«Άκου: είμαστε οικογενειακώς λίγο έξω από την Αθήνα εκείνο τον Αύγουστο. Ο πατέρας στο κρεβάτι, στα τελευταία του από καρκίνο, η μητέρα μου δίπλα του, εγώ λίγο πριν τα 20. Η ατμόσφαιρα βαριά από το προδιαγεγραμμένο πένθος. Έτσι το είδαμε. Μόλις τελείωσε, βγήκα έξω, στον κήπο πίσω από το σπίτι, κοίταξα πάνω τον ουρανό, τη νύχτα, και είπα: Η ζωή είναι όμορφη! Σου το χρωστάω».
Είμαι πάνω στο ποδήλατό μου και χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι από τον «Αθήνα 2004». Μου ζητάνε να περάσω από κει. Ο Μάρτον Σίμιτσεκ μου ζητάει να ετοιμάσω μία πρόταση για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Ζητάω τρεις μήνες, ένα μαζεμένο budget, και υπόσχομαι να παρουσιάσω κάτι. Παίρνω τις βιντεοκασέτες με τις προηγούμενες τελετές έναρξης, γιατί δεν είχα παρακολουθήσει καμία, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είχαν μπει με κανέναν τρόπο στη ζωή μου μέχρι τότε. Ούτε ήμουν από εκείνους που συμφωνούσαν να τους διεκδικήσει η Αθήνα.
Είμαι 35 χρονών. Είμαστε στο 2001.
Έμαθα αργότερα τι είχε συμβεί: ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ήταν το φαβορί για την ανάληψη των τελετών, είχε ήδη στρώσει το έδαφος με τη Μυθωδία του. Το δεκάλεπτο επεισόδιο στην τελετή λήξης του Σίδνεϊ, απ’ όπου η επόμενη διοργανώτρια χώρα (εμείς) παρέλαβε τη σκυτάλη-Ολυμπιακή Σημαία, το σκηνοθέτησε εκείνος. Ιέρειες. Πολλές ιέρειες. Η τηλεθέαση πέφτει κάθετα και η Γιάννα πανικοβάλλεται. Βγαίνουν στη γύρα να βρουν εναλλακτική και πέφτουν πάνω στ’ όνομά μου. Φαντάζομαι ποιος είναι αυτός ο οποίος τους μίλησε για μένα. Λέγεται Αντώνης Ζαγκλακούτης και εργαζόταν ήδη στο πολιτιστικό σκέλος των Αγώνων. Ο Αντώνης παρακολουθούσε τη δουλειά μου και τότε που η Αθήνα κέρδισε τη διεκδίκηση των Αγώνων μού εκμυστηρεύτηκε το όνειρό του: να είμαι εγώ αυτός που θα κάνει τις τελετές
Αρχίζω να περιφέρω τις αγωνίες μου σε όλους τους κοντινούς μου φίλους: Πρέπει να το κάνω; Αξίζει τον κόπο; Αξίζει το καλλιτεχνικό και, κυρίως, το προσωπικό ρίσκο; Πόσο θα βλάψει ό,τι είχα χτίσει ως καλλιτέχνης ως τότε; Ποιος θα είμαι μετά απ’ όλο αυτό; Τι δουλειά έχω εγώ στο ολυμπιακό περιβάλλον και το σημαντικότερο: Αυτό που θα σχεδιάσω θα καταφέρω να υλοποιηθεί ακέραιο και να παραδοθεί στον κόσμο όπως το οραματίστηκα;
Στα ίδια διλήμματα, με πολύ λιγότερο όμως δράμα –είχα ήδη βγει ζωντανός από δύο τελετές έναρξης (*1, *2) –, χρειάστηκε να απαντήσω όταν το 2017 μου ζητήθηκε να δημιουργήσω έργο, πρώτος εγώ, μετά τον θάνατο της Pina Bausch για το χοροθέατρο του Wuppertal.
