ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
1.
Είναι νομίζω παράδοξο να αρχίζω την παρουσίαση των επιλογών στην κατηγορία της μεταφρασμένης λογοτεχνίας με το βιβλίο ενός συγγραφέα που είναι ταυτισμένος με το αστυνομικό μυθιστόρημα και κυρίως με τις περιπέτειες του επιθεωρητή Μεγκρέ. Κι όμως, ο Ζορζ Σιμενόν –αυτός είναι ο συγγραφέας– είναι ο δημιουργός συναρπαστικών μυθιστορημάτων με μεγάλο ψυχολογικό βάθος και διορατικότητα για την ανθρώπινη συμπεριφορά, που τα ονομάζουμε «romans durs», δηλαδή σκληρά ή καθαρά μυθιστορήματα, για να τα διακρίνουμε έτσι από τα αστυνομικά. Ένα από αυτά είναι το μυθιστόρημα «Τα πράσινα παντζούρια», που κυκλοφορεί σε μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ από τις εκδόσεις Άγρα.
Η Α. Μακάρωφ είναι η συστηματική μεταφράστρια του Σιμενόν τα τελευταία χρόνια, πάντα στις εκδόσεις Άγρα, έχοντας μεταφράσει μέχρι τώρα 21 romans durs και 17 περιπέτειες του Μεγκρέ. Το θέμα στα «Πράσινα Παντζούρια» είναι πρωτότυπο και παράξενο. Ο Σιμενόν δημιουργεί εδώ το πορτρέτο ενός ηθοποιού, του Εμίλ Μοζέν, που είναι ιερό τέρας του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ο Μοζέν ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, από το τσίρκο και τα περιοδεύοντα θεάματα, για να εξελιχθεί σε έναν γίγαντα της τέχνης.
Ο ήρωας ζει πάντα στα άκρα, είτε ως δημιουργός ρόλων είτε ως άνθρωπος που αλλάζει ερωμένες και πίνει χωρίς μέτρο. Δεν υπάρχει στιγμή που να μην έρθει αντιμέτωπος με τους δαίμονές του. Το τέλος μοιάζει προδιαγεγραμμένο, τέλος μοιραίο, και ο Σιμενόν φτιάχνει με απίστευτες λεπτομέρειες το ψυχολογικό πορτρέτο αυτού του ηθοποιού, που θα μπορούσε να είναι το πορτρέτο κάθε δημιουργού, κάθε καλλιτέχνη. Το μυθιστόρημα αυτό, που θεωρείται κορυφαίο στην εργογραφία του Σιμενόν, γράφτηκε το 1950 στην Αμερική, όπου έζησε ο συγγραφέας αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο.
Πίσω από τον επινοημένο ηθοποιό Εμίλ Μοζέν μπορούμε να αναγνωρίσουμε όντως ιερά τέρατα της δραματικής τέχνης όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Όρσον Γουέλς ή ο μεγάλος Γάλλος ηθοποιός Μισέλ Σιμόν.
2.
Ίσως βρείτε παλιομοδίτικη τη δεύτερη επιλογή μου μεταφρασμένης λογοτεχνίας, αυτό το 700 σελίδων μυθιστόρημα της μεγάλης Ιταλίδας συγγραφέως του 20ού αιώνα Έλσα Μοράντε (1912-1985), που είχε κυκλοφορήσει το 1948 και που για πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά. Όσο για το παλιομοδίτικη, προτιμώ να διαβάζω τους μεγάλους συγγραφείς παρά καλοεκτελεσμένες συνταγές που βγαίνουν μέσα από σεμινάρια δημιουργικής γραφής και που συνήθως δεν έχουν καθόλου ψυχή. Φυσικά το «Ψέμα και Μάγια» είναι κλασικό και συνομιλεί με τα μεγάλα επιτεύγματα της ιταλικής λογοτεχνίας, όπως οι «Αρραβωνιασμένοι» του Μαντσόνι ή τα ρεαλιστικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα.
Τρεις γενιές γυναικών στη διάρκεια τριάντα ετών παρουσιάζονται σε αυτό το μυθιστόρημα της Μοράντε, που καθώς το διαβάζουμε βλέπουμε την επιρροή που προφανώς έχει ασκήσει σε ένα σημερινό διάσημο μυθιστόρημα της ιταλικής λογοτεχνίας, την «Τετραλογία της Νάπολης», της Έλενας Φεράντε. Η αφηγήτρια, Ελίζα, μας δείχνει τη δική της ζωή, τη ζωή της μητέρας της, Άννας, και τη ζωή της γιαγιάς της, Τσεζίρα. Βλέπουμε τις τρεις γυναίκες από την παιδική τους ηλικία μέχρι το γήρας. Τις τρεις γυναίκες συντηρεί ο σύζυγος της Άννας, ένας βλογιοκομμένος ψευτοβαρόνος, ο Φραντσέσκο ντε Σάλβι, που η Άννα τον παντρεύεται για να παλέψει τη φτώχεια της. Η Άννα είναι όμως ερωτευμένη με τον εξάδελφό της Εντοάρντο. Είναι ένας έρωτας νοσηρός και διαστροφικός, καθώς αυτός ερωτεύεται επίσης τον βλογιοκομμένο Φραντσέσκο. Η ζωή κυλάει ανάμεσα στο ψέμα και στα μάγια, μέχρι τα μάγια να λυθούν και τα ψέματα να τελειώσουν. Με θάνατο.
