Αθώοι, τάχα μου

Αθώοι, τάχα μου Facebook Twitter
0

Tο Σάββατο το βράδυ (με τις βαριές βροχές) έκανα το λάθος να δω το The Innocents του Jack Clayton. Είναι μια ασπρόμαυρη ταινία του 1961, βασισμένη στο Στρίψιμο της Bίδας του Χένρυ Τζέημς. Μια νεαρή γκουβερνάντα (Ντέμπορα Κερ) ανακαλύπτει ότι τα δυο παιδιά που προσέχει σε έναν απομακρυσμένο αγγλικό πύργο είναι στοιχειωμένα από τις λάγνες ψυχές δυο νεκρών εραστών. Για να τα εξορκίσει, τα οδηγεί άθελά της στον θάνατο. Σημείο σκοτεινό: δεν ξέρεις ποτέ αν όντως τα παιδιά είναι κυριευμένα από το πνεύμα των νεκρών ή η γκουβερνάντα είναι θολωμένη από τις φουσκοθαλασσιές του παρθενικού κορμιού της.

Οι γοτθικοί γκρίζοι όγκοι, οι μαρμαρένιοι άγγελοι που από το στόμα τους βγαίνουν κατσαρίδες, οι κυκλικές σέρες, οι ροδώνες και τα βάζα με τα κυριολεκτικά χιλιάδες άσπρα τριαντάφυλλα που μονίμως φυλλορροούν, το μαύρο βελούδο που πάνω του πέφτουν τα δάκρυα της νεκρής που ψάχνει στα σκοτάδια τον σέξι νταγλαρά της δημιουργούν μιαν ασημένια αρπάγη, που πριν το καταλάβεις σε έχει καθηλώσει και τρομάξει σαν μικρό παιδί. Το The Others του Aλεχάνδρο Αμενάμπαρ στηρίζεται στην ίδια ιστορία, αλλά είναι μια σχεδόν αστεία σκηνοθεσία μπροστά στο γερό κόκαλο του Clayton, που γεμίζει τη φύση ανατριχίλες και τα νούφαρα στη λίμνη τα κάνει να μοιάζουν με χέρι πνιγμένου που μάς καλεί να πέσουμε κι εμείς! Μπροστά δε στο πρόσωπο της Ντέμπορα Κερ (που μοιάζει με απαλά ρυτιδωμένη θάλασσα που στο βάθος της συγκρούονται τα ρεύματα της τύχης και του σεξ) το πρόσωπο της Νικόλ Κίντμαν μοιάζει τάφρος με ασβέστη: ένα καυτό τίποτα.

Έπαθα, λοιπόν, των παθών μου τον τάραχο (νυχτιάτικα) διότι μικρός είχα μια φοβία: ότι μια μέρα θα δαιμονιστώ! Ήταν της μόδας τότε ο δαιμονισμός στη μικρή μου γειτονιά. Δυο συμμαθητές του αδερφού μου και μια γειτονοπούλα είχαν πέσει στα μωσαϊκά της εκκλησιάς σφαδάζοντας. Το θέαμα ήταν ακαταμάχητο και με επηρέασε. Το βράδυ δεν κοιμόμουν πια μόνος στο δωμάτιο. Γύρω μου ανάσαιναν οι Άλλοι!

Η ταινία αυτή (που θεωρείται δικαίως κομβική ταινία στο σινεμά του υπερφυσικού) μού ενεργοποίησε τις παιδικές φρεναπάτες, και όσο χαζό κι αν ακούγεται, κοτζάμ γομάρι, έβλεπα όλη νύχτα αγριεμένα όνειρα. Χωρίς να ξέρω ακόμα αν αυτό οφειλόταν στη μοναδική σαγήνη που ασκεί το αριστούργημα του Clayton, στις  μπόρες του Σαββάτου ή στο προβληματικό μου παρελθόν.

Εν πάση περιπτώσει, η Κυριακή ξημέρωσε στην πλυμένη πόλη πάμφωτη. Πήγα να συναντήσω τον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο να στήνει την έκθεσή του στο Μπενάκη της Πειραιώς και βρήκα αυτόν το σπουδαίο, σοβαρό καλλιτέχνη ανάμεσα στα μεγάλα ταμπλό του, που τα περισσότερα μοιάζουν με φαντάσματα επίσης - φάσματα μοτοσικλετιστών, φιγούρες απ' τις οποίες μένει μόνο η άλως της ψυχής (ποιας ψυχής;) ως ένα χειρονομιακό περίγραμμα: κίτρινο, μαύρο, φλούο πράσινο. Μόνο πνεύμα, μόνο ουσία - το ίχνος που αξίζει να αφήνει πίσω του κανείς, δηλαδή το πνεύμα του, όσα σκέφτηκε κι όσα ένιωσε.

Μπερδεμένο; Όχι τόσο. Λένε ότι είμαστε ό,τι κάνουμε. Εγώ λέω πως είμαστε ό,τι νιώθουμε.

Ο Clayton κι ο Μάκης το ξέρουν ήδη.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΕ ΣΤΟ TWITTER: www.twitter.com/tsagkarousianos
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