Τετάρτη 2:00 μ.μ., πεζόδρομος Βαλαωρίτου
Μισοδιαβάζω ένα περιοδικό και πίνω τον καφέ μου· πού και πού χαζεύω τον κόσμο που περνά. Κοιτάζω μια παρέα με κουστουμαρισμένους τριαντάρηδες που περπατά πάνω κάτω – ψάχνουν για τραπέζι. Δυο λεπτά αργότερα, κι αφού οι κουστουμαρισμένοι τριαντάρηδες έχουν στρίψει στη γωνία, αδειάζει το τραπέζι ακριβώς από πίσω μου και σχεδόν αμέσως κάθεται μια ηλικιωμένη κυρία που μόλις έχει φτάσει. Οι τριαντάρηδες επιστρέφουν κι ο ένας –μια φασκιωμένη κουκουβάγια μέσα σε γυαλιά μυωπίας και μπλέιζερ– την πλησιάζει. «Συγγνώμη, αλλά εμείς ήρθαμε πρώτοι. Μπορείτε να φύγετε για να κάτσουμε;» Η ογδοντάχρονη κυρία (αντί να του χώσει μια τσαντιά στο κεφάλι, όπως και θα του άξιζε) σηκώνεται και φεύγει, και η έτσι η παρέα των κουστουμαρισμένων τριαντάρηδων κάθεται ευχαριστημένη στο τραπεζάκι για να συζητήσει (φαντάζομαι) τον τελευταίο ισολογισμό της εταιρείας. Φεύγω σχεδόν τρέχοντας· ντρέπομαι που δεν είπα κάτι, οτιδήποτε, στη φασκιωμένη κουκουβάγια, αν και είμαι σίγουρη πως ούτε καν θα καταλάβαινε τι του έλεγα. Οι καλοί τρόποι είναι σαν ξένη γλώσσα για μερικούς ανθρώπους: ή ήξεραν τα βασικά και στην πορεία τα ξέχασαν κι αυτά, ή δεν την έμαθαν ποτέ.
Δευτέρα 00:30, περπατώντας στην Πατησίων
Έχει κάτι το ανακουφιστικό η Πατησίων αργά το βράδυ – δεν αδειάζει ποτέ· είναι πάντα γεμάτη με περαστικούς, τυροπιτάδικα, μισοάδεια εστιατόρια. Μπορείς να περπατάς για ώρες. Περπατάω κι ακούω ένα τραγούδι που λέγεται «Preciso me Encontrar» – από το soundtrack της ταινίας «Η πόλη του Θεού» .Το τραγουδάει η Μαρίζα Μόντε με μια φωνή τόσο ωραία και λυπημένη, που νομίζω πως κάποιος σιγοψήνει την καρδιά μου στο φούρνο ενώ κιτρινοπράσινοι παπαγάλοι φτεροκοπούν πάνω σε ξύλινες σκαλωσιές ανάμεσα σε κομμάτια γαλάζιου ουρανού. Οι στίχοι – αθεράπευτα μελό– λένε κάτι σαν «θέλω να με βρω, αφήστε με να πάω, αφήστε με να προχωρήσω εκεί που θέλω· θέλω να είμαι εκεί όταν ο ήλιος γεννιέται, να δω τα νερά των ποταμών να τρέχουν, να ακούσω πουλιά να τραγουδούν· θέλω να γεννηθώ, θέλω να ζήσω. Κι αν κάποιος ρωτήσει για μένα, πείτε του ότι θα επιστρέψω όταν με έχω βρει, όταν θα έχω δει τον ήλιο να γεννιέται, τα νερά των ποταμών να τρέχουν και τα πουλιά να τραγουδούν». Σταματάω για ώρα πολλή σε μια διάβαση και κοιτάω τα αυτοκίνητα που περνούν. Όταν ζούσα στο Λονδίνο, καμιά φορά κοιτούσα τα κόκκινα λεωφορεία και ονειρευόμουν πως έπεφτα μπροστά τους και μετά οι φίλοι μου κλαίγανε σπαρακτικά στην κηδεία μου (τους παρηγορούσαν Αγγλίδες με σκληρά μαύρα καπέλα· και πάντα ήθελα να τις ρωτήσω «με συγχωρείτε, κυρία, αλλά τι κάνετε στη φαντασίωσή μου;»). Κοιτάω αφηρημένη τη Φοιτητική Εστία Αθηνών· η είσοδος μοιάζει πάντα άδεια, και σκέφτομαι πως τέτοιου είδους παραληρηματικές φαντασιώσεις όπου η ζωή είναι μια λυρική ταινία είναι τρομερά γελοίες και συγκινητικές συγχρόνως. Ξέρω πως θα περάσω τη διάβαση και δεν θα υπάρχουν φαβέλες, Βραζιλιάνοι και εξωτικοί κιτρινοπράσινοι παπαγάλοι. Θα υπάρχουν μόνο ψησταριές και αυτοκίνητα.
σχόλια