Στο ταξί για το Plisskën Festival
Όσο όμορφη είναι η Συγγρού το πρωί (καραδοκεί πάντα η υπόσχεση της θάλασσας), τόσο περίεργη μου φαίνεται πάντα το βράδυ: κλειστά, σκοτεινά γραφεία, στη μέση το τυλιγμένο κουφάρι του ΕΜΣΤ, και γύρω στριπτιτζάδικα και sex shops με ονόματα όπως «Paradise» και «Amor». Το ταξί με αφήνει πάνω στην Πειραιώς - εδώ γίνονταν το καλοκαίρι κάποιες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών, το θυμάμαι αυτό το σκοτεινό δρομάκι. Με τον αέρα που λυσσομανάει και τα σκυλιά που γαβγίζουν ανά- μεσα σε μπάζα και παλιοσίδερα αναρωτιέμαι μήπως έχω στρίψει σε λάθος δρόμο. Όταν φτάνω, προσπερνάω τους πλανόδιους που πουλάνε χοτ- ντογκ και σουβλάκια. Κάποιος πουλάει «ούζο, τσίπουρο, red-bull» (ό,τι πιο σουρεαλιστικό έχω ακούσει στη ζωή μου - τι απέγιναν οι μπίρες;). Αναρωτιέμαι πάντα πώς ενημερώνονται αυτοί που περιμένουν έξω από συναυλίες σε περίεργα μέρη. Μιλάνε μεταξύ τους (στη φαντασίωσή μου χρησιμοποιούν παλιακά walkie talkie για τη συνεννόηση); Διαβάζουν κλαδικό περιοδικό;
Δευτέρα 6/12, 4:00 μ.μ., οδός Μητροπόλεως
Τα ελικόπτερα έχουν αρχίσει από το μεσημέρι τις βόλτες - κάθε φορά που τα ακούω θυμάμαι τον Δεκέμβριο του 2008 που έκαναν βόλτες επί μία εβδομάδα πάνω από το κεφάλι μας. Από τότε με εκνευρίζει και ο ήχος ακόμα. Περιφέρομαι στη Μητροπόλεως: οι τράπεζες και τα περισσότερα μαγαζιά έχουν κατεβάσει τα ρολά. Στρίβω προς την Ερμού. Στη γωνία, ανάμεσα σε δυο διμοιρίες της ομάδας Δίας και τα ΜΑΤ, βλέπω πέντε ασφαλίτες που κοιτάνε ίσια μπροστά και μάλλον νευρικά. Ο ένας είναι αναψοκοκκινισμένος και καλωδιωμένος με μικροφωνάκι. Ως συνήθως, είναι εμφανές τι δουλειά κάνουν, τόσο που θα μπορούσαν να φοράνε και ταμπέλα στο κούτελο. Πάντα αναρωτιόμουν πώς πρέπει να είναι να προσποιείσαι τον πολίτη για να γίνεις ένα με το πλήθος, να κάθεσαι δίπλα δίπλα με αυτούς που σε βρίζουν. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο αλλόκοτο πράγμα. Οι χειρότεροι είναι κάτι τύποι που πηγαίνουν στις συναυλίες με βερμουδίτσες και τρελά κουρέματα - κυρίως γιατί δεν τους καταλαβαίνεις, εκτός κι αν τους πετύχεις στην πόρτα, που δείχνουν την αστυνομική ταυτότητα.
Δευτέρα 6:30 μ.μ., πλατεία Συντάγματος
Τα δακρυγόνα σκάνε πέντε-πέντε, ενώ μια διμοιρία των ΜΑΤ έχει παραταχθεί μπροστά από τα ξενοδοχεία. Ο κόσμος γιουχάρει και τους φτύνει, ενώ ένας τύπος πίσω μου φωνάζει «Τα ΜΑΤ θα δουλεύουν δωρεάν, τα ΜΑΤ θα δουλεύετε δωρεάν. Δεν έχουν λεφτά τα ταμεία, ρε! Θα δουλεύετε τζάμπα, ρε», ενώ κάτι κορίτσια ουρλιάζουν «Γουρούνια, γουρούνια». Από πίσω η φωνή του τύπου συνεχίζει να φωνάζει «Χρεοκοπούμε, ρε, χρεοκοπούμε, δεν θα έχετε να ταΐσετε τις οικογένειές σας, ρε. Τρεις κι εξήντα για να βαράτε, ρε. Ξεφτίλες. Φτώχια, ρε ξεφτίλες», ενώ τα ΜΑΤ στρίβουν προς τη Σταδίου κάτω από τα κίτρινα φώτα. Ένας τύπος τυλιγμένος με μια αραβική μαντίλα ορμάει σ' έναν μπάτσο, κρατώντας καδρόνι: «Άσ' τον αυτόν, ρε!» του λέει ένας πιτσιρίκος με ένα σακίδιο ώμου. «Είναι κακό νινί» (Πάλι καλά που δεν τον είπε και «τζουτζούκο»). Συνειδητοποιώ ότι οι γύρω μου είναι όλοι έτοιμοι να παίξουν ξύλο. Μοιάζουν σχεδόν απογοητευμένοι που δεν τους την πέφτουν τα ΜΑΤ. Όλοι ξέρουν τι θα γίνει: γι' αυτό ήρθαν, αυτό περιμένουν. Θέλουν να πετάξουν κάτι στα ΜΑΤ, να κυνηγηθούν, να ξεσπάσουν και το βράδυ να γυρίσουν ήρεμοι και ξαλαφρωμένοι σπίτια τους. Πριν από δύο χρόνια, μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, ένα ετερόκλητο, απρόσμενο και οργισμένο πλήθος πήρε τους δρόμους - σχεδόν όλοι είχαμε κατέβει στην πορεία, όχι για να τα σπάσουμε, αλλά γιατί ήμασταν οργισμένοι. Κυρίως γιατί θέλαμε να νιώσουμε ότι κάτι κάνουμε. Αυτό που βλέπω τώρα όμως, το χαζό μίσος, δεν μου λέει τίποτα. Μόνο θλίψη μου προκαλεί.
σχόλια