Η Μοράντε έχει γράψει ένα ερωτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, σύγχρονο και ταυτόχρονα διαχρονικό, καθώς δείχνει ότι «η κοινωνική μόλυνση που βασανίζει τον έρωτα είναι η πρώτη αιτία της παθολογίας του αλλά ταυτόχρονα αυτή που τον ισχυροποιεί».
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι αυτό το μυθιστόρημα το λάτρεψε ο Ίταλο Καλβίνο.
Η Μοράντε έγραψε το «Ψέμα και Μάγια» στο διάστημα 1944 έως και 1948 στη Ρώμη, σε ένα δυάρι όπου ζούσε με τον τότε συζυγό της, τον επίσης μεγάλο συγγραφέα Αλμπέρτο Μοράβια.
3.
Ακόμη ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα 1.000 και πλέον σελίδων, όπου ένας σύγχρονός μας συγγραφέας, ο Πολ Όστερ, ανασυστήνει, με την προσοχή και τη λεπτομερή ανάλυση ενός ανατόμου, τη ζωή ενός άλλου συγγραφέα που έζησε έναν αιώνα πριν απ’ αυτόν. Το «Φλεγόμενο αγόρι» του τίτλου είναι ο συγγραφέας Στίβεν Κρέιν, που πραγματικά κάηκε στα 29 του χρόνια από τη φυματίωση αλλά και που ήταν ζωσμένος από πολλές φωτιές στη διάρκεια της σύντομης ζωής του.
Γιος πάστορα, γεννημένος στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρζι, ήρθε πολύ νέος στη Νέα Υόρκη, μπήκε στη δημοσιογραφία, σε μια εποχή που η δημοσιογραφία κυνηγούσε τον εντυπωσιασμό, και άρχισε να γράφει λογοτεχνία. Με το μυθιστόρημά του «Το κόκκινο σημάδι του θάρρους» με θέμα τον αμερικανικό εμφύλιο έγινε αμέσως διασημότητα, καθώς θεωρήθηκε ότι παρουσίαζε με απαράμιλλο λογοτεχνικό τρόπο την ψυχολογία και την αισθητική του πολέμου, πέρα από την ηθογραφία. Έζησε σαν περιθωριακός ανάμεσα σε πόρνες και μετανάστες, σύχναζε στις ταβέρνες του Βίλατζ, όπου έπινε, όντας πολλές φορές αδέκαρος, και ερωτεύτηκε την ιδιοκτήτρια ενός μπορντέλου, την Κόρα Στιούαρτ. Με την Κόρα ήρθαν και στην Ελλάδα, για να καλύψουν ως πολεμικοί ανταποκριτές τον πόλεμο του 1897. Οι φωτογραφίες του από την Αθήνα είναι πλέον μυθικές. Μετά την Αθήνα ο Κρέιν και η Κόρα εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία, όπου έζησαν –ο Κρέιν τα λίγα χρόνια ζωής που του απέμειναν– σε μια κοινότητα συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ο Τζόζεφ Κόνραντ.
Με το νατουραλιστικό/ρεαλιστικό γράψιμό του ο Κρέιν επηρέασε μια ολόκληρη γενιά Αμερικανών συγγραφέων, όπως ο Θίοντορ Ντράιζερ και βεβαίως ο Χέμινγουεϊ.
Το βιβλίο του Όστερ δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα για τον Κρέιν, αλλά και ένα μυθιστόρημα για την τέχνη και τη ζωή του κάθε συγγραφέα. Θα μπορούσαμε να δούμε το «Φλεγόμενο Αγόρι» και σαν έναν καθρέφτη όπου καθρεφτίζεται ο ίδιος ο Όστερ.
4.
Αυτό το σχετικά σύντομο βιβλίο της Γαλλίδας συγγραφέως (Νομπέλ Λογοτεχνίας 2022), σύντομο όπως και τα περισσότερα έργα της, είναι από τα καλύτερά της. Η Ανί Ερνό τοποθετεί τον εαυτό της μέσα στον χρόνο και την ιστορία έτσι ώστε η δική της ζωή να αφορά και τη δική μας ζωή, το δικό της εγώ να γίνεται εμείς. Αυτήν τη λογοτεχνική στρατηγική τη βλέπουμε ανάγλυφα στο βιβλίο «Η ντροπή» που κυκλοφορεί σε θαυμάσια μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη.
Εδώ η Ερνό ανασυστήνει τον χρόνο γύρω από το καλοκαίρι του 1952, όπου συμβαίνουν καθοριστικά γεγονότα στη ζωή της για τα οποία αισθάνεται ντροπή. Πριν απ' όλα, μια Κυριακή του Ιουνίου ο πατέρας της λίγο έλειψε να σκοτώσει τη μητέρα της μ’ ένα τσεκούρι. Δεύτερο, το τέλος της παιδικής της ηλικίας, η πρώτη περίοδος, που συμπίπτει με την πρώτη μετάληψη. Κι ακόμη, ο καμπινές έξω από το σπίτι, το κοινό δωμάτιο όπου κοιμόταν με τους γονείς της, τα χαστούκια και οι βωμολοχίες της μητέρας της, οι μεθυσμένοι πελάτες του παντοπωλείου τους, οι οικογένειες που αγόραζαν βερεσέ, μια διαρκής ντροπή που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το καθολικό ιδιωτικό σχολείο όπου φοιτούσε. Ένα βράδυ που γύριζε από εκδρομή μαζί με τις συμμαθήτριές της και τη δασκάλα, ένιωσε τεράστια ντροπή βλέποντας να ανοίγει την πόρτα του παντοπωλείου η μητέρα της, αναμαλλιασμένη, σιωπηλή, νυσταγμένη, με μια νυχτικιά ζαρωμένη και λεκιασμένη – το ίδιο ρούχο με το οποίο σκουπιζόταν μετά το κατούρημα. Η ντροπή ήταν μεγαλύτερη, γιατί για πρώτη φορά έβλεπε τη μητέρα της με τα μάτια του ιδιωτικού σχολείου. Η ντροπή έγινε τρόπος ζωής για τη δωδεκάχρονη.
