Σάββατο μεσημέρι, σε παζάρι δίσκων
Το παζάρι δίσκων γίνεται σ’ ένα υπόγειο με τοίχους γεμάτους αφίσες που μυρίζει σκόνη. Είμαστε οι μόνες γυναίκες ανάμεσα σε όλους αυτούς τους αφοσιωμένους άντρες που κοιτάζονται με αποφασιστικότητα, σαν σκύλοι που αναγνώρισαν τον αρχηγό της αγέλης πάνω από κούτες με βινύλια. «Έχεις κάτι εδώ για μένα;», λέει ένας τύπος σ’ έναν από αυτούς που πουλάνε τα βινύλια. («Μμμ, σιγά», σκέφτομαι πικρόχολα, γιατί θα ‘θελα κι εγώ να με ξέρουν οι δισκοπώλες και να μου λένε συνωμοτικά, «σου φύλαξα μια νέα κυκλοφορία κούρδικης ποπ με σκανδιναβικές επιρροές. Την έχω βάλει πίσω, στο μικρό, αλλά περίτεχνα διακοσμημένο πατάρι μου, μαζί με τις υπόλοιπες συλλεκτικές κυκλοφορίες που κράτησα μόνο για σένα»). Στο γυμνάσιο πήγαινα ανέμελη στα παζάρια δίσκων του Ρόδον κι έκανα φοβερές ερωτήσεις, όπως «έχετε σε ορίτζιναλ ηχογράφηση το “Νάιλον ντέφια και ψόφια κέφια”;», και ο τύπος με κοιτούσε συγκαταβατικά κι έλεγε φοβερές ατάκες όπως «όχι, είναι από τα πιο σπάνια βινύλια της ελληνικής δισκογραφίας», και μετά χαμογελούσε και σκεφτόταν, «δίνε του, μικρό μου, πριν σε κάνω οδοντόπαστα με την αφάνα μου». Βλέπω διάφορους δίσκους που θα ‘θελα ν’ αγοράσω, όπως το «The River» του Μπρους Σπρίνγκστιν, αλλά τελικά σκέφτομαι ότι δεν έχω λεφτά και δεν παίρνω τίποτα.
Σάββατο απόγευμα, στο Belle Εpoque
Σ’ αυτό το φανταστικό νεοκλασικό της οδού Βουλής, με τα πατώματα που τρίζουν, μπορεί κανείς να βρει τα πιο παράξενα πράγματα: λίκρα φορέματα με εξωτικά prints, φανταστικές κροκό τσάντες, παλιές υδρογείους. Σήμερα έχει παζάρι με vintage ρούχα και κοσμήματα. Τα κοιτάμε όλα, περιεργαζόμαστε τις τσάντες με πόθο στα μάτια, αλλά γι’ άλλη μια φορά δεν παίρνουμε τίποτα (πόσο δύσκολο πρέπει να είναι να έχει κανείς μαγαζί λιανικής πια και να παρατηρεί τους πελάτες να αντιμετωπίζουν τα ρούχα και τα παπούτσια σαν εκθέματα σε μουσείο) και καθόμαστε στον κήπο. Σε αυτά τα παλιομοδίτικα, άσπρα, σιδερένια τραπεζάκια με τα κλαρωτά φερ φορζέ πίνουμε τσάι και τρώμε κεκάκια σε πλαστικό πιατάκι. Κάτω έχει χώμα - χτες έβρεξε κι έχει υγρασία. Η Μαρίνα μου λέει ότι έκανε αίτηση για να φύγει, να πάει στο Δουβλίνο («Ε, πόσο πια να μείνει κανείς στην Αθήνα»). Την ώρα που μιλάμε, τα φύλλα πέφτουν πάνω στο γυάλινο τραπέζι και από κάτω το χώμα είναι γεμάτο κιτρινοπράσινα φύλλα. Είναι πολύ μελαγχολικά, αλλά αισθάνομαι φοβερά ευτυχισμένη που πίνουμε τσάι με τη φίλη μου, περίπου σαν να μου χαρίσανε χρήματα. Είναι αστείο πόσο πολύ χαίρομαι πια με πράγματα που παλιά δεν θα πρόσεχα. Τις προάλλες, ο αδελφός μου μού αγόρασε ένα κομμάτι πορτοκαλόπιτα από τον φούρνο και σχεδόν βούρκωσα. (Αν γίνεις πιο γραφική, πιθανόν πεθαίνεις). Ώρες ώρες νιώθω ότι η καθημερινότητα μού θυμίζει όλο και περισσότερο κινούμενη άμμο - οτιδήποτε σταθερό είναι μια ανακούφιση. Μάλλον έπρεπε να είχα αγοράσει το «Τhe River» του Μπρους Σπρίνγκστιν τελικά.
σχόλια