Παρασκευή10:00,Σταθμός ΗΣΑΠ Ομόνοιας
Κάθομαιστο πρώτο βαγόνι, είμαι χαρούμενη γιατίέχει ήλιο σήμερα και ακούω μουσική πουμου αρέσει στο i-podμου. Είμαι έτοιμη να σηκωθώ απ' τη θέσημου για να κατέβω, έχω να πάρω ταξί γιανα πάω σε ένα μαγαζί με αποκριάτικα στοΒοτανικό. Καθώς το τρένο πλησιάζει τηνπλατφόρμα διακρίνω μια αντρική φιγούρα:κάνει κάτι σαν βουτιά και πέφτει στιςράγες. Ο οδηγός φρενάρει απότομα,ακούγεται ένας γδούπος, δυο κύριοι πουτον είδαν να πηδάει φωνάζουν κάτι, δενακούω τι. Μέσα από την κλειστή πόρτα ακούγεται η φωνή του οδηγού που προσπαθείνα επικοινωνήσει με το κέντρο, λίγο πρινμας ανακοινώσει: «Πρέπει να περιμένετε,έχουμε αυτοκτονία». Όλοι φωνάζουνδυνατά «αααα» ή «Παναγία μου».Όταν ανοίγουν οι πόρτες, ο κόσμος βγαίνειαπό τα αριστερά και κοιτάει τις ράγεςμεταξύ δεύτερου και τρίτου βαγονιού -εκεί είναι σφηνωμένος. Ποτέ μου δεν τηνκατάλαβα αυτή την παρόρμηση («ώρα ναδούμε τα πεταμένα κομμάτια κάποιου»).Όταν βγαίνω στην Ομόνοια, στο πεζοδρόμιοτης Αγίου Κωνσταντίνου, δεν μπορώ νααποφασίσω πού πρέπει να πάω. Βγαίνω στοδρόμο, σηκώνω το χέρι μου να πάρω ταξί,το μετανιώνω και στέκομαι στη μαρμάρινηέξοδο του σταθμού. Πριν από πέντε χρόνιαπερίπου, το καλοκαίρι του 2003, ένας απότους συγκάτοικούς μου, ο Μαρκ, μάζεψετα πράγματά του σε χάρτινες κούτες. Τιςτακτοποίησε σε μια γωνιά του παλιού μαςσπιτιού πάνω στο ξύλινο παρκέ. Πλήρωσετους λογαριασμούς του ηλεκτρικού καιμας ταχυδρόμησε τις αποδείξεις πουέφτασαν στα πέντε σημεία του ορίζονταμέσα στο κατακαλόκαιρο. Έναν μήνα μετάκρεμάστηκε από ένα δέντρο σε ένα πάρκοτης Γλασκώβης. Δεν έμαθε ποτέ κανείςμας γιατί το έκανε. Το μόνο γράμμα πουέστειλε ήταν στην Αστυνομία. Οι πιοστενοί του φίλοι αισθάνθηκαν προδομένοι.Εγώ αισθάνθηκα ηλίθια - ήμουν από τατελευταία άτομα που τον είχαν δειζωντανό. Οι φίλοι του με ρωτούσαν ανήταν διαφορετικός. Η αλήθεια είναι πωςδεν τον ήξερα αρκετά καλά για να απαντήσω.Ούτε και στην κηδεία του πήγα. Ίσως θα'πρεπε να χα πάει γιατί ακόμα και τώρα,πέντε χρόνια μετά, ο θάνατός του μοιάζειμη ρεαλιστικός, σαν κάτι που συνέβη σεκάποιον άλλο. Χτες το βράδυ πήγα στηνπαράσταση ΒοssaNovaστο Εθνικό Θέατρο. Ο AντώνηςΦραγκάκης, καθισμένος ανάμεσα σε μιατζαζ μπάντα κι ένα γιγαντιαίο κοκοφοίνικαφτιαγμένο από λαμπτήρες, ερμήνευε ένααφρώδες απόσπασμα του Μπρετ Ίστον Έλιςγια το ροζ ζιγκ ζαγκ του ξυραφιού πάνωστις φλέβες, «μωρό μου φεύγω, έχωμπήξει το ξυράφι τώρα, ακούω μουσικήαπό κάπου, μη με ψάξεις, ουπς, μήπως έχωκάνει λάθος;» κάπως έτσι πήγαιναν ταλόγια. Έτσιείναιοιαυτοκτονίεςστακείμενασυνήθως,ματαιόδοξεςκαιγεμάτεςαυτολύπηση(Onthatstarry,starrynight/Youtookyourlife,asloversoftendo./ButIcouldhavetoldyou,Vincent,/Thisworldwasnevermeantforoneasbeautifulasyou- DonMcLean,«Vincent»).Aναρωτιέμαιγιατί έπεσε αυτό το παιδί στις ράγες -όπως αναρωτιόμουνα και όταν πέθανε οΜαρκ. «Γιατί το έκανε αυτό;». Δενξέρω, ούτε είμαι σίγουρη αν έχει σημασία.Το μόνο που έχει είναι πως (απ' ό,τιέμαθα μετά) ο τύπος που έπεσε στις ράγεςτο πρωί τελικά έζησε.
σχόλια