Σάββατο βράδυ στο ταξί, 1:40 π.μ.
Είναι απ' αυτές τις βραδιές που πάει αργά ώσπου να αποφασίσω να βγω. Στη διάβαση της Ριζάρη περνάει από μπροστά μας μια γυναίκα γύρω στα 45, με βαθύ ντεκολτέ και σάλι, λίγο ταλαιπωρημένη αλλά πολύ σέξι. «Πολλές γυναίκες μόνες», μου λέει ο ταξιτζής και κουνάει το κεφάλι του. Τον κοιτάω από το καθρεφτάκι, είναι γύρω στα 50, μοιάζει με λαϊκή βερσιόν του Βασίλη Ραφαηλίδη. Δεν απαντάω, έχω μάθει από καιρό ότι τέτοιου είδους κουβέντες με ταξιτζή είναι πολύ κακή ιδέα. «Βλέπεις μιλιούνια γυναίκες πια, όλες μόνες. Βγαίνουν πέντε-πέντε μαζί. Στην εποχή μου οι γυναίκες συνοδευόντουσαν όλες», μου λέει, ενώ εγώ χαζεύω τον κόσμο που περιμένει στη στάση του λεωφορείου. «Και φταίνε οι γυναίκες. Τον νου τους στο χρήμα έχουν όλες. Κάποτε ιδρώναμε για να ρίξουμε γκόμενα στο κρεβάτι. Τώρα μου θέλετε όλες τον Κόκκαλη και το Βαρδινογιάννη. Το μόνο που σας νοιάζει είναι τα λεφτά». Α, μάλιστα, σκέφτομαι, ο γνωστός μύθος της γυναίκας που νοιάζεται μόνο για το χρήμα. Πάντα, όταν ακούω για φιλοχρήματες γυναίκες, φαντάζομαι μια γυναίκα με παρτό ολόσωμο μαγιό σκαρφαλωμένη σε ένα βουνό δολαρίων να γελάει ανέμελα, ενώ οι μπούκλες της κολλάνε στο λιπ-γκλος που έχει βάλει στα χείλη της, και μετά την Νταίζη Μπιουκάναν στον Μεγάλο Γκάτσμπυ («Ηer voice is full of money», έγραφε ο Φιτζέραλντ). «Μόνο εσείς φταίτε. Τώρα πέφτουν όλες τούκου-τούκου, το 'χετε ξεφτιλίσει το γυναικείο φύλο», συνεχίζει. «Ε, μην το λέτε αυτό, ευθύνονται και οι άντρες», απαντάω (δεν μπόρεσα να κρατηθώ). «Βλέπεις κοτζάμ άντρες (μιλάω τη γλώσσα του λαού) 35 χρόνων να μένουν ακόμα με τη μάνα τους. Εσείς, δηλαδή, μένετε ακόμα με τη μητέρα σας;». Πέφτει μια νεκρική σιωπή γιατί ναι, μάλλον έχω πέσει διάνα: ο τύπος μένει όντως ακόμα με τη μητέρα του στα 50 του. Ω, Θεέ μου. Στο ύψος του Συντάγματος αποφασίζει να ξεπεράσει την προσβολή. «Εσύ πού πας τέτοια ώρα;». «Έξω»(είμαι λαλίστατη). «Α, μάλιστα, πας να βρεις τις φίλες σου;». «Όχι, τον φίλο μου». «Χαχαχαχαχαχα, άκου τι λέει ρε, έχει φίλο, χαχαχαχαχα». Το βλέμμα μου («μου παγώνεις το αίμα με αυτό το βλέμμα», μου λέει ο Θ.) τον επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα. «Μπράβο κοπελιά», μου λέει βιαστικά. «Μπράβο, μπράβο πρέπει να 'σαι η μόνη. Καμία δεν έχει φίλο πια, μπαίνουν όλες εδώ μέσα και μου λένε ότι δεν βρίσκουν άντρα ούτε με καραμπίνα». Σκέφτομαι ότι αν ήμουν άντρας τώρα, θα έπεφτε οπωσδήποτε η ιστορία για το πώς μπαίνουν όλες μέσα στο ταξί και τον παρακαλάνε απεγνωσμένα για γλυκό έρωτα και σεξουαλικές περιποιήσεις. «Και τι δουλειά κάνει ο φίλος σου;», με ρωτάει ο ερωτιάρης φιλόσοφος. «Ιδιωτικός υπάλληλος» (φριχτό ψέμα). «Α, μάλιστα. Και βγάζει πολλά λεφτά;». Αναρωτιέμαι αν θα με ρωτήσει και το ΑΦΜ μου όπου να 'ναι, όταν κολλάμε σε ένα μποτιλιάρισμα στη Μητροπόλεως. «Κολλήσαμε», του λέω και κοιτάω τη Μητρόπολη στ' αριστερά μου. «Μαζί σου εγκλωβίστηκα, αγάπη μου», μου απαντάει.
Παρασκευή βράδυ, σταθμός του μετρό, Ομόνοια
Κάθε φορά που είμαι εδώ κοιτάω τις ταμπέλες για να δω πού θα πάω - έχει τόσο πολλές εξόδους που μπερδεύομαι. Περιμένω τον Θ. πίσω από τα εισιτήρια, ανάμεσα στα πράσινα φώτα. Μπροστά μου παρελαύνει η «αυλή των θαυμάτων»: μια γριά άστεγη με ροζ παιδικό κοκαλάκι στα μαλλιά, πρεζόνια που μου ζητάνε ένα ευρώ για να φάνε, καθαρίστριες με σκούπες. Είναι σκοτεινά. Πίσω μου ακριβώς, καθισμένοι σε ένα κουβούκλιο πίσω από ένα φιμέ τζάμι κάθονται τρεις αστυνομικοί - δυο γυναίκες, ένας άντρας. Είναι και οι τρεις αμίλητοι και κοιτούν ίσια μπροστά τον κόσμο που περνάει. Πάνω από τα κεφάλια τους, κολλημένη στον τοίχο, βρίσκεται μια ελληνική σημαία.
σχόλια