Το βιβλίο «Η ντροπή» γράφτηκε το 1996, ίσως από την επιθυμία της συγγραφέως να φανεί αντάξια των όσων έζησε στα δώδεκα χρόνια της, μέσα στην ντροπή.
5.
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι πέθανε πριν από λίγες μέρες, στην ηλικία των 89 ετών, και αν δεν ξέραμε τα του βίου του δεν θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι το μυθιστόρημα «Ο επιβάτης», μαζί με το δίδυμό του, «Stella Maris», που κυκλοφορεί επίσης από τον Gutenberg σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή, είναι έργο ενός 90χρονου.
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι, από τους τελευταίους συγγραφείς του λεγόμενου μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος, φαίνεται ότι ανέβαλε τον θάνατό του προκειμένου να ολοκληρώσει και να δει εκδομένο το κύκνειο άσμα του. Από την πρώτη κιόλας παράγραφο του «Επιβάτη», η γλώσσα, η σύνταξη, η εικονοποιία του ΜακΚάρθι μάς συγκλονίζει.
Το μυθιστόρημα είναι η ιστορία δύο αδελφών, του Μπόμπι και της Αλίσια Γουέστερν, που μεγαλώνουν στο ανατολικό Τενεσί και βιώνουν επώδυνα το ότι ο πατέρας τους ήταν από τους πρωτεργάτες της ατομικής βόμβας. Ο Μπόμπι είναι δύτης διάσωσης και η Αλίσια ιδιοφυής μαθηματικός, που όμως πάσχει από σχιζοφρένεια και είναι θεραπευόμενη στο ψυχιατρείο «Stella Maris». Μεταξύ των δύο αδελφών υπάρχει αγαπητική σχέση που υπερβαίνει την αδελφική. Σε μια αποστολή του για τον εντοπισμό ενός αεροπλάνου τσάρτερ που έπεσε στον Κόλπο του Μεξικού μεταφέροντας δέκα επιβάτες, ο Μπόμπι ανακαλύπτει ότι μέσα στο αεροσκάφος υπάρχουν μόνο εννιά. Πού μπορεί να είναι ο δέκατος επιβάτης; Αρχίζει έτσι μια μεγάλη περιπέτεια για τον Μπόμπι με δυσάρεστες εκπλήξεις, επώδυνες και επικίνδυνες, αλλά ταυτόχρονα μια περιπέτεια σχέσεων με φίλους και γνωστούς, στο αμερικανικό τοπίο του Νότου που γίνεται το πεδίο της κριτικής και της μυθιστορηματικής αποκάλυψης για την κρίση, ίσως και το τέλος του δυτικού κόσμου. Άλλωστε ο ήρωας δεν ονομάζεται τυχαία Γουέστερν.
Η μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή είναι εξαιρετική.
6.
Οι επιλογές μου από τη μεταφρασμένη λογοτεχνία κλείνουν με τη συλλογή διηγημάτων «Αιθέριοι Κόσμοι» μιας σημαντικής σύγχρονης Ρωσίδας συγγραφέως, της Τατιάνα Τολστάγια. Η συλλογή, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ρωσικά το 2015, αποτελείται από 16 διηγήματα, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο και με μεγάλη αμεσότητα.
Τα θέματά της στηρίζονται στην αυτοβιογραφία χωρίς να είναι καθόλου εγωκεντρικά. Μας δείχνουν μια καθημερινότητα στη Ρωσία, στο Λένινγκραντ όπου σπούδασε λατινικά και ελληνικά, σπουδές στις οποίες το καθεστώς δεν επενέβαινε, τη μετασοβιετική εποχή, την αμερικανική εμπειρία της αλλά και την ελληνική.
Απόλαυσα ιδιαίτερα το διήγημά της «Μακρινές χώρες, Γράμμα από την Κρήτη σε έναν φίλο στη Μόσχα», όπου οι παρατηρήσεις για το πώς αλλάζουν οι κοινωνίες, για το πώς η παράδοση έχει τον ρόλο της, για το τι κάνουν οι Ρώσοι και οι ρωσόφωνοι στην Κρήτη υπερβαίνουν το βίωμα και αγγίζουν τον λογοτεχνικό στοχασμό.
Η μετάφραση από τα ρωσικά είναι της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, με την οποία έχουμε συζητήσει πρόσφατα σε podcast αυτής εδώ της σειράς.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Πρόκειται για εκδοτικό άθλο. Όχι μόνο γιατί είναι πολυσέλιδο (702 σελίδες στην ελληνική έκδοση), όχι μόνο γιατί προϋποθέτει ειδική τυπογραφική μορφή, με πολλά σύμβολα κ.λπ., αλλά και για τον ακροβατικό πλούτο της γλώσσας, τις επινοημένες λέξεις, έτσι ώστε η δουλειά του μεταφραστή να είναι δύσκολη και ταυτόχρονα δημιουργική. Είναι λοιπόν και μεταφραστικός άθλος.
Το μυθιστόρημα «Οι αθέατοι» του Αλέν Νταμαζιό ανήκει στην επιστημονική φαντασία, αλλά κινείται και στον χώρο του θρίλερ και της πολιτικής μυθοπλασίας. Άλλωστε ο Αλέν Νταμαζιό θεωρείται σήμερα ο κορυφαίος Γάλλος συγγραφέας του φανταστικού και της πολιτικής δυστοπίας.
