Παρασκευή βράδυ, 10:00
Προσπαθώ μάταια να μη νυστάζω όση ώρα ετοιμάζομαι για να βγω - είμαι πια στον πέμπτο καφέ της μέρας («σαν κάτι σκυλούδες που πίνουν φραπέδες και βγαίνουν στη 1 για να χορέψουν πάνω στα τραπέζια», λέει πάντα ο Ν.). Συνήθως κοιμάμαι σαν κουτάβι, όπου με βάλουν, σε καρέκλες πλοίων κι αεροπλάνων, σε τραπέζια εστιατορίων. Κλείνω τα μάτια μου και, παφ, βλέπω όνειρα, αλλά τον τελευταίο καιρό είναι αδύνατο - νυστάζω όλη μέρα και το βράδυ δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Το πρωί, όταν ξυπνάω με το ζόρι μετά από τέσσερα ξυπνητήρια (έχω αρχίσει να πιστεύω πως κάτι σατανικό συμβαίνει με το ξυπνητήρι κι απλώς δεν λειτουργεί), το δέρμα μου έχει αποχρώσεις του πράσινου, θυμίζω μαρούλι. Βάζω παπούτσια όταν ακούω για εκατοστή φορά σήμερα το «5 minutes alone» των Pantera. Κάποιος γείτονας το ακούει όσο πιο δυνατά γίνεται εδώ και μια εβδομάδα. Μετά τη γειτόνισσα που τραγουδούσε κλαίγοντας το «Τhe drugs don’t work», ενώ έξω έβρεχε, τη σοπράνο και τον τενόρο που μένουν από κάτω (καμιά φορά λούζομαι κι ακούω τις ασκήσεις τους απ’ τον φωταγωγό), ήρθε η ώρα των Pantera. Θα το αντέξω κι αυτό. Κατεβαίνω γρήγορα γιατί με περιμένει από κάτω ο Γιώργος. Μπαίνω στο αμάξι, μου συστήνει τον φίλο του τον Φώτη που κάθεται στο πίσω κάθισμα, δίπλα σε μια στοίβα από βιβλία. Δεν έχω ιδέα τι του έχει πει για μένα, γιατί μου λέει, «γεια σου, Δέσποινα. Είμαι ο Φώτης και όλοι οι άντρες είναι γουρούνια». «Οk», απαντάω εγώ σαν υπνωτισμένη, «είναι» και μετά σκάω στα γέλια.
Σάββατο απόγευμα, κατηφορίζοντας την πλατεία Συντάγματος
Φέτος, οι στολισμοί είναι πολύ απλοί: ο δήμος έχει τυλίξει τα δέντρα με μπλε και κίτρινα φωτάκια και στα πλακάκια της πλατείας λάμπουν κάτι χρυσά χάρτινα αστεράκια. Καθώς κατηφορίζω τη γεμάτη -μετά από μήνες ολόκληρους- οδό Ερμού, σκέφτομαι ότι, ενώ μισώ την καταναγκαστική ευτυχία, τα Χριστούγεννα είναι πια η αγαπημένη μου γιορτή, γιατί περιμένω τους φίλους μου που έρχονται απ’ το εξωτερικό. Οι περισσότεροι λείπουν πια πάνω από δέκα χρόνια και αντιμετωπίζουν την Αθήνα περίπου τουριστικά. Μιλάνε ελληνικά σαν να μεταφράζουν αγγλικά («μου σπάει την καρδιά αυτό», μου είπε προχτές η καλύτερή μου φίλη στο τηλέφωνο κι εγώ έβαλα τα γέλια). Μου κάνουν με μεγάλο ενθουσιασμό τις πιο αλλόκοτες ερωτήσεις: «Μπορούμε να πάμε κάπου να φάμε μουσακά;», «Θέλω να με πας σ’ ένα φανταστικό μπαρ που να μην καπνίζει κανείς!», το φοβερό «Πάμε μια βόλτα απ’ το Soul στην Ευριπίδου;» ή, την ώρα που πνίγομαι στη δουλειά, με παίρνουν τηλέφωνο για να με ρωτήσουν πού να πάνε να πιουν καφέ. Από πίσω ακούγονται χαχανητά και ήχοι από τσαλακωμένες σακούλες. Κι όμως, τα Χριστούγεννα θα ήταν φριχτά κι απαίσια χωρίς αυτούς. Ελπίζω ότι το ξέρουν.
σχόλια