός υπήρχε σπίτι λόγω εντοπιότητας σε μια έκδοση τσέπης του Τωμαδάκη.

Κι ότι θα μιλήσω γι αυτό το παρελθόν με ειλικρίνεια και θα αντλήσω από εκεί τον ποιητικό μου κόσμο.

Σαν εκείνο το τραγουδάκι του Καβάφη δηλαδή που μιλάει για το πώς, χρόνο με το χρονο, η ταπεινή γειτονιά γύρω από το σπίτι αισθηματοποιείται και γίνεται ένας κόσμος άλλος.

Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες: με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.

Κι αυτό το παρελθόν, που λες, είχε απ όλα! Ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Και καντάδες και ινδορεμπέτικα, και φίλες που είχαν ρίζες στο λίμπρο ντ' όρο, και παιδιά που ζούσαν σε σπίτια με πατωμα από χώμα κι η μάνα τους ξενόπλενε— δεν βγήκε από το σωλήνα ο Νίκος Ξανθόπουλος.

Και είχε, αυτό το παρελθόν, την εποχή που ο εαυτός μας έριχνε μπετά κι έβρισκε τα πατήματά του, και Δαλιανίδη και Σεξπιρ και Στάθη Ψάλτη και βέβαια Θέμη Αδαμαντίδη.

Μάλιστα, να σας πω και κάτι που ανακαλύψαμε με τον κολλητό μου τότε: αυτή η επιθετική υπεράσπιση του επαρχιωτισμού και της χτυπητής κουρελούς που ηταν η αισθηματική μου αγωγή — κάθε άλλο με περιόρισε σε κάτι στενό: αντίθετα με χαλάρωσε στ' αλήθεια, με άνοιξε και με έκανε φιλοπερίεργο και παιχνιδιάρη επι της ουσίας... πράγμα που διέκρινα στου ράπερς εκείνης της εποχής — τους Arrested Development, τους P.M. Dawn, τους De la Soul...
Ζήτω οι επαρχίες λοιπόν... όλοι είμαστε όλα.

Στο βάθος της λύπης υπάρχει η παρηγοριά - στο βάθος της χαράς ηχεί η ματαιότητα.
Κάπως έτσι, στο βάθος της καλαισθησίας υπάρχει μια σκεπασμένη βία
και στο βάθος των λαϊκών υπάρχει η λαχτάρα να ανέβουν σκαλοπάτι.

Εγώ με αυτές τις σκέψεις πλησιάζω τις περιπτώσεις Αδαμαντίδη— σαν γειτονιά που αισθηματοποιήθηκε χρόνια και χρόνια. Σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου.

Θα ξεχαστούν βεβαια, θα πεταχτεί η κουρελού που είναι ο κόσμος μου... Αυτό όμως είναι άλλου παπά βαγγέλιο.
Που δεν χωράει σε αυτό το ποντκαστ του κρασιού και των ρόδων.
 

Το podcast αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2019