Παρασκευή βράδυ, στο πλοίο για Σύρο
Φεύγουμε από την Πύλη Ε1 στον Πειραιά, που μοιάζει να είναι στην άκρη του Θεού - μπαίνουμε σ’ ένα λεωφορειάκι που είναι σαν να οδηγεί στο πουθενά. Αφήνουμε πίσω μας βιομηχανικά κτίρια, καράβια και τσιμέντο. Δεν έχω ξαναφύγει ποτέ από δω. Σχεδόν δεν βρίσκουμε θέση να κάτσουμε, το πλοίο έχει τόσο κόσμο, που φεύγει με 40 λεπτά καθυστέρηση. Ευτυχώς, μια κυρία μας προσφέρει δυο πολυθρόνες. «Όλοι πληρώσαμε, όλοι πρέπει να κάτσουμε, σωστά;», μας λέει μάλλον αφοπλιστικά. Καθόμαστε ανέμελοι και διαβάζουμε περιοδικά, ενώ από το μεγάφωνο καλούν ανθρώπους με τα πιο απίθανα ονόματα να πάνε στη ρεσεψιόν - με διαφορά πέντε λεπτών καλούν τον κ. Λουλούδια και την κ. Κοτσάνη. Γελάμε με τον κ. Λουλούδια, όταν ο από πίσω βγάζει τα παπούτσια του για ν’ απλωθεί. Η μυρωδιά των ποδιών του θυμίζει κάτι μεταξύ κονιάκ και χαλασμένου τυριού. Οι κοπέλες που κάθονται δίπλα του κοιτούν το υπερπέραν με ζαρωμένα πρόσωπα. Σηκώνομαι να πάω στην τουαλέτα κι όταν γυρνάω, είκοσι περίπου λεπτά αργότερα, οι κοπέλες έχουν εξαφανιστεί και ο κύριος έχει βλέμμα παιδιού που έχει φάει ξύλο. « Έπαιξε τσαμπουκάς», μου ψιθυρίζει ο Θ., αλλά δεν μπορεί να μου πει παραπάνω. Βγαίνω στο κατάστρωμα, ο κόσμος εδώ καπνίζει αρειμανίως και παίζει χαρτιά καθισμένος στις πλαστικές καρέκλες, ενώ εγώ κοιτάω το ηλιοβασίλεμα. Κάθε φορά που περνάμε έστω κι από τη μικρότερη βραχονησίδα, θέλω να μαντεύω το όνομα του νησιού. Έχει σχεδόν σκοτεινιάσει, οι αγκαθωτές βουνοκορφές μοιάζουν βουτηγμένες στο πηχτό πορτοκαλί φως. Τα χρώματα είναι τόσο έντονα στο περίγραμμά τους, που μου θυμίζουν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που έπαιζα μικρή. Λεγόταν «Ηοtel» και σε καλούσε να γίνεις κροίσος των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Τ’ αγαπημένα μου ξενοδοχεία ήταν το Waikiki Beach και το Boomerang. Θυμάμαι ακόμα τα χρώματά τους: έντονο πορτοκαλί και μπλε.
Δευτέρα βράδυ, στο πλοίο για Πειραιά
Το καράβι είναι πάλι γεμάτο. Κάθε πιθαμή πατώματος είναι καλυμμένη με κoυρελούδες και πετσέτες - δεν έχει ούτε πλαστική καρέκλα ελεύθερη για να κάτσουμε κι έξω κάνει τόσο κρύο, που δεν μπορείς να σταθείς, οπότε μπαίνουμε κλεφτά, σαν τα γυφτάκια, στην πρώτη θέση. Εγώ κοιτάω αφηρημένα γύρω μου τις πορτοκαλί και καφέ θέσεις, ενώ ο Θ. πιάνει την κουβέντα μ’ έναν άγνωστο κύριο που μιλάει για το ΝΒΑ. «Γ…σαν οι Ντάλας Μάβερικς», του λέει ενθουσιασμένος. «Κι εσένα τι σε νοιάζει, ρε φίλε; Από το Ντάλας είσαι;», του λέει ο κύριος αποστομωτικά. «Όχι, αλλά γουστάρω τον Ντιρκ Νοβίτσκι», απαντάει ο Θ. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Ντιρκ Νοβίτσκι είναι η λέξη-κλειδί, γιατί ο κύριος, που ανήκει σε μια μεγάλη παρέα με ζευγάρια, παιδάκια με πιπίλες που χαϊδεύουν μοβ πόνι και μωρά σε καροτσάκια, σηκώνεται και μας οδηγεί σε δυο άδειες θέσεις πρώτης κατηγορίας. Καθόμαστε κι οι δυο σε αυτές τις υπερφυσικές, διαστημικές καρέκλες με τα πορτοκαλί νέον φώτα - είμαι τόσο ήρεμη, που δεν θέλω να κάνω τίποτα, ούτε καν να διαβάσω ή να δω τηλεόραση. Κοιτάω το ταβάνι και σκέφτομαι πάλι το Waikiki Βeach. Χαζεύω την οικογένεια του φαν του Ντιρκ Νοβίτσκι που κάθεται δίπλα μας: δυο κοριτσάκια του ζητάνε Μilko, ενώ το μωρό κλαίει. «Τώρα, θα σας φέρω εγώ κάτι φοβερά μιλκσέικ σοκολάτα», τους λέει. Επιστρέφει πέντε λεπτά αργότερα, γεμάτος περηφάνια, και τους τα δίνει. Το ένα κοριτσάκι δοκιμάζει λίγο, τον κοιτάει και του λέει: «Σκέτη αηδία είναι μπαμπά». «Μην ξανακούσω αυτήν τη λέξη», απαντά ο πατέρας τους, «3,50 ευρώ τα πλήρωσα». Όλα είναι τέλεια, μέχρι που κάνω το λάθος να κοιτάξω το Τwitter και βλέπω άρθρο των «Financial Times» με τίτλο «H κατάταξη της Ελλάδας είναι η χειρότερη στον κόσμο». Τι ωραία!
σχόλια