Σάββατο 13:00. Στον δρόμο για το Ναύπλιο.
Δεν έχουμε ιδέα πού πάμε - ακολουθούμε διάφορες πινακίδες, κι ένα αλλοπρόσαλλο αγγλικό GPS, που, εκτός από οδηγίες όπως «Follow Tragana Interchange», κάνει και παρατηρήσεις με οξφορδιανή προφορά «Please observe speed limit». Στο Ναύπλιο έχει σπίτι η καλύτερή μου φίλη κι έτσι πέρασα κομμάτι των εφηβικών μου καλοκαιριών περπατώντας πάνω κάτω, μπρος από τις καφετέριες με θέα το Μπούρτζι και τις ψαρόβαρκες και κάνοντας πατητές στις φίλες μου στην Καραθώνα. Λίγο έξω από το Άργος με πιάνει ένας ρομαντικός οίστρος: «Να, εδώ αρχίζουν οι πορτοκαλεώνες. Το καλοκαίρι ανοίγω πάντα το παράθυρο για τους μυρίσω». Μιλάω ξανά και ξανά για τις πορτοκαλιές, μέχρι που ο Σπύρος αρχίζει να με κοροϊδεύει μιμούμενος τη φωνή μου: «Πώς μ' αρέσουν οι πορτοκαλεώνες - τι απέραντη ποιητική ομορφιά».
Στο Ναύπλιο, 14:30.
Η κεντρική πλατεία, στολισμένη με θυρεούς για τις Απόκριες, θυμίζει άδειο σκηνικό από ταινία με ιππότες. Ανάμεσα στις σερπαντίνες που αιωρούνται στον αέρα βλέπω τον κόσμο που τρώει πίσω από τη βιτρίνα στα Νούφαρα. Στον δρόμο προς τον Σταθμό της Πυροσβεστικής περνάμε μέσα από μια παιδική χαρά - μια κοπέλα γύρω στα 20 κάνει κούνια ορμητικά: η κούνια τρίζει ολόκληρη κάτω από το βάρος της. «Koίτα την, κοτζάμ γαϊδούρα πάνω στην κούνια», ψιθυρίζω. Δέκα λεπτά αργότερα βρισκόμαστε σε μια δεύτερη παιδική χαρά δίπλα στις παλιές γραμμές του τρένου και γινόμαστε κι εμείς με τη σειρά μας γαϊδούρια: εγώ καβαλάω ένα ελεφαντάκι κι ο Σπύρος ένα δελφινάκι, μετά ανεβαίνουμε σε μια μπούρδα με ένα ελατήριο και γελάμε ηλίθια μέχρι που βλέπουμε έναν κύριο που μας κοιτάει και γελάει πίσω από μια πικροδάφνη. Δίκιο έχει.
Σε καφέ στο Ναύπλιο.
Είμαστε καθισμένοι σε έναν χρυσό καναπέ απέναντι από πολυελαίους μουράνο και ροκοκό καθρέφτες. Ακόμα και ο τοίχος είναι επενδυμένος με χρυσό καπιτονέ ύφασμα. «Αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι μέσα σε κουτί με σοκολατάκια» λέω και μετά πληρώνουμε και φεύγουμε. Περιπλανιόμαστε για ώρα μέσα στη βροχή, κολλημένοι σαν σιαμαίοι κάτω από μία μόνο παιδική ομπρέλα, γιατί ο Σπύρος δεν μπορεί να θυμηθεί πού έχει παρκάρει. Στον γυρισμό προσπερνάμε σκοτεινούς δρόμους και πινακίδες: Σταθαίικα, Μαλανδρένι, Κατοπόδι. «Χάσαμε την ευκαιρία να επισκεφτoύμε το Κατοπόδι», λέω στον Σπύρο. Βρέχει καταρρακτωδώς, ο δρόμος είναι κατασκότεινος κι εμείς ακούμε Vampire Weekend μέχρι που τελειώνει και η μπαταρία του iphone και βρισκόμαστε στη μούγκα. Ακόμα και η Margaret Thatcher του GPS έχει βγάλει τον σκασμό. Πέφτουμε συνέχεια πάνω σε μπλόκα ή σε έργα. Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα βλέπω μια γνώριμη πινακίδα: «Καλωσήρθατε στο Κατοπόδι».
σχόλια