Στο μέλλον, συγκεκριμένα το 2040, η Γαλλία έχει πτωχεύσει και ιδιωτικοποιεί όλο τον δημόσιο τομέα εκτός από τις δυνάμεις ασφαλείας. Οι πλούσιοι μπορούν να αγοράζουν δικαιώματα, προνόμια, ακόμη και ολόκληρες πόλεις. Αντίθετα οι φτωχοί περιθωριοποιούνται, είναι οι απόκληροι και οι αποκλεισμένοι. Η προηγμένη ψηφιακή τεχνολογία χρησιμοποιείται ως μηχανισμός ελέγχου κάθε πτυχής της ζωής και όσοι σκέφτονται ή κινούνται διαφορετικά εντοπίζονται αμέσως. Παρ' όλα αυτά η καταστολή δεν είναι απόλυτη. Από τις ρωγμές της ξεμυτίζουν οι απόκληροι, που προσπαθούν να αντισταθούν έχοντας ως συμμάχους τους τους «Αθέατους», υβριδικά όντα, μεταξύ ανθρώπου και ζώου, που κατορθώνουν να ξεφεύγουν από την επιτήρηση. Έξι είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές του βιβλίου. Ανάμεσά τους το ζεύγος Λόρκα και Σαχάρ Βαρέζ, που αναζητούν την εξαφανισμένη κόρη τους. Μήπως έχει καταφύγει στους Αθέατους; Μήπως έχει μεταμορφωθεί σε αθέατη;
Ο Νταμαζιό φτιάχνει μια συναρπαστική αφήγηση, παίζει με τον χρόνο, ενσωματώνει απόψεις φιλοσόφων, δείχνει μια δυστοπική πραγματικότητα που τη βλέπουμε κιόλας, ιδιαίτερα στο θέμα της ψηφιακής επιτήρησης. Είναι όμως μυθιστόρημα αισιόδοξο και βαθιά ανθρώπινο, καθώς τα συναισθήματα δεν έχουν εξαφανιστεί. Ένας μεταφορικός αθέατος κόσμος που μπορεί να είναι η σωτηρία μας.
ΔΟΚΙΜΙΑ
1.
Ο Μίλαν Κούντερα πέθανε, και μάλιστα σε ηλικία 94 ετών, ζήτω ο Κούντερα και ζήτω το μυθιστόρημα. Το Bιβλιοπωλείο της Εστίας κάνει λοιπόν πολύ καλά που επανεκδίδει το θρυλικό δοκίμιο «Η Τέχνη του Μυθιστορήματος» σε καινούργια μετάφραση του Γιάννη Χάρη από την οριστική γαλλική έκδοση του 2011.
Και λέω θρυλικό γιατί το έκτο μέρος του δοκιμίου είναι το «Εξήντα έξι λέξεις», δηλαδή ένα ιδιότυπο λεξικό με τις λέξεις-κλειδιά για τα μυθιστορήματα του Κούντερα. Ανάμεσά τους οι λέξεις αφορισμός, βιβλίο, γέλιο, γεράματα, ελαφρότητα, λήθη, μοντέρνος και άλλες. Ο συγγραφέας συνέταξε το λεξικό αυτό μετά το σοκ που του προκάλεσε ο τρόπος με τον οποίο είχε μεταφραστεί το «Αστείο» στις διάφορες γλώσσες της δυτικής Ευρώπης.
Ο Κούντερα γράφει εδώ για το μυθιστόρημα, για τον Θερβάντες και την υποτιμημένη κληρονομιά του –ελπίζω όχι πλέον–, για τον Χέρμαν Μπροχ και τους «Υπνοβάτες» του, για τη μυθιστορηματική σύνθεση. Και γράφει από την πλευρά του πρακτικού, του χειροτέχνη, και όχι από την πλευρά του θεωρητικού ή της θεωρίας. Από την άποψη αυτή η «Τέχνη του μυθιστορήματος» μας ενδιαφέρει ως αναγνώστες. Ευχαριστούμε, αείμνηστε Μίλαν Κούντερα.
2.
Ο θόρυβος που είχε ξεσπάσει τις προηγούμενες μέρες στα σόσιαλ μίντια για την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, κυρίως η αιχμή ότι ως συστημική καλλιτέχνιδα λειτουργεί ως άλλοθι του συστήματος, ότι το σύστημα που τη χρηματοδοτεί, ανέχεται και θέλει τη διαφορετικότητα, με έκανε να διαβάσω με πολύ ενδιαφέρον και να σας το συστήσω το δοκίμιο του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ Γκρέγκορι Πιερό «Ο αποικιοκράτης χίπστερ» (αγγλικά «Decolonize Hipsters», που είναι κάπως διαφορετικό). Οι περισσότεροι γνωρίσαμε τους χίπστερ κυρίως στη δεκαετία του 1990 ως ένα κίνημα, μια υποκουλτούρα, με χαρακτηριστική μουσική, ντύσιμο, κούρεμα, μάρκες ρούχων κ.λπ.
Στο δοκίμιό του όμως ο Αμερικανός καθηγητής μας λέει, ανατρέχοντας στην ιστορία, ότι οι χίπστερ είναι τελικά εμπροσθοφυλακή της αποικιοκρατίας στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα της πολιτιστικής αποικιοκρατίας που προβάλλει μια λευκή, κουλ ομογενοποίηση, διαγράφοντας τη μνήμη της διαφορετικότητας.
