Loving U, Loving me

Loving U, Loving me Facebook Twitter
0

Έγινε κάτι την περασμένη εβδομάδα που με στενοχώρησε πολύ. Οι Αρμένιοι της Αθήνας προσβλήθηκαν από τη σάτιρα του Πιτσιρίκου για τη Γιουροβίζιον. Η fatwa διαδόθηκε μέσω e-mail, το απόσπασμα αναπαρήχθη εκτός του context του και τα τηλέφωνα του γραφείου δεν έπαψαν λεπτό. Οργή, αγανάκτηση, φωνές. Στο τέλος, χαμήλωσαν λίγο οι τόνοι και οι άνθρωποι, παρά την πίκρα τους κατάλαβαν: ότι είμαστε φίλοι τους, όχι εχθροί τους, κι ότι αυτό ήταν μια υπερβολή της σάτιρας, η οποία από τη φύση της υπερβάλλει και ρίχνει αλάτι στις πληγές.

Μίλησα προσωπικά μαζί τους στα τηλέφωνα όποτε μπορούσα, για να τους εξηγήσω και κυρίως να τους καθησυχάσω. Καταλαβαίνω απολύτως την εγρήγορσή τους και την αίσθηση κινδύνου που τους καταδιώκει. Όλα έχουν ρίζα στον αναίτιο κι άδικο θάνατο που έχουν βιώσει. Αυτό τους έχει κάνει ευαίσθητους με το παραμικρό. Γιατί από τα μικρά ξεκινάνε πάντα οι μεγάλες τραγωδίες. Το ξέρουν. Το θυμούνται.

Όμως εδώ υπερέβαλαν. Ήταν ένα αθώο, πραγματικά αθώο, εφηβικό, χοντροκομμένο αστείο. Δεν είχαν να φοβούνται. Ούτε κανείς (εκτός από τους ίδιους) διαβάζοντας τον Πιτσιρίκο, είδε ότι δικαιολογείται καθ' οιονδήποτε τρόπο η γενοκτονία των Αρμενίων! Γελάσανε με την ασέβεια, και πήγαν παρακάτω. Βέβαια, δεν ξέρω τι θα έλεγα αν το αστείο αυτό αφορούσε νεκρούς της δικής μου οικογένειας. Ίσως να έχανα κι εγώ οιαδήποτε αίσθηση χιούμορ.

Κι η πλάκα είναι ότι έχω κι εγώ, πιθανότατα, αρμένικη ρίζα. Τσαγκαρουσιάν. Ή μια παραφθορά του. Μου το είχε πει ένας θειός μου, στην κηδεία του πατέρα μου, αλλά ποτέ δεν το έψαξα. «Ο προπάππος σου ήρθε πρώτος στη Ζάκυνθο. Αμέσως εγκλιματιστήκαμε». Το είπε αδιάφορα - άνθρωπος λαϊκός, της καθημερινότητας, που δεν του λέγανε πολλά τα γενεαλογικά δέντρα. Είχα ζητήσει από τον Ρουπέν Καλφαγιάν (παλιό φίλο! - για να επιταθεί  η παραδοξότητα της παρεξήγησης) να ψάξει στα δημοτικά αρχεία του Ερεβάν. Μου είπε ότι δεν βρήκε τίποτα.

Τώρα έχω απέναντί μου τον συμπαθέστατο άνθρωπο που μου έχει φέρει την επιστολή διαμαρτυρίας, να δημοσιευτεί στη σελίδα των επιστολών. Και μου μιλάει με τρυφερότητα: «Ξέρεις, γύρω στο 1912, στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά έφτασε ένα κύμα απο ορφανά Αρμενίων. Τα υιοθέτησαν και έγιναν αμέσως Έλληνες. Έτσι, λίγο πολύ ήρθαμε όλοι στην Ελλάδα. Θα ψάξω και θα βρω, μείνε ήσυχος».

Βλέπω λοιπόν τη σκηνή συνολικά. Βράδυ Τρίτης, στο Σύνταγμα, σε ένα γραφείο φωτισμένο, δυο άντρες συνομιλούν. Ο ένας κρατάει ένα γράμμα που διαμαρτύρεται για το τι έγραψε το περιοδικό του άλλου. Κι ο άλλος τον παρακαλεί να ψάξουν και να βρουν αν είναι κοινό και ολόιδιο το παρελθόν τους και ο λαός τους.

Είναι πολύπλοκη η ζωή και ο κόσμος. Άμα τη δεις από πολύ κοντά, τυφλώνεσαι, μπερδεύεσαι. Και αδικείς. Εκατέρωθεν.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