Πέντε μέρες στο νησί -κι έχω γίνει πάλι άνθρωπος.
Έπεσε ο θυμός σα λέπι. Είπα: παύω να διαφιλονικώ με τα παλιά - κι έγιναν όλα ζάχαρη. Πήγα και βρήκα τους παλιούς μου φίλους. Τα ήπιαμε, τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε.
Ωραίο πράμα οι άνθρωποι, αλλά κι η φύση. Ιδίως τις νύχτες. Που το στερέωμα σε πλακώνει σαν τρελό διαμάντι. Πηγαίνω στα τσίπικα κλαμπάκια, στα χωριά, ν’ ανακατευτώ με Άγγλους. Φέτος και με Ρώσους. Σύντροφοι εν όπλοις, compagnons de misère - πίνουμε τα μπιρόνια σε έκσταση, με το μάτι να γυαλίζει από υπαρξιακή σαστισμάρα, αδεξιότητα και προλεταριακή χαρά.
Οδηγώ με μισόκλειστα μάτια, σχεδόν μαντεύοντας τις στροφές - τόσο καλά τις ξέρω. Σ’ έναν παράδρομο του Πλάνου, λίγο πιο κει απ’ το εξοχικό του Σολωμού, δεν υπάρχει φως κανένα. Σβήνω τη μηχανή και κάθομαι. Είμαι εκείνο το μικρό παιδί στο άσημο διήγημα του Ξενόπουλου που κοιμήθηκε μια νύχτα Αυγούστου με τον φίλο του δίπλα στις απλωμένες σταφίδες και είδε τον ουρανό ν’ ανοίγει.
Έτσι περνούν οι μέρες. Χωρίς να τρέχει τίποτα. Παλιά και νέα πρόσωπα φτιάχνουν την κουρελού που με σκεπάζει.
Χορταίνω αγάπη. Συνέρχομαι.
Διαβάστε εδώ τα Ημερολόγια του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου από το νησί
σχόλια