Η φίλη μου η Αμαλία (Μουτούση) με ακούει υπομονετικά ένα μεσημέρι στον Διόνυσο κάτω από την Ακρόπολη.
«Δημήτρη, είναι η μοίρα σου», γυρίζει και μου λέει.
Οι βιντεοκασέτες βρίσκονται 10 μέρες στο ράφι, κάτω απ’ τις τσόντες. Αναβάλλω. Όταν βρίσκω το θάρρος, ξεκινάω με τη Βαρκελώνη, που ξέρω ότι από τους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι η πρώτη τελετή που έγινε βράδυ, με θεατρικό φωτισμό, και θεωρούνταν ακόμη αξεπέραστη
Τη βλέπω ολόκληρη μόνος μου στο μικρό δώμα που είχα τότε για σπίτι. Με το που τελειώνει, το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι το εξής: Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω κάτι στ’ αλήθεια καλό, αλλά κάτι καλύτερο από αυτό σίγουρα μπορώ να σχεδιάσω.
Ανακοινώνω στον Γιώργο Κουμεντάκη ότι χωρίς αυτόν δεν πρόκειται να το κάνω. Είχαμε μια πολύχρονη ιστορία καλλιτεχνικής συνεργασίας πίσω μας. Ήμασταν φίλοι τότε. Τον εκτιμούσα. Ήταν πολύ πιο καλλιεργημένος από μένα και η διαδικασία της δημιουργίας μαζί του ήταν πάντα μια αναμέτρηση με το Υψηλό.
Ο Γιώργος δέχεται.
Η Τίνα Παπανικολάου –40 ολόκληρα χρόνια συνεργασίας κλείσαμε–, σαν έτοιμη από καιρό, στο πλάι μου, με οργανώνει. Ζητάω από τον Γιώργο Μάτσκαρη, αγαπημένο φίλο, χορευτή και δάσκαλο Alexander Technique, να επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη για να αναλάβει την έρευνα. Χρειαζόμαστε χώρο. Η φίλη μου η Όλια (Λαζαρίδου) μας δίνει το σπίτι της. Γελάμε. Το όνομά της είναι Ολυμπία.
Οι Δίδυμοι Πύργοι πέφτουν. Ο κόσμος θα αλλάξει.
Η ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων θα γίνει εφιάλτης.
Βρισκόμαστε στο 2001 και ετοιμάζομαι να κάνω την πρεμιέρα τού Για Πάντα, που έμελλε να γίνει η τελευταία παράσταση της Ομάδας Εδάφους, οπότε πιο ταιριαστό όνομα θα ήταν το Ποτέ Ξανά. Η Αγγελική Στελλάτου είχε αποχωρήσει από την Ομάδα μόλις έναν μήνα πριν από την πρεμιέρα. Είμαι στενοχωρημένος, θυμωμένος, ανακουφισμένος και πανικοβλημένος. Δεκαεφτά χρόνια συμπόρευσης είχαν φτάσει στο τέρμα τους. Στο Για Πάντα σκηνοθετούσα και χόρευα μαζί. Το σημειώνω για όποιον ξέρει τι αγγούρι είναι αυτό, οι υπόλοιποι προσπεράστε το.
Αντικατάσταση, τελικές πρόβες, φωτισμοί και λιποθυμάω. Πρώτη μου φορά. Μυϊκός σπασμός στην ωμοπλάτη, στο μέρος της καρδιάς. Πρόβες σε φορείο, πρεμιέρα με παραμορφωμένη πλάτη και παυσίπονα. Το παρελθόν έκανε θεαματική έξοδο! Για το μέλλον, όμως, χρειαζόταν επίσης δουλειά.
