Σάββατο απόγευμα στο τρόλεϊ.
Μπαίνω στη στάση του τρόλεϊ στην πλατεία Κλαυθμώνος, αγκαλιά με δυο μεγάλες σακούλες με κεριά (όχι, δεν θα καλέσω τον Σατανά, απλώς μου αρέσουν τα κεριά). Δυο στάσεις μετά, στη Φιλελλήνων, μπαίνει μια έγκυος - κι όταν λέω έγκυος, εννοώ ότι αναρωτιέμαι αν στο επόμενο πεντάλεπτο θα πρέπει να της κρατήσω το χέρι και να φωνάζω «σπρώξε, σπρώξε» στο ιδρωμένο αυτί της, λίγο πριν εμφανιστεί ένα μωρό που θα κλαίει σπαρακτικά, ενώ οι υπόλοιποι επιβάτες θα χειροκροτούν και θα κουνάνε αμερικανικά σημαιάκια. Πάει και κάθεται ακριβώς μπροστά από τις θέσεις του τρόλεϊ που είναι προορισμένες για άτομα με ανάγκες. Στη μοναδική αυτή θέση κάθεται ένας τραγόπαπας που την κοιτάει ατάραχος, μασώντας τσίχλα. Περιμένω να πάρει χαμπάρι πως μπροστά του εντός ολίγου γεννάει κάποιος, αλλά όχι. Δεν σηκώνεται ούτε αυτός ούτε και κανένας άλλος. Οk, εντάξει, σκέφτομαι, είμαι καλό κορίτσι, θα δώσω εγώ τη θέση μου στην κοπέλα. Σηκώνομαι, το τακούνι μου κάνει έναν απαίσιο, φριχτό ήχο, όπως πάω να βγω, λες και σέρνω κιμωλία πάνω σε πίνακα, και μετά φεύγει και σκάει με θόρυβο στο πάτωμα μαζί με τα κεριά που χύνονται κι αυτά στο πάτωμα του τρόλεϊ. Όλοι με κοιτάνε αμίλητοι να μαζεύω τα κεριά και να ξαναβάζω το παπούτσι μου, ενώ πλησιάζω την ετοιμόγεννη (θέλω να της πω να σταματήσει να παίρνει τρόλεϊ, να πάει κάπου να γεννήσει). «Δεν θέλετε να κάτσετε;» της λέω. « Όχι, όχι», μου λέει και παίρνει βαθιές αναπνοές από το παράθυρο. «Ανακατεύομαι, νιώθω πολύ παράξενα, δεν αντέχω να κάτσω». «Καλά», της απαντάω και ξαναγυρνάω στη θέση μου ταπεινωμένη, κρατώντας τα κεριά μου ντουκ, ντουκ ντουκ, σαν κάτι γριές στα χωριά που πονάει η μέση τους κι αντί να βηματίζουν μπροστά, τραντάζονται δεξιά-αριστερά σαν μικροί ελέφαντες.
Κυριακή, μεσημέρι, 15:00, στο σπίτι
Τουρτουρίζω αγκαλιά με την κουβέρτα μου στον καναπέ - στο σπίτι μας δεν υπάρχουν παιδιά ή ηλικιωμένοι, οπότε το καλοριφέρ ανοίγει τρεις ώρες τη μέρα με το ζόρι. Έχω μια θεωρία, ότι στην Αθήνα τον Γενάρη κάθε μέρα θυμίζει Κυριακή: μελαγχολία, αυτομαστίγωμα γιατί το σπίτι είναι ακατάστατο, δεν έχω γράψει ακόμα το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα και δεν κλείνει το φερμουάρ στο τζιν μου. Ο Πέτρος μου λέει: «Ώρα να κάνεις τη δίαιτα clean». Η δίαιτα clean είναι ένα πρόγραμμα για ημίτρελους, που απαιτεί να ξυπνάς στις 6 το πρωί, να τρέχεις 8 χλμ. τη μέρα και μετά να τρως σαλάτες και χυμούς με σκόρδο ολημερίς, μέχρι να πέσεις σε ντελιριακό ύπνο από την ασιτία. Την τελευταία φορά, μάλιστα, μας έβαλε όλους να μαγειρέψουμε σύμφωνα με τις συνταγές της δίαιτας και καταλήξαμε να τρώμε cream cheese φτιαγμένο από κάσιους και προβιοτικά σε σκόνη αγορασμένα από το φαρμακείο. Φυσικά, υπάρχει και ο φίλος μου ο Νίκος. Μου λέει ότι αυτό που έχει συμβεί είναι ανεπίτρεπτο, ότι οι υπόλοιπες φίλες του έχουν στεγνώσει από το τένις και τα γιαούρτια και μετά μου στέλνει βίντεο της Ελένης Καστάνη.
σχόλια