Η πραγμάτευση του Πιερό είναι τεκμηριωμένη, με παραδείγματα κ.λπ., μολονότι ξέρουμε ότι σήμερα κάθε κοινωνική έρευνα στην Αμερική δεν παίρνει σεντ αν δεν έχει μέσα θέματα αποικιοποίησης, αποικιοκρατίας, gender και παρόμοια. Παρ' όλα αυτά, το δοκίμιο είναι χρήσιμο γιατί μας βάζει να σκεφτούμε για τα κινήματα, τη σκοτεινή πλευρά τους, τον τρόπο με τον οποίο τα οικειοποιείται η κυρίαρχη κουλτούρα και τα κάνει ακίνδυνα και δικά της, όλα αυτά τα θέματα που απασχολούν σήμερα τις δυτικές δημοκρατίες.
ΤΑΞΙΔΙ
1.
Όσοι αγάπησαν τον «Δούναβη», του Τριεστίνου συγγραφέα Κλάουντιο Μάγκρις θα αγαπήσουν και το «Ένα ατελείωτο ταξίδι». Είναι κάπως σαν ισοδύναμο του «Δούναβη», αλλά δοσμένο μέσα από πολλές αφηγηματικές δόσεις, μέσα από ταξίδια σε τόπους, παραδόσεις, λογοτεχνίες, πόλεις, λαούς. Τα περισσότερα ταξίδια έγιναν στο διάστημα 1981 έως 2004, δηλαδή σε μια εποχή που όλα αλλάζουν στην Ευρώπη.
Ο Μάγκρις πηγαίνει όμως πέρα από την πολιτική, βυθίζεται στο πνεύμα του τόπου, έτσι ώστε ο καθένας μας να γίνει Κανένας, όπως ο ίδιος το περιγράφει: «Στο ταξίδι, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μαθαίνεις έντονα να είσαι ο Κανένας, αντιλαμβάνεσαι ουσιαστικά πως είσαι ο Κανένας. Ακριβώς αυτό σου επιτρέπει μπροστά σ’ έναν αγαπημένο τόπο, που έχει γίνει σχεδόν σωματικά μέρος ή επέκταση του εαυτού σου, να πεις, ως αντίλαλος του Δον Κιχώτη: εδώ εγώ ξέρω ποιος είμαι».
Ο Μάγκρις ταξιδεύει φυσικά στα αγαπημένα του μέρη, δηλαδή στον γερμανόφωνο κόσμο, στην Ανατολική Ευρώπη, στα Βαλκάνια αλλά και στην Ισπανία, στο Λονδίνο, στην Κίνα. Η ματιά του είναι πάντα έκκεντρη και εκκεντρική. Ας πούμε, στο αφήγημα «Τσίτσι και Τσιριμπίρι» το θέμα του είναι μια μειονότητα Βαλάκων, δηλαδή Βλάχων από τη Ρουμανία, που μετανάστευσαν στην Ίστρια, δείχνοντας αυτό το μωσαϊκό των ανθρώπων, που να το παρατηρείς, να το ψάχνεις, αποτελεί πάντα βασικό στοιχείο των ταξιδιών.
2.
Ανόθευτα καλοκαίρια στα ελληνικά νερά μέσα από τα σημειωματάρια ταξιδιού του Ζήσιμου Λορεντζάτου, με τίτλο «Στου τιμονιού το αυλάκι». Ο συγγραφέας και στοχαστής ταξιδεύει με ιστιοπλοϊκό στο Ιόνιο, στη Μάνη, στο Αιγαίο, από το 1974 έως το 1981, και καταγράφει το τοπίο, ιδιαίτερα την αίσθηση του τοπίου, τα μποστάνια, τα φρούτα, τα μυριστικά, τα ζωντανά, τον ουρανό, το κύμα, έναν κόσμο που έχει πλέον εξαφανιστεί μέσα στα λίγα χρόνια της υπερτουριστικής εκμετάλλευσης.
Τα κείμενα λοιπόν του Λορεντζάτου δεν δημιουργούν νοσταλγία αλλά μια γνώση για κάτι που έχει χαθεί οριστικά και που μπορούμε να το μαντέψουμε μέσα από τα απομεινάρια, κυρίως όμως μέσα από την ίδια τη θάλασσα και το σχήμα των νησιών στον χάρτη. Φυσικά υπάρχει η ποίηση που διασώζει αυτό το θαλασσινό και τη μεταφορά για πάντα. Αυτό απομένει: «Φευγάτα με τον άνεμο τα σύννεφα της μπόρας/Κανείς δεν ανταμώθηκε μαζί τους πουθενά».
Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1983. Κυκλοφορεί πάλι από τον Δόμο.
FOOD AND DRINK
Μην περιμένετε να σας προτείνω βιβλία με τρόπους χρήσης των κολοκυθανθών ή για το πώς θα εμπλουτίσετε το νεγκρόνι σας με κομματάκια καρπουζιού. Θα σας προτείνω όμως ένα συναρπαστικό βιβλίο για τη γεωπολιτική των τροφίμων, γραμμένο από τον Γάλλο γεωγράφο Πιερ Ραφάρ, που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε μετάφραση της Μαρίας Παπαηλιάδη.
Πρόκειται για το βιβλίο «Γεωπολιτική των τροφίμων και της γαστρονομίας. Από το δίκρανο στην τεχνολογία τροφίμων». Ο συγγραφέας έχει μάλιστα γράψει ειδικό πρόλογο για την ελληνική έκδοση, όπου με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία μάς λέει ότι η σχεδόν απεριόριστη πρόσβαση στα τρόφιμα δεν αποτελεί κάποια απαραβίαστη πραγματικότητα.
Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από το εμπόριο των τροφίμων, όπως αυτό της ζάχαρης, ο συγγραφέας μάς δίνει να καταλάβουμε ότι η κατανάλωση, το εμπόριο και η παραγωγή της ζάχαρης μετέβαλαν σε βάθος την οικονομική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση των κοινωνιών της Ευρώπης και της Καραϊβικής. Τα πιάτα μας, γράφει, δεν είναι ένα απλό αντικείμενο απόλαυσης αλλά είναι αποκαλυπτικά για την οργάνωση του κόσμου, για τους συσχετισμούς των δυνάμεων, τις συγκρούσεις κ.λπ. Ο κατάλογος με τις πιο διαδεδομένες παγκοσμίως κουζίνες δείχνει επίσης τον βαθύ δεσμό μεταξύ τροφίμων και γεωπολιτικής. Η διατροφή θεωρείται σήμερα βασικό όπλο της ήπιας διπλωματίας.
Από τα πιο απολαυστικά κεφάλαια είναι αυτό που έχει σχέση με την κοινωνική εξέλιξη του μάγειρα – από τους μάγειρες της παράδοσης μέχρι τους σημερινούς Ρενέ Ρετζέπι, Βλαντιμίρ Μούκιν, Ζοζέπ και Ζόρντι Ρόκα και άλλους. Ενδιαφέρον έχει επίσης το κεφάλαιο για το πώς η παγκοσμιοποίηση φέρνει στο προσκήνιο «ξεχασμένες» περιοχές και τις κουζίνες τους. Γράφει ο Πιερ Ραφάρ: «Ξεπεράστηκε πια το ενδιαφέρον για την ιαπωνική ή την κορεατική κουζίνα. Πέρασε και η μόδα της μεξικανικής και της μεσανατολικής μαγειρικής. Ήρθε τώρα ο καιρός για την κουζίνα της υποσαχάριας Αφρικής. Μπανάνα, μπάμιες, μανιόκα, πάστα φυστικιού είναι από τα βασικά συστατικά της». Μένει λοιπόν να το δούμε. Σημασία έχει ότι το πιάτο μας είναι ένα μικρό πεδίο γεωπολιτικής.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
1.
Τζένιφερ Ρίτσαρντ, «Ο Διάβολος μιλάει όλες τις γλώσσες». Αυτός ο διάβολος που μιλάει όλες τις γλώσσες δεν είναι άλλος από τον Μπάζιλ Ζαχάρωφ, τον Ζαχαρία Βασίλειο Ζαχάρωφ, έναν Έλληνα με τεράστια διεθνή επιρροή στην εποχή του, στο γύρισμα του 19ου προς τον 20όν αιώνα. Ο Μπάζιλ Ζαχάρωφ είναι ο ήρωας στη μυθιστορηματική βιογραφία της Τζένιφερ Ρίτσαρντ, που κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2020.
Ο Μπάζιλ Ζαχάρωφ, επιχειρηματίας σε πολλά πεδία, πετρέλαια, τράπεζες, καζίνα, κυρίως όμως έμπορος όπλων, συνομιλούσε με όλους τους ισχυρούς της εποχής του, τραπεζίτες όπως οι Ρότσιλντ, επιχειρηματίες όπως οι Ροκφέλερ, οι Κρουπ, ακόμη και με τον Άλφρεντ Νομπέλ, τον εφευρέτη της πυρίτιδας. Τα όπλα που πούλησε στους αντιμαχόμενους στρατούς κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησαν στον θάνατο εκατομμύρια στρατιώτες. Η παρουσία του ήταν τόσο έντονη, δημιουργούσε τόσο μεικτά αισθήματα, κυρίως αρνητικά, και ενέπνευσε, ως τύπος, συγγραφείς και καλλιτέχνες όπως ο Όρσον Γουέλς, ο Τζορτζ Μπέρναρ Σο, ακόμη και, πιο κοντά σε μας, ο Τόμας Πίντσον. Το βιβλίο της Τζένιφερ Ρίτσαρντ δείχνει ότι ο Ζαχάρωφ εμπνέει ακόμη και σήμερα.
Προσωπικότητα σκοτεινή, περνούσε άλλοτε ως Έλληνας άλλοτε ως Εβραίος, άλλοτε ως Ρώσος αριστοκράτης, αλλά η ελληνική ταυτότητά του ήταν αδιαμφισβήτητη. Κυνικός, πούλαγε όπλα ταυτόχρονα στην Ελλάδα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά ήταν και ο άνθρωπος που συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού του ελληνικού στρατού την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Φυσικά μια περιπετειώδης ζωή με απίστευτες επιπλοκές, περιπλοκές, ακόμη και δολοφονίες, που κάνουν τον Ζαχάρωφ ιδανικό μυθιστορηματικό ήρωα.
2.
Η συγγραφέας Ελευθερία Κόλλια συγκεντρώνει στο βιβλίο της με τίτλο «Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη. Μαρτυρίες και Αφηγήσεις για τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, 1957-2017» δεκάδες συνεντεύξεις ανθρώπων της οικογένειας του εκδότη, συνεργατών του, φίλων του κ.λπ., δημιουργώντας έτσι ένα αρχείο πρωτογενών πηγών που στο μέλλον μπορεί να αποτελέσει τη βασική πηγή μιας συνθετικής και αφηγηματικής βιογραφίας.
Το υλικό είναι πολύτιμο, πολύ περισσότερο που, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο από την αδελφή του, Λένα Σαββίδη, ο Λαμπράκης μισούσε το αρχείο, δεν ήθελε να αφήνει πίσω του κανένα τεκμήριο.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ
1.
