Όπως επανειλημμένως έχω πει, πηγαίνω σ’ ένα μπαρ του κέντρου και πίνω. Όχι πολύ. Όχι όσο οι ήρωες της Κατάη, που καταλήγουν να πίνουν το φεγγάρι στη μεσαιωνική Κίνα. Ούτε όσο οι ήρωες του Όζου, που σε μικροσκοπικά, ξύλινα μπαρ στο Τόκιο τραγουδάνε και κλαίνε και μιλάνε συνήθως για τα παιδιά τους, που παντρεύονται και φεύγουν, και τη στεγνότητα του γήρατος. Πίνω σεμνά, γιατί πριν από λίγα χρόνια με είχε πειράξει κι έβγαζα πετέχειες, πίνω αργά για να ρεμβάζω και προπάντων πίνω μόνος (όσο μπορώ): θεωρώ, όπως και ο Καβάφης, φιλεύσπλαχνο το οινόπνευμα, μπορείς να μιλάς με σκιές και ν’ αντέχεις.
Όταν πίνω, δεν θέλω ν’ ακούω μουσική. Έχει μια βυθιότητα η κατάσταση, που της ταιριάζει η γαλήνη - η σιγαλιά που επικρατεί πριν από τον σεισμό. Μ’ αρέσει να στέκομαι στην μπάρα ή να στηρίζομαι όρθιος και να παλινδρομώ σε αδιόρατα οχτάρια, σαν να χορεύω. Αν παραπιώ, στο βάθος της ρινικής κοιλότητας αισθάνομαι κάτι σαν φούσκωμα που θέλει να ξεσπάσει. Δεν το αφήνω.
Σ’ αυτό το μπαρ πηγαίνω χρόνια, γιατί οι πότες είναι (μάλλον ήταν) σοβαροί. Προσδίδουν μια άτυπη θρησκευτικότητα στο μέρος - όπου συνήθως πάω να επαναφέρω μέσα μου πρόσωπα που δεν ζουν ή είναι σαν πεθαμένα. Αυτή η τελετή, που γίνεται αυτοματικά, με μόνο τυπικό τις στερεότυπες κινήσεις του ανθρώπου που βάζει το ποτό, θέλει μια επισημότητα για ν’ αντέξει, διότι κατά βάσιν είναι γελοία, είναι υπερβολική για μια αμνήμονα κοινωνία σαν τη δική μας. Γελοία, ξεγελοία, την τελώ.
Το μπαρ που μ’ αρέσει θέλω να έχει δυνατά φώτα, δεν μου αρέσει η θεατρικότητα του ημίφωτος. Μ’ αρέσει το κάπως δριμύ σκωτσέζικο ουίσκι, που το πίνω με νερό. Όταν υπάρχουν λεφτά, πίνω 12άρια και 20άρια - σκέτα. Το ιδανικό μου μπαρ έχει ξύλινη επένδυση στους τοίχους, τρόπαια από κυνήγια, δρύινη μπάρα - την ατμόσφαιρα που υπάρχει στο φιλμ του 1945 Ι know where I ‘m going, συνοπτικά: το πούσι των Highlands. Δεν έχω βρει τέτοιο μπαρ στην Αθήνα.
Μαζί με το ουίσκι μου προτιμώ ψημένο ψωμί με βούτυρο και λίγη σκέτη ντομάτα. Οι γκουρμέ μού λένε ότι δεν ταιριάζει - ας λένε.
Καμιά φορά, σπάνια πλέον, μετά το μπαρ αυτό, με πιάνει μια σειριακή παρόρμηση και πάω απ’ το ένα στο άλλο. Συνήθως καταλήγω σε μέρη που παίζουν σκαρταδούρες. Τότε η εσωτερική φωνή σαν ν’ αποκτάει echo, παύω ν’ ακούω τον εαυτό μου και βαριέμαι γρήγορα. Αν δεν βαρεθώ, τη βάψαμε - γυρνάω κουρέλι. Για να οδηγήσω, κλείνω το ένα μάτι μου.
Το να πίνεις, όταν πίνεις σωστά, είναι μια πράξη ισοδύναμη της φιλοσοφίας. Είναι οι διορθώσεις σε ό,τι έχει γράψει μέσα σου. Μπορεί να κάτσω έξι-εφτά ώρες σερί κλωθογυρίζοντας ένα όχι, ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμα που διυλίζω την έντασή του, πώς χτυποκάρδισε, με τι ταχύτητα μπήκαν ξανά τα χέρια στις τσέπες, κάποια αναποφασιστικότητα στην κίνηση και τα λοιπά και τα λοιπά - κι απ’ όλα αυτά τα εντελώς σωματικά πράγματα, να βγάλω ένα συμπέρασμα συντριπτικό για τη φύση των ανθρώπων και το νόημα του κόσμου, που με αφήνει άναυδο. Τότε αισθάνομαι πολύ ενήλιξ. Αλλά μ’ αρέσει να παρακολουθώ το σκαμπανέβασμα των ανθρώπων - είναι το βίτσιο μου.
Αν συγκινηθώ με κάποια σκέψη, πράγμα που λόγω ηλικίας είναι σύνηθες, το φούσκωμα που λέγαμε ξεσπάει - και δακρύζω. Γελοιότητες, δηλαδή. Τις κόβω μαχαίρι και φεύγω.
Είναι ωραίο να πίνεις. Είναι ωραίο να γυρίζεις στο σπίτι σου μέσα από άδειους δρόμους. Είσαι ανέμελος, αμέριμνος, με ελαφριά συνείδηση - αλλά είσαι συνήθως μελαγχολικός.
Διαβάστε τα Ημερολόγια του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου στο lifo.gr
σχόλια