Πέφτουμε με τα μούτρα. Μελετάμε την ιστορία της τέχνης της ελληνικής γης, την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, την ιστορία της χώρας. Την αναβίωση και ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Βλέπουμε όλες τις τελετές, τις αποκωδικοποιούμε, ξεψαχνίζουμε το πρωτόκολλο από το καλλιτεχνικό μέρος, καθορίζοντας το πεδίο στο οποίο θα μπορούσαμε να κάνουμε τη διαφορά.
Μου είναι παντελώς αδιάφορο, αλλά νομίζω ότι σε κανέναν άλλον καλλιτέχνη δεν ζητήθηκε να ετοιμάσει πρόταση. Μέχρι και σήμερα δεν το γνωρίζω με βεβαιότητα, δεν ρώτησα ποτέ.
Ήξερα από την πρώτη στιγμή τι ήθελα να κάνω, έπρεπε όμως να σιγουρευτώ για την εγκυρότητα της ενόρασής μου. Να σχεδιάσω τις εικόνες και να τις φορέσω σε μια ολυμπιακών διαστάσεων παράσταση.
Ετοιμάζω μια παρουσίαση. Το concept, ολόιδιο με αυτό που τελικά είδατε, στην αρχική του μορφή: Σκελετός, ψυχή και ιδεολόγημα, όλα εκεί, χωρίς ακόμα τη σάρκα και το νευρικό του σύστημα. Τα πρώτα μου σχέδια και οι τελικές εικόνες αντιπαρατίθενται εδώ.
Η πρώτη επαφή με τη Γιάννα είναι καταστροφική. Σχεδόν τσακωθήκαμε. Έφυγε. Τα μαζέψαμε, διασκεδάσαμε με την παράκρουσή μας να πιστέψουμε ότι κάτι σαν κι αυτό που ονειρευτήκαμε θα ήταν ευπρόσδεκτο και επιστρέψαμε σπίτι.
Διηγήθηκα τη φάση στον Μιχάλη Κακογιάννη, που ήταν φίλος και μεγάλος υποστηρικτής, παρόλο που κι ο ίδιος ήθελε να κάνει την τελετή. «Μην απορήσεις αν τελικά καταλήξει να είναι η καλύτερή σου φίλη», μου λέει
Η Γιάννα κι εγώ είμαστε δύο τελείως διαφορετικά ζώα της ζούγκλας. Για το δικό μας σύστημα, έμοιαζε μια extraterrestrial drag queen, στην οποία έπρεπε να δίνουμε λογαριασμό, την οποία σεβόμασταν και αποτελούσε για μας μια αστείρευτη πηγή διασκέδασης και τρόμου. Τις πρώτες Απόκριες έκανα την καλλιτεχνική μας συνέλευση φορώντας τη μάσκα Γιάννα που κυκλοφορούσε στα περίπτερα.
Όταν μας επισκέφθηκε στα πρώτα μας γραφεία, ο Σωκράτης Σωκράτους μάς έβγαλε μια φωτογραφία. Το ίδιο βράδυ, κοιτώντας την εικόνα στην οθόνη μου, χωρίς να το πολυκαταλάβω, αντάλλαξα τα κεφάλια μας και το βρήκα πολύ ταιριαστό. Ο John Waters θα ήταν περήφανος για μένα.
Η ομάδα μου το λάτρεψε.
Τα δυο ζώα της ζούγκλας μύρισαν το ένα το άλλο, συμφωνήσαν να συνεργαστούν για κοινό σκοπό. Θέλαμε και οι δύο το ίδιο πράγμα: την επιτυχία. Ας είχαμε διαφορετική αντίληψη για το τι πράγμα είναι αυτό.
