Σε ταβέρνα στο Λαύριο, κοιτάμε ένα σύννεφο που μοιάζει με πρόβατο.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια (από το τελευταίο Synch το 2006), το Λαύριο έχει γίνει στο μυαλό μου το μέρος που πάνε οι άνθρωποι όταν θέλουν να εξαφανιστούν. Σε μια μέρα πανικού και πίεσης πριν από δυο χρόνια, ο Νίκος είχε γυρίσει και μου είχε πει «Να πάνε όλοι στο διάολο Δέσποινα Τριβόλη. Δεν αντέχω άλλο. Θα κλείσω το κινητό μου και θα πάω στο Λαύριο», και μετά άφησε τους πελάτες του σύξυλους και πήγε να κάνει ηλιοθεραπεία. Από τότε, κάθε φορά που εξαφανίζεται κάποιος λέμε ότι πάει στο Λαύριο. Έχουμε κάτσει σε μια ταβέρνα κοντά σε ένα άδειο λούνα παρκ και κάτι σκονισμένους φοίνικες. Κοιτάω αποχαυνωμένη μια τα καλαμαράκια μία το πέλαγος, ενώ η Σ. καθαρίζει σχολαστικά τις πατούσες της από την άμμο. Η ταβέρνα είναι γεμάτη παιδάκια που τιτιβίζουν σαν μουρλά ανάμεσα στα τραπέζια. Δεν δίνουμε σημασία, μέχρι που βλέπω μια απειλητική πελώρια ροζ πιπίλα σχεδόν κολλητά στο πρόσωπό μου. «Γεια σου», λέω στην πιπίλα πρώτα και μετά στο παιδάκι απροσδιορίστου φύλου, που ρουφάει την πιπίλα. Κάτι λέμε για τα κιτς κλισέ των ελληνικών διακοπών (σφίχτης πορτιέρης σε παραλιακό κλαμπ / κάψιμο από το παπί, άσπρο ντεκόρ στο μπιτς μπαρ), όταν -τι ειρωνεία!- βλέπουμε το υπέρτατο κλισέ της ελληνικής ταβέρνας: το αμίλητο ζευγάρι. Εκείνος (πενηντάρης, άσπρο τζόκεϊ καπελάκι, καμένη κοιλιά από τον ήλιο) πίνει μπίρα, ενώ εκείνη (σαρανταπεντάρα, ξανθιές ανταύγειες, μαγιό με αλυσίδες αντί για μπρατέλες) καπνίζει και κοιτάει με κενό βλέμμα το άπειρο. Στις δυο ώρες που είμαστε εκεί δεν ανταλλάσσουν ούτε μια λέξη. Τρώνε μια χωριάτικη, πίνουν μπίρες και καπνίζουν. Σκέφτομαι πως το θλιβερό δεν είναι ότι δεν μιλάνε, αλλά ότι δεν μιλάνε γιατί δεν έχουν απολύτως τίποτα να πούνε. Οι διακοπές δεν είναι παρά μια θλιβερή υπενθύμιση του πόσο βαριούνται ο ένας τον άλλον. Σκέφτομαι ότι καθώς πλησιάζει η μεγάλη σεζόν του αθάνατου ελληνικού καλοκαιριού αυτή ακριβώς τη στιγμή, χιλιάδες αμίλητα ζευγάρια κλείνουν δωμάτια έτσι ώστε να μπορέσουν να κάτσουν με κενό βλέμμα σε κάποια παραλιακή ταβέρνα και να κοιτάνε ένα σύννεφο που μοιάζει με πρόβατο.
Πέμπτη, 9:00 το πρωί, κοντά στην Ομόνοια
Περπατάω γρήγορα στο κέντρο, κατηφορίζοντας τη Σταδίου: ανύποπτοι τουρίστες, ο πατέρας και ο γιος που πουλάνε πάντα τσατσάρες Αιόλου και Σταδίου γωνία, ηλικιωμένοι που τρώνε σε πλαστικές καρέκλες στην 3η Σεπτεμβρίου. Ο αριθμός 25 ανήκει σε μια σκοτεινή παλιά στοά - από αυτές που κάποτε είχαν και αναψυκτήριο στο βάθος. Στα αριστερά μου έχει μια αποθήκη ρούχων. Είμαι έτοιμη να πατήσω το κουμπί του ασανσέρ, όταν το μάτι μου πέφτει στην κατάσταση των κοινοχρήστων. Το κτίριο έχει 131 γραφεία. Ο διαχειριστής έχει σημειώσει με μπλε στυλό: «Εντός δυο ημερών να πληρωθούν κοινόχρηστα και ΔΕΗ γιατί θα κοπούν». Από δίπλα κάποιος έχει σημειώσει με μολύβι. «Όλο το λες. Κάν' το!».
σχόλια