Ο Κώστας Καλφόπουλος, γεννημένος το 1956, έφυγε ξαφνικά από τη ζωή πριν από λίγες ημέρες, αφήνοντάς μας όμως ως παρακαταθήκη τη συλλογή αυτή με επτά αστυνομικά διηγήματα που κυκλοφόρησε λίγο πριν πεθάνει.
Λάτρης του Μαρή –ο Καλφόπουλος ήταν από τους ανθρώπους που συνέβαλαν στην ανάδειξη και στην καθιέρωση του συγγραφέα του αστυνόμου Μπέκα–, λάτρης του Ζορζ Σιμενόν, λάτρης του ρεπόρτερ Τεν-Τεν, λάτρης του φλίπερ, λάτρης της λαϊκής κουλτούρας, λάτρης του ποδοσφαίρου και του Παναθηναϊκού, ο Καλφόπουλος στα διηγήματα αυτά συνοψίζει όλο του το πάθος για το αστυνομικό και το νουάρ και, παρότι λόγιος, πετυχαίνει να υπηρετεί τέλεια ένα λαϊκό είδος με τον τρόπο που το υπηρετούσαν οι συγγραφείς που έγραφαν σε συνέχειες για εφημερίδες και παλπ περιοδικά.
Ο τίτλος «Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φόνο» έρχεται, παραλλαγμένος βέβαια, από μια παλιά επιτυχία του Μπάμπη Τσετίνη που είχε τραγουδήσει η Λίτσα Διαμάντη.
2.
Με αυτή την έκδοση, που έχει σχεδιάσει με τον αναγνωρίσιμο τρόπο του ο Γιάννης Καρλόπουλος, είναι ευκαιρία να γυρίσουμε στις πηγές της αστυνομικής λογοτεχνίας, στους «Φόνους της οδού Μοργκ» του Έντγκαρ Άλαν Πόου, που δημοσιεύτηκαν το 1841 και θεωρούνται η αφετηρία του αστυνομικού λογοτεχνικού είδους.
Εδώ εμφανίζεται ο ιππότης Ογκίστ Ντιπέν, ένα είδος ντετέκτιβ, πριν την εμφάνιση όμως αυτής της ιδιότητας, που καλείται να εξιχνιάσει την άγρια δολοφονία μητέρας και κόρης στο σπίτι τους της οδού Μοργκ (νεκροτομείο) στο οποίο δεν υπάρχουν ίχνη παραβίασης.
Στον ίδιο τόμο βρίσκουμε επίσης τη μεγάλη νουβέλα «Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ», όπου ο Ντιπέν προσπαθεί να εξιχνιάσει ποιος σκότωσε το κορίτσι, τη Μαρί Ροζέ, που το πτώμα της βρέθηκε να επιπλέει στον Σηκουάνα. Η νουβέλα δημοσιεύτηκε το 1842 και θεωρείται συνέχεια των «Φόνων της οδού Μοργκ». Η έκδοση συμπληρώνεται με την επίσης γνωστή νουβέλα «Το κλεμμένο γράμμα».
Πρόκειται για πολύ ενδιαφέρουσα έκδοση, καθώς οι νουβέλες του Πόου συνοδεύονται από εισαγωγή του Πέτρου Μάρκαρη, από το περίφημο δοκίμιο του Σαρλ Μποντλέρ για τον Πόου, αλλά και από ένα κείμενο του Ντοστογιέφσκι για διηγήματα του Αμερικανού συγγραφέα, μεταφρασμένο από τα ρωσικά από τον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη, που δείχνουν πόση εντύπωση προξένησε ο Πόου και πόσο επηρρέασε συγχρόνους αλλά και μεταγενέστερους.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
1.
Μόνο ένα βιβλίο από την πρόσφατη, πρώτο εξάμηνο του 2023, ελληνική παραγωγή, καθώς πιστεύω ότι η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία είναι μάλλον κουρασμένη και ίσως ασθενεί. Η επιλογή μου είναι η νουβέλα του Χρήστου Οικονόμου «Πες της».
Μια κούριερ είναι η ηρωίδα ‒και αφηγήτρια‒ στη νουβέλα του Χρήστου Οικονόμου «Πες της». Δεν έχει όνομα, ίσως ούτε και ηλικία. Είναι κάτι σαν αρχέτυπο που μιλάει, ακούει, περιγράφει, διηγείται, σχολιάζει, στοχάζεται. Κυρίως μας οδηγεί σε απίστευτους μικρόκοσμους και μικροκαταστάσεις τόσο ακραία ρεαλιστικές, που γίνονται σουρεαλιστικές, μας δείχνει ανθρώπινους τύπους και μας αποκαλύπτει τα συγκλονιστικά παιχνίδια της γλώσσας. Οι κούριερ είναι πανταχού παρόντες, σύνδεσμοι της καθημερινής ζωής και συναλλαγής, ιδιαίτερα μετά την εποχή του lockdown. Αλλά για τους περισσότερους από μας είναι σαν αθέατοι, άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, στην κυριολεξία, καθώς πολύ συχνά μισανοίγουμε την πόρτα για να παραλάβουμε το δέμα που μας φέρνουν. Αυτήν τη συνθήκη φαίνεται ότι αξιοποιεί ο Χρήστος Οικονόμου και δίνει στην ηρωίδα του τη διάσταση του πνεύματος, κάτι σαν Άριελ, ένα ποιητικό όν.
