Κυριακή 5:30 μ.μ. H επιστροφή από το πατρικό (πορτμπαγκάζ γεμάτο σακούλια και παρασάκουλα με καθαρά ρούχα και τάπερ και ακρυλικές κουβέρτες που μυρίζουν καμφορά).
Όταν παρκάρουμε έξω από το σπίτι μου, ο αδερφός μου ανοίγει το πορτμπαγκάζ. Όπως πάει να ξεφορτώσει, το μάτι του πέφτει πάνω στην τσάντα με τους δίσκους. «Τι κάνουν εδώ αυτοί οι δίσκοι;», με ρωτάει έκπληκτος. «Τι εννοείς;», απαντάω. «Αφού δικοί μου είναι» (λέω ψέματα κατά 25%). «Δικό σου είναι το "Tender Pray" του Nick Cave;». «Ναι, δικό μου είναι» (λέω ψέματα 100%). «Έχει πάνω ετικέτα από το Pilgrim» μου λέει και μου δείχνει με το δάχτυλο την κίτρινη ετικέτα. «Ξέρεις καν πού ήτανε το Pilgrim;» με ρωτάει (ιδέα δεν έχω για τι πράγμα μιλάει). Αρχίζει να ψάχνει μεθοδικά τους δίσκους έναν-έναν μπροστά στα γεράνια του γείτονα. «Ο Tom Waits είναι δικός μου δίσκος. Το "Intro" των Pulp επίσης. Ποιον ρώτησες για να πάρεις τους δίσκους ΜΟΥ;», μου λέει όταν το μάτι του πέφτει στο «Doolitle» των Pixies. (Σκέφτομαι ότι εδώ θα γίνει ο τάφος μου, θα με πνίξει πάνω από το πορτμπαγκάζ.) Τον αρπάζει. «Έχεις πάρει το "Doolitle"; Το "Doolitle";» μου λέει με απειλητικό τόνο, ενώ κραδαίνει τον δίσκο πάνω από το κεφάλι μου σαν βιβλικός ήρωας από ταινία της Τσινετσιτά. «Οι περισσότεροι από αυτούς τους δίσκους είναι δικοί μου: Leftfield, Oasis, Joy Division, 2 άλμπουμ των Cure. Aυτά είναι δικά σου; Ε; Ε; Άκουγες εσύ ποτέ σου Joy Division;», φωνάζω. Δυο ηλικιωμένες κυρίες μάς κοιτούν έκπληκτες καθώς κατηφορίζουν το δρόμο. «Καταλαβαίνεις ότι δεν είχες καμία δουλειά να πάρεις τους δίσκους μου;», μου απαντάει. Καταχωνιάζει το «Doolitle» πίσω στο πορτμπαγκαζ. «Δέκα χρόνια έχεις να τους ακούσεις αυτούς τους δίσκους. Ούτε καν πικάπ δεν έχεις στο σπίτι σου. Στο σπίτι της μαμάς και του μπαμπά ήταν. Τι θα τους έκανες δηλαδή;» στριγγλίζω, ενώ έχω ήδη ζαλωθεί τάπερ και κουβέρτες και προσπαθώ να διασχίσω τον δρόμο. «Ορίστε, φύγε» γυρνάω και του λέω στο τέλος σαν κακιωμένο εφτάχρονο.
Κυριακή, 7:30 μ.μ. Κοιτώντας έξω από το μπαλκόνι.
Σκέφτομαι πως μόνο με τα αδέρφια μας ξαναγινόμαστε εφτά χρόνων. Ο αδερφός μου είναι 6 χρόνια μεγαλύτερός μου και μια ζωή τον κλέβω. Έκλεψα το γούστο του στη μουσική, τα περιοδικά του, το χιούμορ του. Ο αδερφός μου είναι ο λόγος που μου αρέσουν τα άθλια αστυνομικά έργα με εκρήξεις και γελάω σε όλες τις ταινίες με ζόμπι («τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα» μου ψιθύριζε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, ενώ στην οθόνη κάποιος άνοιγε μια ταφόπλακα τυλιγμένος με πεπιεσμένο χαρτί τουαλέτας). Χάρη σε αυτόν ανακάλυψα το κέντρο (η πλατεία Κάνιγγος ήταν πιο εξωτική κι από την Κουάλα Λουμπούρ), τα παζάρια δίσκων, το Ρόδον και το Decadence και το Mo Better. Όχι γιατί με έπαιρνε μαζί του, αλλά γιατί κόλλαγα πάνω του σαν βδέλλα («Θα πω στη μαμά ότι καπνίζεις Camel άφιλτρα»). Κυρίως όμως χάρη στον αδερφό μου -που είναι κοντραμπασίστας- έμαθα πόσο σπουδαία είναι η μουσική: μου έμαθε ότι η μουσική μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Χωρίς αυτόν δεν θα 'χα ζήσει ποτέ αυτό το φανταστικό συναίσθημα της πρώτης φοράς που ακούς κάτι και νομίζεις ότι ανακάλυψες την πυρίτιδα: κλείνεις τα μάτια κι αφήνεσαι να σε πάει η μουσική όπου θέλει αυτή, σαν ρεύμα που σε ρουφάει προς τον πάτο. Oπότε, εντάξει, ας κρατήσει το «Live Prey». Ας ξέρει μόνο ότι το «Ιntro» των Pulp φιλοξενείται προσωρινά στο πορτμπαγκάζ του μέχρι να ξαναπάει εκεί που ανήκει. Στο πικάπ μου.
σχόλια