Με την πάροδο του χρόνου η αυταπάρνηση, η στοχοπροσήλωση και η τερατώδης αντοχή που αναγνωρίσαμε ο ένας στον άλλον έστρωσαν μια ατμόσφαιρα αποδοχής και συγκίνησης που, μέσα στην εξάντληση, έμοιασε στιγμιαία με αγάπη. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να συγκριθεί με την ανηφόρα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Πίσω στη σειρά των γεγονότων όμως:
Το ίδιο απόγευμα της καταστροφικής πρώτης επαφής με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε «η πρόεδρος έχει κάποιες απορίες και θέλει να το δει ξανά»! Επαναλαμβάνουμε την παρουσίαση μετά από μια βδομάδα. Ήταν εκεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Μιχάλης Ζαχαράτος, διευθυντής Επικοινωνίας των Αγώνων. Η Γιάννα απούσα. Ο Μιχάλης τσιμπάει. Η ατμόσφαιρα πολιτισμένη.
Μετά σιωπή. Αφήνω να περάσουν βδομάδες μέχρι να πάρω τηλέφωνο τον Σίμιτσεκ και να του πω «κατάλαβα και προγραμματίζω τις επόμενες δουλειές μου». Μου λέει «όχι, θέλω να μας περιμένεις, θα σου κόψω έναν μισθό και θα περιμένεις». Περίπου ενάμιση μήνα μετά μου παραγγέλνουν: «Πακετάρεις την όλη παρουσίαση και με μυστικότητα μεταφέρουμε εσένα και την ομάδα σου στο Salt Lake, όπου διεξάγονται οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί, για να καλέσουμε τους Αθανάτους, off the record και με απόλυτη εμπιστευτικότητα». Ναι, καλά ακούσατε, Αθανάτους λένε τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Πεθαίνουν, βέβαια, όπως όλοι μας, κι αυτοί. Αυτό με την εμπιστευτικότητα έπαιζε πολύ στην όλη φάση. Όλοι υπογράφαμε και βάζαμε και τους άλλους να υπογράψουν ότι θα υπάρξουν κυρώσεις αν διαρρεύσει το παραμικρό.
Ήταν σαν kink. Φτιαχνόμασταν με την ιδέα ότι είναι φοβερά σημαντική, όπως κρατικό μυστικό, η δουλειά μας.
Έτσι, λοιπόν, σε μια απολύτως σουρεαλιστική συνθήκη, βρισκόμαστε στο Salt Lake, ανάμεσα σε πάγους και μορμόνους, και στήνουμε σε χώρο μυστικό την παρουσίαση. Το προκαθορισμένο μεσημέρι καταφθάνει η Γιάννα με τους Αθάνατους για να την παρακολουθήσουν. Η Γιάννα, ντυμένη dominatrix-κυνηγός: μαύρα λουστρίνια ψηλοτάκουνα, μαύρο δερμάτινο παντελόνι και κοντό γούνινο, τύπου Hasky, τοπ με ασορτί γουνάκι στον αποσπώμενο λαιμό. «Ελπίζω να είστε έτοιμοι», λέει στον αέρα περνώντας ξυστά.
Μέσα στο σκοτάδι και την ηρεμία της παρουσίασης οι Αθάνατοι χαλάρωσαν και μερικοί τον ψιλοπήραν κιόλας, αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να χειροκροτήσουν θερμά, χαρίζοντάς μου ένα standing ovation. «Αυτό και τίποτα λιγότερο αξίζει στην Ελλάδα», τους άκουσα να της λένε. Η Γιάννα για πρώτη φορά με πλησίασε πλαγιοδρομώντας, μου έδωσε ανόρεχτα το χέρι της για χειραψία και είπε επί λέξει: «Γνωρίζετε ότι εγώ δεν αφήνομαι ποτέ να γίνω συναισθηματική, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι αυτό ήταν μια καλή προσπάθεια».
Δύο χρόνια μετά, λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη, σε τετ-α-τετ συνάντηση της παρουσιάζω την προσομοίωση της πτήσης των Θραυσμάτων χορογραφημένη πάνω στη μουσική του Mahler και η Γιάννα κλαίει.
