ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ να ζηλεύω τους ντόπιους στα ξένα μέρη που επισκεπτόμουν – τους ανθρώπους που ήξεραν πού βρίσκονται και πού πάνε (στα σπίτια τους, στις δουλειές τους, οπουδήποτε) την ώρα που εγώ γυρνούσα σαν την άδικη κατάρα προσπαθώντας να ανακαλύψω τα «σωστά», τα «ψαγμένα», τα «αυθεντικά», τα «οικεία» σημεία.
Εδώ και κάποια χρόνια όμως δημιουργήθηκε –ή μάλλον, καλλιεργήθηκε– μια ενδιάμεση, μια υβριδική συνομοταξία ανθρώπων, μια οντότητα που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον ντόπιο και τον τουρίστα. Είναι οι λεγόμενοι «ψηφιακοί νομάδες» οι οποίοι εργάζονται όχι μόνο μακριά από κάποιο γραφείο, αλλά μακριά από την ίδια τους τη χώρα, κατοικώντας για μεγάλα διαστήματα σε (νοτιότερα κατά κανόνα) μέρη που τους προσφέρουν έναν πιο «χαλαρό» ή πιο «γραφικό» τρόπο ζωής, σε συνδυασμό με μια σειρά από οικονομικά προνόμια.
Ήταν εκ της συστάσεώς του ύποπτος ο όρος «ψηφιακοί νομάδες», ο οποίος όζει αλαζονεία και προνόμιο παρά τους ταπεινόφρονες και «περιηγητικούς» συνειρμούς που επιτρέπει το δεύτερο συστατικό του, πλέον όμως έχει συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με τις ισοπεδωτικές διαδικασίες «ανάπλασης» και «εξευγενισμού» Νότιων κυρίως μητροπόλεων, την εκτίναξη των τιμών, το στεγαστικό, τον εκτοπισμό των ντόπιων από τα ίδια τους τα μέρη.
«Είναι φορές που αναρωτιέσαι: ποιος πηγαίνει σε ένα στούντιο για πιλάτες που χρεώνει 35 ευρώ το μάθημα σε μια χώρα όπου το 60% των φορολογουμένων κερδίζει λιγότερα από 1.000 ευρώ το μήνα;…».
Όλα τα παραπάνω ζητήματα εκτίθενται με χαρακτηριστικό τρόπο στο κείμενο που έγραψε για τον Guardian μια Βρετανίδα «ψηφιακή νομάς» που ζει στη Λισαβόνα, η οποία πλέον βασανίζεται από ενοχές για τον ρόλο της σε όλο αυτό το «προνομιακό» σύστημα που λειτουργεί εις βάρος της τοπικής κοινωνίας και της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών. Το κείμενό της γράφτηκε από τη Λισαβόνα, αλλά απηχεί εκκωφαντικά αυτό που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό και στην Αθήνα.
«Τα τελευταία πέντε χρόνια», γράφει, «ζω σ’ ένα διαμέρισμα σε ένα τετραώροφο κτίριο που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου στην "παστέλ" συνοικία της Λάπα, στη Λισαβόνα. Δουλεύω από το σπίτι, με θέα τα φύλλα της φοινικιάς έξω από το παράθυρο, καθώς συνδέομαι μέσω Zoom με διαφημιστικές εταιρείες του Λονδίνου, για τις οποίες πληρώνομαι σε λίρες, σε τραπεζικό λογαριασμό στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στον επάνω όροφο, ένας από τους γείτονές μου βγάζει τα λεφτά του από τη Γαλλία, ενώ στον κάτω όροφο ένας άλλος προσφέρει επενδυτικές συμβουλές σε μια διεθνή πελατεία. Στο ακριβώς αντικρινό διαμέρισμα, τρεις Σκανδιναβοί ψηφιακοί δημιουργοί εργάζονται εξ αποστάσεως για πελάτες στις χώρες καταγωγής τους. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας φοιτούν σε διεθνή ιδιωτικά σχολεία. Το κτίριο ανήκει σε μια πορτογαλική οικογένεια.
Οι ψηφιακοί νομάδες ζουν ανάμεσα σε τέσσερα αδέλφια, ηλικίας 60 ετών και άνω, που κατοικούν επίσης στην πολυκατοικία. Το κτίριο αφηγείται μια τυπική ιστορία της δημογραφικής σύνθεσης της περιοχής: Ντόπιοι που έχουν επωφεληθεί από κληρονομική περιουσία και ξένοι που κερδίζουν εισοδήματα από το εξωτερικό… Είμαι Βρετανίδα και μετακόμισα εδώ από το Λονδίνο – όχι για δουλειά ή για οικογενειακούς λόγους, αλλά επειδή μπορούσα. Υποθέτω ότι, στην πραγματικότητα, πήρα την απόφαση για να βελτιώσω τον τρόπο ζωής μου: για τον ήλιο, τις παραλίες, τα φωτογενή καφέ. Οι Αμερικανοί που γνωρίζω αναφέρουν ως βασικό λόγο την πολιτική κατάσταση στη χώρα τους, οι Βορειοευρωπαίοι την ανάγκη για πιο χαλαρούς ρυθμούς…».
«Ωστόσο», σημειώνει, «τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αρχίσει να με τσιγκλάνε όλο και πιο έντονα κάποια πράγματα. Το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών που διευρύνεται διαρκώς. Η αλλαγή του πολιτικού κλίματος. Η σιωπηλή συνειδητοποίηση ότι οι πλουσιότεροι κάτοικοι είναι συχνά αυτοί που συνεισφέρουν λιγότερο. Και πρόσφατα, οι ανησυχίες μου επιβεβαιώθηκαν: η Λισαβόνα ανακηρύχθηκε από το Numbeo, τη μεγαλύτερη βάση δεδομένων για το κόστος ζωής στον κόσμο, ως η πιο ακριβή (η πιο απρόσιτη) πρωτεύουσα της Ευρώπης όσον αφορά τη στέγαση…
[Στη Λισαβόνα] συνέβη το απολύτως αναμενόμενο: τα παραδοσιακά καφέ (ή tascas), όπου μπορούσες να πιεις έναν καφέ ακόμα και με 60 λεπτά, μετατράπηκαν σε λαμπερά μαρμάρινα μαυσωλεία για brunch. "Επώνυμα" κέντρα για γιόγκα βρίσκονται στα ισόγεια προσφάτως ανακαινισμένων κτιρίων και στούντιο θεραπείας που διεξάγουν συνεδρίες στα αγγλικά κρύβονται πίσω από διακριτικές πινακίδες σε περιοχές που κατοικούνται από ψηφιακούς νομάδες… Είναι φορές που αναρωτιέσαι: ποιος πηγαίνει σε ένα στούντιο για πιλάτες που χρεώνει 35 ευρώ το μάθημα σε μια χώρα όπου το 60% των φορολογουμένων κερδίζει λιγότερα από 1.000 ευρώ το μήνα;…».
«Πλέον όμως», καταλήγει, «δεν είναι μόνο οι ντόπιοι που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά. Συναντώ συνεχώς ξένους "τηλεργαζόμενους" που αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες. Έχουν απομακρυνθεί από τα συστήματα υγείας και κοινωνικής πρόνοιας της χώρας τους, δεν έχουν εργασιακή ασφάλεια, δεν έχουν τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, δεν έχουν δρομολογημένη καριέρα. Και, όλο και περισσότερο, διαπιστώνουν ότι έχουν εκτοπιστεί και οι ίδιοι από τις γειτονιές όπου κάποια στιγμή με ενθουσιασμό επέλεξαν να ζήσουν».