Κυριακή 11.30, στο δρόμογια το παζάρι του Σχιστού
Σήμερα έχει αυτό τονκαιρό που σπάνια συναντάς στην Αττική:μια μουντή πηχτή γκριζάδα που αιωρείταιπάνω από πολυκατοικίες και μαγαζιά.Έχουμε κολλήσει στο μποτιλιάρισμα καιχαζεύουμε τους τσιγγάνους που πουλάνεχαλιά κατά μήκος της λεωφόρου Σχιστού.Όλοι πουλάνε τα ίδια ακριβώς χαλιά καιγια χιλιόμετρα ολόκληρα χαζεύουμεπορτοκαλί βούλες και ψεύτικα αραβουργήματαανάμεσα από ξερούς λόφους. «Καλά πάμεγια το Σχιστό;» ρωτάμε μια τσιγγάνα πουστέκεται πίσω από ένα χαλί με γαλάζιεςρίγες. «Εδώ είναι. Να πεθάννννει» μαςαπαντάει. Παρκάρουμε απέναντι από δυομοντέρνα γυάλινα κτίρια που μοιάζουννα έχουν φυτρώσει στη μέση του πουθενά.Περπατάμε ανάμεσα στους πάγκους, πατώνταςφλούδια από κάστανα: κοιτάμε αποσβολωμένοιρούχα, βρακιά, παπούτσια, μπουλόνια,κατσαβίδια, ρώσικα DVD μεασπρόμαυρες φωτοτυπίες για εξώφυλλα,παλιά βινύλια του Γιώργου Μαργαρίτη κιαλβανικά DVD. Σε έναν πάγκοπουλιούνται μόνο οδοντιατρικά εργαλεία(το ιδανικό δώρο για βασανιστή μανιακόδολοφόνο), ενώ λίγο πιο κάτω, σε ένανπάγκο με εσώρουχα, βλέπω ένα stringπάνω στο οποίο υπάρχει το σλόγκαν «Πιογάλακτος δεν γίνεται» και αντρικάμποξεράκια με την αμίμητη ατάκα «Eλανα σε βιδώσω». «Πόσο κάνει;» λέει μιαχοντρή πενηντάρα, δείχνοντας ένα σέξικορμάκι με τρύπες. «Δέκα ευρώ» λέει ηπωλήτρια. «Άσε μας ρε Πόπη» της απαντάη χοντρή. Προχωρώντας ανάμεσα σε γυάλεςμε χρυσόψαρα, καλώδια και καντίνες-τροχόσπιτα που πουλάνε σουβλάκια-ακούγεται μόνο μια φωνή, αυτή του ΣτέλιουΚαζαντζίδη. Προχωράμε γρήγορα κι έτσι,ενώ κοιτάμε παλιά στερεοφωνικά,διαλυμένους πολυελαίους και κόκκινοχαβιάρι, ακούμε ένα ποτ-πουρί στίχων.«Μαεγώ δεν ζω γονατιστός είμαι της γερακίναςγιος/είμαι ένα κορμί χαμένο/για σέναάπονη αργοπεθαίνω/νυχτερίδες κι αράχνεςγλυκιά μου/έξω φτώχια, ο καημός κι ηστεναχώρια».
Κυριακή 13.00
Μπαίνουμε σε ένανπαράδρομο κατά λάθος. Το μετανιώνουμεπολύ γρήγορα - εδώ πουλάνε μόνο ζώα.Κοιτάω σκυλιά που κλαίνε μέσα σεμικροσκοπικά κλουβιά, βρώμικα κουτάβιαδεμένα από το πόδι σε λάστιχα αυτοκινήτων,κόκορες και φραγκόκοτες ανάμεσα στιςκουτσουλιές. Στην άκρη του δρόμου,ανάμεσα στα μπάζα, βρίσκεται έναςπατημένος σκύλος που κανείς δενφιλοτιμήθηκε να μαζέψει. Και πουλιά,εκατοντάδες πουλιά, παπαγάλοι, αηδόνια,καρδερίνες σε κλουβιά με πολύχρωμεςποτίστρες στοιβαγμένα το ένα πάνω απότο άλλο. Ντουζίνες από σταχτιά πουλάκιαχοροπηδάνε μέσα σε ένα αεροστεγές ξύλινοκουτί. Ο ιδιοκτήτης τους, που δεν έχειδόντια, κάτι μουρμουρίζει σε ένανυποψήφιο πελάτη, πλαισιωμένος απότσίγκινα κλουβιά. Φεύγουμε τρέχοντας.Στο αυτοκίνητο κανείς δεν μιλάει, κοιτάμεόλοι έξω από το παράθυρο. Περπατώνταςγια το σπίτι, το κέντρο της Αθήνας μουφαίνεται πεντακάθαρο, τα πεζοδρόμιατης Πειραιώς μοιάζουν ν' ακτινοβολούν.Ασυναίσθητα σιγοτραγουδάω «Όταν θα πάωκυρά μου στο παζάρι, θα σου αγοράσω ένακοκοράκι. Το κοκοράκι κικιρικικί θα σεξυπνάει κάθε πρωί».
σχόλια