Τα μαζέψαμε και γυρίσαμε στην Αθήνα. Οι φίλοι μου με υποδέχτηκαν σε πάρτι-έκπληξη φορώντας κορδέλες φιναλίστ καλλιστείων: Μις Κρήτη, Μις Μεσολόγγι, Μις Σπάρτη, Μις Μάνη κ.λπ. Ο Κουμεντάκης τους είχε προβάρει να μου τραγουδήσουν τον Ολυμπιακό Ύμνο. Ήπιαμε, μαστουρώσαμε και ξεκαρδισμένοι γιορτάσαμε αυτό που έμοιαζε με επιτυχία.
Πράγματι, μετά από λίγο καιρό με καλούν και μια ηλιόλουστη μέρα πηγαίνω στα γραφεία του «2004» και η Γιάννα μού λέει: « Έχω τη χαρά να σου αναθέσω τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας». Φορούσε ένα σούπερ μίνι Chanel ταγέρ στο πράσινο του παπαγάλου, συνδυασμένο με πορτοκαλί κραγιόν και λευκές γόβες. Άλλαξε σταυροπόδι. Basic Instict
Μαθαίνω τον αρχικό προϋπολογισμό της τελετής (ο οποίος, είμαι σίγουρος, ξεπεράστηκε κατά πολύ) και υπολογίζω ότι ένα 10% θα είναι δίκαιο για τον δημιουργό της. Το ποσό είναι αστρονομικό για τα μέχρι τότε δεδομένα μου, αλλά αποφασίζω να το διεκδικήσω. Ξέρω ότι όλα μου τα πνευματικά δικαιώματα εξαγοράζονται εξ ολοκλήρου από την Ολυμπιακή Επιτροπή. Κανένα ποσοστό από τις αμέτρητες αναμεταδόσεις ανά τον κόσμο και από την πώληση του DVD και των εικόνων δεν θα μου ανήκει. Περιμένοντας έξω από το γραφείο του Σίμιτσεκ διπλασιάζω στο μυαλό μου το ποσό. Μπαίνω μέσα, το ζητάω και το παίρνω.
Ανακοινώνεται ότι αναλαμβάνω την τελετή. Οι συμπατριώτες μου συμφωνούν και χαίρονται πολύ, η Οργανωτική Επιτροπή εκπλήσσεται. Αυτό μου δίνει διαπραγματευτική δύναμη. Θα τη χρειαστώ.
Διαλύω την Ομάδα Εδάφους.
Η επόμενη κίνησή μου ήταν να συγκροτήσω μια ομάδα εργασίας, μια ομάδα καλλιτεχνών-κομάντος. Μια ολόκληρη γενιά από αστέρια έλαμπαν τότε στην ανεξάρτητη εναλλακτική σκηνή, από την οποία προερχόμουν κι εγώ.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης θα συνυπογράψει το concept και θα δημιουργήσει το μουσικό σενάριο. Η Τίνα Παπανικολάου θα συντονίσει την καλλιτεχνική δημιουργία με συνεργάτη τον Γιώργο Μάτσκαρη. Οι δυο τους, μαζί με την Κάλη Καββαθά, θα δημιουργήσουν μια πανίσχυρη ασπίδα στήριξης γύρω μου.
Η Λίλη Πεζανού, πολυαγαπημένη και χαλκέντερη συνεργάτις, θα υλοποιήσει σκηνογραφικά το concept.
Η Λίνα Νικολακοπούλου, ποιήτρια και στιχουργός κοσμαγάπητη, θα επιμεληθεί τα κείμενα.
Ζητάω από τον Γιώργο Λάνθιμο –ο οποίος ακόμη δεν είχε κάνει ούτε την πρώτη μεγάλου μήκους του– να μπει στην ομάδα, για να έχουμε άποψη για τον τρόπο αναμετάδοσης. Η τελετή αυτή είναι πρωτίστως ένα τηλεοπτικό γεγονός.
Ζητάω από τον Δημήτρη Κορρέ, αυτόν τον genius μηχανικό, να είναι μαζί μας, για να ελέγχει τη δυνατότητα τεχνικής πραγματοποίησης των παράλογων ονείρων που είχα.