Αυτή η διαρκής κίνηση είναι τελικά η πλοκή. Εξελίσσεται μέσα από στιγμιότυπα, φευγαλέες εικόνες που μπορεί να αποτυπώσει κανείς στα ελάχιστα λεπτά που ανοίγει μια πόρτα για την παράδοση ή μέσα από ασυνήθιστα πορτρέτα ανθρώπων και ανθρωπότυπων.
Έχει σημασία που στη νουβέλα του Οικονόμου «το κούριερ» είναι γυναίκα. Έτσι γίνεται πιο αθέατη, ίσως και πιο αδύναμη. «Δεν ήξερα ότι υπάρχουν γυναίκες κούριερ» ή «πρώτη φορά βλέπω γυναίκα κούριερ» είναι οι συχνότερες αντιδράσεις άμα τη εμφανίσει. Η ίδια λέει ότι είναι Η κούριερ, με κίνδυνο να δεχθεί λεκτικές επιθέσεις ή μαθήματα αντισεξιστικού λόγου. Όπως εκείνη τη φορά, από έναν φοιτητή στην Πειραϊκή, στον οποίο θα παρέδιδε ένα δέμα. «Μου είπε ότι το σωστό είναι να με λέω “το κούριερ”, γιατί πρέπει επιτέλους όλες οι Ελληνίδες να πάμε κόντρα στα ελληνικά, που είναι η πιο σεξιστική γλώσσα του κόσμου».
2.
Η εκδόσεις Κίχλη επανεκδίδουν τα διηγήματα του Η. Χ. Παπαδηματρακόπουλου, σε πολύ καλαίσθητες εκδόσεις, σε σχέδια της Εύης Τσακνιά. Λατρεύω αυτόν τον συγγραφέα που στα διηγήματά του παρουσιάζει, σχεδόν αυτοβιογραφικά, όψεις ζωής που κινούνται σε ένα όριο ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο, στο καλό και στο κακό, στο κανονικό και στο ανώμαλο. Ίσως κάποιοι θεωρούν τον κόσμο του Παπαδημητρακόπουλου ηθογραφικό.
Πιστεύω όμως ότι αυτά τα σύντομα διηγήματα είναι πολύ μοντέρνα ακόμη και ως γραφή, λιτά, σπίθες που είναι αρκετές να ανάψουν μεγάλες φωτιές. Ας τα διαβάσουν οι νεότεροι και ας ανακαλύψουν αυτόν τον συγγραφέα που γεννήθηκε το 1930.
ΠΟΙΗΣΗ
Θέλω, στην κατηγορία της ποίησης, να συστήσω δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν στο πρώτο εξάμηνο του 2023.
1.
Το ένα είναι η συλλογή «Ημέρες καλοσύνης» της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, από τις εκδόσεις Πόλις. Μια αφηγηματική ποίηση, τολμηρή, πολιτική, ερωτική, ομοερωτική, και πριν από όλα θαυμάσια, που αξίζει να διαβάσετε.
2.
Η δεύτερη σύστασή μου είναι το «Σώμα» του Γιάννη Αντιόχου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Είναι η συγκέντρωση ποιητικών συλλογών του, αρχίζοντας από νεανικά του ποίηματα, από το 1990. Η ποίηση του Γιάννη Αντιόχου είναι και αυτή μια ποίηση ερωτική, κοινωνική, πολιτική, μια ποίηση υπαινικτική, με πάρα πολλές αναφορές, σε άλλους λογοτέχνες, σε άλλους στίχους, σε άλλα ποιητικά περιβάλλοντα, σε άλλες ποιητικές ευαισθησίες, σε άλλους τρόπους ποιητικής αφήγησης.
+ 1
Και, τέλος, θα ήθελα να προτείνω κάτι που το δημιουργεί μια δική μου ανάγκη. Έχουμε διαβάσει αυτές τις μέρες ότι στο αρχαίο δράμα που παρουσιάζεται στα θέατρα, στα φεστιβάλ κ.λπ., το κείμενο, το αρχαίο κείμενο, δεν υπάρχει, δεν ακούγεται. Πρόκειται είτε για παραφράσεις, είτε για κείμενα στηριγμένα στο αρχαίο δράμα.
Έχοντας λοιπόν αυτή την ανάγκη να διαβάσω αρχαίο δράμα, να μπω μέσα σε μια καλή μετάφραση, να δω σύγχρονα ελληνικά που μεταγράφουν, μεταφέρουν στη δική μας γλώσσα, στη δική μας αίσθηση, στον δικό μας ήχο τα αρχαία ελληνικά, είχα την ανάγκη να διαβάσω ένα τέτοιο κείμενο. Το κείμενο αυτό λοιπόν που διάβασα, και που προτείνω να το διαβάσετε και εσείς, είναι η μετάφραση του «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου από τον ποιητή Νίκο Παναγιωτόπουλο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροδακιό.
Θυμίζω ότι αυτή η μετάφραση είχε ακουστεί μέσα στο ιστορικό κτίριο της Εθνικής μας Βιβλιοθήκης, το Βαλλιάνειο, από την Αμαλία Μουτούση, σε μια παράσταση που ήταν online. Έγινε λοιπόν χωρίς κοινό, μια συμπαραγωγή του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Εκεί ακούστηκε αυτός ο λόγος.
Στερέωμα τοῦ θεοῦ, ἑξαφτέρουγοι ἄνεμοι / πηγὲς τῶν ποταμῶν καὶ / ἀναρίθμητο γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου / μάνα γῆ, ὅλων μητέρα, καὶ παντεπόπτη ἥλιε κυκλοδίωκτε / σᾶς φωνάζω, κοιτάξτε με πῶς πάσχω / θεὸς ἀπὸ θεούς (...)