ΩΣ Ο «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΤΩΝ ΡΟΜΑΝΤΙΚΩΝ» αποχαιρετίστηκε εκ μέρους του ελληνικού ποδοσφαιρικού σύμπαντος ο Γιάννης Ματζουράνης, ο γνωστός (στους παλιότερους μόνο, υποθέτω) «Εθνικάρας», που σε μεταφυσική αρμονία με το μεγάλο πάθος του απεβίωσε μια Κυριακή και μάλιστα ανήμερα της επιστροφής μετά από καιρό των φιλάθλων στα γήπεδα της ‘Superleague’ ή Α’ Εθνικής Κατηγορίας όπως λεγόταν τα χρόνια που αντηχούσε η φωνή του στις κερκίδες και τα τσιμέντα της επικράτειας.
Ιδιαιτέρως συμπαθής – πιο πολύ ως μοναχική και αξιοπερίεργη γραφικότητα παρά ως σύμβολο υποδειγματικού οπαδισμού – σε όλους όσους τον θυμούνται από τις εποχές που ο Εθνικός των λίγων και των αγνών έπαιζε ακόμα στην μεγάλη κατηγορία, έφυγε με τον τίτλο του τελευταίου εκπρόσωπου αλλοτινών εποχών, τότε που οι αντίπαλοι οπαδοί σεβόντουσαν υποτίθεται τέτοιες προσωπικότητες που υπερέβαιναν το μίσος και τον αλληλοσπαραγμό με το λοξό και αδιαπραγμάτευτο πάθος τους. Εξ όσων μπορώ να θυμηθώ εγώ πάντως από τις «ρομαντικές» αυτές εποχές, μόνον εκείνον σεβόντουσαν τότε οι φανατικοί κάθε απόχρωσης.
Η φιγούρα του έμοιαζε πάντα καθησυχαστική και η τρέλα του συμπαθής και άκακη, δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι θα έχαιρε τέτοιας αποδοχής και ασυλίας αν αντί για «Εθνικάρα», ανυμνούσε με την στεντόρεια φωνή του το μεγαλείο της «Ολυμπιακάρας», της «ΑΕΚάρας», της «Τριφυλλάρας», της «ΠΑΟΚάρας» κ.ο.κ.
Και ούτε καν εκείνον κάποιες φορές. Θυμάμαι την εικόνα του στην εφημερίδα του μες στο κλάμα και μες στα αίματα σε κάποιο ματς που είχε δεχτεί επίθεση από οπαδούς της αντιπάλου ομάδας που δεν είχαν ενημερωθεί για τον άγραφο νόμο που όριζε ότι τον κυρ-Γιάννη όχι μόνο δεν τον πειράζουμε, αλλά τον επευφημούμε κιόλας καθώς περνά από μπροστά μας κραυγάζοντας σαν προγλωσσικός τενόρος την ιαχή «Εθνικάααραααα» (το «α» απλωνόταν στο άπειρο) που αντηχούσε με μια επιβλητική και απόκοσμη ισχύ. Ήταν αναμφισβήτητα μια ξεχωριστή εμπειρία.
Ο ίδιος βέβαια δεν εγκατέλειψε ποτέ τον λατρεμένο του Εθνικό, χάθηκε όμως από την γηπεδική μας ρουτίνα την τελευταία χρονιά του περασμένου αιώνα, όταν χάθηκε από την μεγάλη κατηγορία η «άλλη ομάδα του Πειραιά», η οποία έκτοτε βολοδέρνει στα χαμηλά προσαρμόζοντας ενίοτε στις συνθήκες επιβίωσης της ακόμα και το όνομά της («Εθνικός Ο.Φ.Π.Φ. - Α.Ο. Μάνης», «Εθνικός Πειραιά 1923») όπως έχουν αναγκαστεί να κάνουν και άλλοι ιστορικοί σύλλογοι στο πρόσφατο παρελθόν.
Παρά την βαθμιαία καταβύθιση του Εθνικού πάντως, ο ίδιος παρέμενε στο προσκήνιο μεταφέροντας την ιαχή του ίδια κι απαράλαχτη στους αγώνες της Εθνικής, διασφαλίζοντας έτσι την "διασυλλογική" αποδοχή του. Η φιγούρα του έμοιαζε πάντα καθησυχαστική και η τρέλα του συμπαθής και άκακη, δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι θα έχαιρε τέτοιας αποδοχής και ασυλίας αν αντί για «Εθνικάρα», ανυμνούσε με την στεντόρεια φωνή του το μεγαλείο της «Ολυμπιακάρας», της «ΑΕΚάρας», της «Τριφυλλάρας», της «ΠΑΟΚάρας» κ.ο.κ.
Στην πραγματικότητα, η συγκίνηση που προκάλεσε η απώλεια του 87χρονου Γιάννη Ματζουράνη δεν έχει να κάνει τόσο με τα «χρόνια της αθωότητας» του ελληνικού ποδοσφαίρου (αστεία πράγματα), αλλά με τη νοσταλγία για μια εποχή που μετρούσε πολύ περισσότερο ως εμπειρία και ως κουλτούρα το γήπεδο, αλλά και το ίδιο το ελληνικό πρωτάθλημα. Ανυπόληπτο ήταν και τότε, απλά αποτελούσε σαφώς πιο κεντρικό ζήτημα στην καθημερινότητα και στον ελεύθερο χρόνο του κοινού. Και, σε κάθε περίπτωση, ήταν μια εποχή που σήκωνε τέτοιες ιδιοσυγκρασιακές φιγούρες στον έτσι κι αλλιώς γεμάτο γραφικούς καρατερίστες θίασο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι είχε γράψει τραγούδι για τον εκλιπόντα ο Νίκος Καρβέλας, την ίδια περίπου περίοδο που τα Παιδιά από την Πάτρα είχαν αποθεώσει σε δικό τους άσμα τον αείμνηστο επίσης Νίκο Αλέφαντο.
Α ρε εθνικάρα - Καρβέλας Νίκος