Η Ελευθέρια Ντεκώ στον φωτισμό θα αναζητήσει συνάδελφο με ολυμπιακή και τηλεοπτική εμπειρία. Θα σχεδιάσουν μαζί
Αν και το τραύμα ήταν νωπό, ζητάω από την Αγγελική Στελλάτου να αναλάβει την κίνηση των ανθρώπων.
Η Ελευθερία αναρωτήθηκε αν ήταν μια καλή επιλογή, μια που σε μια τόσο δύσκολη περιπέτεια δεν χωρούσε το ρίσκο συναισθηματικού μπουρδουκλώματος. Η Τίνα, όμως, μου είπε: «Κανένας άλλος δεν μπορεί να δώσει την ποιότητα της κίνησης που ζητάς». Η Τίνα είχε δίκιο
Η Αγγελική συγκροτεί μια ομάδα χορευτών που, σύμφωνα με τη μέθοδο που είχαμε ακολουθήσει στις δύο όπερες που είχα σκηνοθετήσει: θα τη συντροφεύσουν στην καλλιτεχνική έρευνα, θα καταλήξουν στις χορογραφίες υπό την καθοδήγησή της, θα πραγματοποιήσουν τις ακροάσεις και τη διαμοίραση των εθελοντών ανάλογα με τις ικανότητές τους, θα διδάξουν τις χορογραφίες και θα βρεθούν μαζί τους επί σκηνής τη μεγάλη μέρα
Μαζί με τον Λάνθιμο και κατόπιν υπόδειξης της Εύας Στεφανή φωνάζουμε την Αθηνά Τσαγγάρη να κινηματογραφήσει όλη την τρίχρονη διαδρομή. Η Αθηνά μπαίνει με ενθουσιασμό και επεκτατισμό. Έναν χρόνο μετά, αναλαμβάνει η ίδια τις προβολές της τελετής, μαζί με τον αχώριστο συνεργάτη της Matt Johnson
Ο Κουμεντάκης φέρνει στην ομάδα τη μουσικό Μαρία Μεταξάκη – μαζί θα βγάλουν πολλά φίδια από πολλές τρύπες.
Η Ελευθερία μάς οδηγεί στον Βοb Dickinson, που με μεγάλη τρυφερότητα και επαγγελματισμό ανεβάζει το επίπεδο του φωτισμού. Η τελετή μας έγινε με τα περισσότερα ως τότε φωτιστικά σώματα στην ιστορία του θεάματος. Έσπασε το ρεκόρ. Οι δυο τους θα βραβευτούν με Emmy.
Με τον ίδιο καλλιτέχνη θα κάνω, 10 χρόνια αργότερα, τους πρώτους Ευρωπαϊκούς Αγώνες, που θα του χαρίσουν ακόμη ένα Emmy. Πρόσφατα μου έστειλε μήνυμα ότι του έλειψα και μακάρι να ξαναδουλέψουμε μαζί, η Τίνα είπε «o Βοbby θέλει κι άλλο Εmmy».
Τη Σοφία Κοκοσαλάκη δεν την ήξερα, το άστρο της είχε μόλις ανατείλει στο Λονδίνο. Της ζήτησα ραντεβού και όταν βρεθήκαμε ήταν καχύποπτη. Δέχτηκε όμως να μπει στη δημιουργική ομάδα και να αναλάβει τα κοστούμια. Στη μέση της διαδικασίας την πρωτοχτύπησε ο καρκίνος, αλλά συνέχισε, μέσα στις χημειοθεραπείες, τη δουλειά. Δεν έχασε ποτέ το χιούμορ της. Την αγάπησα. Προτού παρουσιαστεί η τελετή μας, σε μια συνέντευξη στη γαλλική Vogue, αν θυμάμαι καλά, τη ρώτησαν για μένα. «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πει κανείς για τον Δημήτρη», είπε, «είναι ότι πρόκειται για έναν πολύ καλό άνθρωπο». Μέχρι σήμερα είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει μιλήσει έτσι για μένα. Την αγκάλιασα για τελευταία φορά στο Sadler’s Wells στο Λονδίνο, που ήρθε να δει τον Μεγάλο Δαμαστή. Κλειστοφοβική και αγοραφοβική, όπως ακριβώς κι εγώ, πάντα καθισμένη στην άκρη, έτοιμη να φύγει. Λίγο μετά μάθαμε τον θάνατό της.
