Παρασκευή, 11:00 μ.μ. σε τελειωμένο μπουζουκομάγαζο
Για κάποιο παράξενο λόγο, εγώ αποφάσισα πως έπρεπε να έρθουμε εδώ. «Πάμε, θα 'μαστε μόνο κορίτσια και θα 'ναι τέλεια» είπα στις φίλες μου κι αυτές πείστηκαν. Και οι δέκα. Καθώς κοιτάω γύρω μου σκέφτομαι πως θα 'πρεπε ίσως να το 'χαν σκεφτεί καλύτερα. Χαζεύω την πράσινη μοκέτα, τις χαλκογραφίες από βουκολικά τοπία και τις μάσκες κλόουν στους τοίχους, ενώ κάποιος κατεβάζει ένα συνθεσάιζερ από το πατάρι. Σκέφτομαι ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι τα κέντρα διασκέδασης στην εξωτική Καλαμπάκα. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Παίρνω τηλέφωνο τον Κ. «Να σου πω, νομίζω ότι έχω κάνει μια βλακεία. Θα με σκοτώσουν τα κορίτσια μόλις έρθουν εδώ πέρα». Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι το τι θα πει η Μ. («Είσαι τόσο κουλ, Μ.», της λέω συχνά-πυκνά με σαρδόνιο τόνο, «εσύ και οι μαυροντυμένοι φίλοι σου», κι αυτή μου λέει «Αϊ χέσου, βρομοκόριτσο»).Τώρα που δουλεύουμε μαζί έχω καταφέρει να της εμφυσήσω μια αγάπη για την ελληνική trash και τους μονόλογους της Κατερίνας στο Πιο λαμπρό αστέρι, αλλά οι indie καταβολές της την κάνουν να αντιστέκεται στα καλέσματά μου να τραγουδήσουμε μαζί Βαλάντη την ώρα που διαβάζουμε Δελτία Τύπου.
Παρασκευή 12:30 μ.μ.
Τα τρία τραπέζια αριστερά της πίστας είναι κάλεσμα ενός κεφάτου κυρίου γύρω στα 60, που με την πρώτη νότα σηκώνεται να χορέψει όλο σκέρτσο μαζί με μια μπριόζα ξανθιά με λαμέ φόρεμα που τα χορεύει όλα, από την «Ιτιά τη λουλουδιασμένη» μέχρι το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Τα τραπέζια του μπριόζου εξηντάρη αποτελούνται από γυναίκες έτοιμες να ζήσουν το σαγηνευτικό κάλεσμα της ξελογιάστρας πρωτεύουσας. Πρωτοστατούν μια κυρία γύρω στα 60 με άσπρο φόρεμα, άσπρο καλσόν και άσπρες λουστρινένιες γόβες («Αδερφή νοσοκόμα;» λέω στη Μάγδα. «Όχι, αδερφή μπογιατζή» μου λέει αποστομωτικά). Δίπλα της ακριβώς χορεύει κάτω από μια βροχή γαρυφάλλων μια κυρία με χτένισμα λάχανο. «Εκτός από το χτένισμα, πρέπει να τη χρέωσαν κι ένα μπουκάλι λακ» μου ψιθυρίζει η Μ. Έχουμε αρχίσει και τραγουδάμε κι εμείς δειλά όταν η Μάγδα, που κοιτάζει με μπλαζέ βλέμμα την πίστα, μου λέει: «Ποιες είναι αυτές; Πώς τολμάνε;» και σηκώνεται σαν υπνωτισμένη και χορεύει το «Αραπίνες, λάγνες, ερωτιάρες». Η δε Μ., για την οποία τόσο ανησυχούσα, έχει έρθει στο τσακίρ κέφι με τη βοήθεια χωριάτικου χύμα κρασιού στη μέση της πίστας και τραγουδάει το «Όσα αξίζεις εσύ», ενώ οι θαμώνες τη ραίνουν με σερπαντίνες. («Τι θα έλεγε η Chloe Chevigny για όλα αυτά Μ.;», θέλω να τη ρωτήσω, αλλά κρατιέμαι.) Δέκα λεπτά αργότερα έχουμε σηκωθεί όλες όρθιες - και οι δέκα. «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί» τραγουδάμε με πάθος «κι όχι κορόιδο στο κλουβί». «Α, μάλιστα. Τώρα ξυπνήσατε» γυρνάει και μας λέει ο μπουζουξής απ' το μικρόφωνο.
σχόλια