Τετάρτη, 12:30 μ.μ.
Δεν δουλεύω σήμερα. Φτιάχνω καφέ την ώρα που χτυπάει το τηλέφωνο. «Θα 'ρθεις στην πορεία;» μου λέει ο Κ. « Α, παράτα μας, ρε συ Κ.» του λέω μέσα στα νεύρα και χτυπάω το μπρίκι δυνατά στο μάτι. «Το '89 και το '99 γιατί δεν πήγαινε κανείς να φωνάξει "κλέφτες, κλέφτες» κάτω από τη Βουλή; Δεν είχαν γίνει σκάνδαλα τότε; Όλα αυτά τα χρόνια που τους βούλωναν το στόμα με λεφτά καλά είχαν βολευτεί όλοι αυτοί. Πώς φτάσαμε να έχουμε 1,1 εκατομμύρια δημόσιους υπαλλήλους; Ποιος τους διόρισε όλους αυτούς ; Και ποιος τους ψήφισε; Με ποιανού την ανοχή φτάσαμε μέχρι εδώ; Τόσος κόσμος βολεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα θυμήθηκαν ότι οι πολιτικοί είναι κλέφτες;». « Λες βλακείες», μου απαντάει. «Μιλάς σαν απόστρατος. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο κόσμο έξω. Και τι σχέση έχει ένας δάσκαλος ή ένας ταχυδρόμος που δουλεύουν στο Δημόσιο με τους συνδικαλιστές του ΟΤΕ; Και πώς δέχεσαι έτσι αυτή την αδικία; Γιατί τους βάζεις όλους στο ίδιο τσουβάλι;», μου λέει και μου το κλείνει στα μούτρα. Λίγο αργότερα αρχίζουν τα τηλέφωνα, έχω τον υπολογιστή συνέχεια ανοιχτό. Μαθαίνουμε όλοι ότι πέθαναν τρεις άνθρωποι εγκλωβισμένοι μέσα σε μια τράπεζα. «Πάλι τα ίδια», σκέφτομαι, «να παρακολουθούμε από την τηλεόραση τα πάντα να διαλύονται, ο καθένας στο σπίτι του». Έχω θυμώσει, φωνάζω στο τηλέφωνο. Αισθάνομαι εγκλωβισμένη σαν να με έχουν κλείσει σε κλουβί. Όλοι οι φίλοι μού λένε το ίδιο ξανά και ξανά: «Πάμε να φύγουμε, να φύγουμε τώρα από αυτήν τη χώρα. Καλύτερα να πλένουμε πιάτα και να καθαρίζουμε σκάλες καλύτερα γκασταρμπάιτερ στη Γερμανία παρά να ζούμε εδώ».
Τετάρτη, 9:30 μ.μ. στον δρόμο
Διασχίζω την Αρδηττού, μετά στρίβω μπροστά από το Ζάππειο. Πρώτα με χτυπάει η μυρωδιά - καμένο και δακρυγόνα. Αποκαΐδια αιωρούνται στην άδεια λεωφόρο Αμαλίας. Ένα όχημα της Πυροσβεστικής είναι ακόμα σταματημένο μπροστά από το κτίριο του ΣΔΟΕ. Λίγο πριν τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου βρίσκεται το καμένο βαν ενός τούρκικου τηλεοπτικού σταθμού. Ένας τεχνικός κάτι χαρχαλεύει στο εσωτερικό του. Μερικά φωτάκια είναι ακόμα αναμμένα.
Τετάρτη, 11:30, στο σπίτι του Κ.
Έχουμε ξαπλώσει στον καναπέ. Το μόνο φως έρχεται από την τηλεόραση και τις γρίλιες. Ο Θ. λέει συνέχεια «είμαι θυμωμένος, αλλά δεν ξέρω με ποιον» και ο Κ. καπνίζει και μουρμουράει. «Απόψε νομίζω ότι θα γίνω λαϊκός Δεξιός, ποιος να μου το 'λεγε». Κοιτάμε το ταβάνι μέσα στο σκοτάδι. «Ρε, πρώτη φορά στη ζωή μου θέλω να φύγω από αυτήν τη χώρα, δεν την αγαπάω καθόλου. Αλλά δεν ξέρω τι να κάνω εκτός Ελλάδας». Απέξω κάποιοι έχουν βάλει Θεοδωράκη και τραγουδάνε δυνατά «Όταν σφίγγουν το χέρι, όταν σφίγγουν το χέρι», και μετά αρχίζουν το «Μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου» και το «Ένα το χελιδόνι». Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω. Σε ποια Αθήνα ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Ποια Ελλάδα περιγράφουν τα τραγούδια αυτά; Της χούντας; Της μεταπολίτευσης; Τι αντίσταση νομίζουν ότι κάνουν τώρα; Και σε ποιον αντιστέκονται; Ξέρουν;
σχόλια