Για τον σχεδιασμό των πυροτεχνημάτων απέφυγα την παραίνεση του ζεύγους Αγγελοπούλου για την αμερικάνικη εταιρεία και προτίμησα τον Christophe Berthonneau, τον Γάλλο καλλιτεχνικό διευθυντή της Groupe F
Δεν πρέπει να υποτιμά κανείς τον σχεδιασμό των πυροτεχνημάτων: είναι η στιγμή της εκσπερμάτισης. Όλο το γεγονός οργανώνεται γύρω από έναν συλλογικό οργασμό του οποίου κορύφωση είναι τα πυροτεχνήματα.
Εμείς προτιμήσαμε την κομψότητα μιας γαλλικής εκσπερμάτισης.
Εκείνη η αμερικάνικη εταιρεία έκαψε με τα πυροτεχνήματά της τη Φιλοθέη στη δεξίωση της Γιάννας την επομένη της τελετής. Φτηνά τη γλίτωσα – είμαι πια σίγουρος ότι πρέπει κανείς να ζητά αυτό που θεωρεί σωστό, κι ας μην το παίρνει πάντα. Πρέπει όμως να το ζητά. Μετανιώνεις μόνο για όσα δεν ζήτησες από τη ζωή σου.
Ζητάω από τον Νίκο Αλεξίου να μελετήσει τα μεγέθη, τις αναλογίες και τις τομές των γλυπτών της Αλληγορίας. Ο Νίκος, που δεν ζει πια, είναι ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της σύγχρονης Ελλάδας. Το ΕΜΣΤ όφειλε να του είχε κάνει τεράστιο αφιέρωμα. Όμως η χώρα μας τους σύγχρονους καλλιτέχνες της μας έχει χεσμένους. Με τον Νίκο ήμασταν τότε στα δικαστήρια για τη Μήδεια, αλλά η περίσταση είναι σημαντικότερη από τα προσωπικά μας. Φτιάχνει μια συγκλονιστική μακέτα του Σταδίου και του στεγάστρου Καλατράβα, ολόκληρη καμωμένη από καλάμια. Σήμερα είναι κάπου πακεταρισμένη σε κάποια από τις αποθήκες όπου όλα βρίσκονται συσσωρευμένα.
Η Αθηνά Τσαγγάρη προτείνει στον Σωκράτη Σωκράτους να φωτογραφίσει τη μνημειακή προετοιμασία μας εθελοντικά. Ο Σωκράτης αφιερώνεται με μανία, χώνεται παντού και συλλαμβάνει όλη την ομορφιά και την καύλα με τρόπο μοναδικό. Είναι απορίας άξιο πώς κανένας ακόμη δεν έχει εκδώσει τη συλλογή αυτών των συγκλονιστικών φωτογραφιών.
Σ’ αυτή την έκδοση επιμελήθηκα ένα άλμπουμ –όσο πιο πολυσέλιδο μπορούσα– προς απόλαυσή σας. Γυρίστε το έντυπο ανάποδα και αρχίστε από το οπισθόφυλλο.
Και, τέλος, ζητάω από τον Άγγελο Μέντη να αναλάβει να δημιουργήσει το τμήμα της τελετής που ονομάστηκε Κλεψύδρα. Είναι η στιγμή που οι εικόνες της ελληνικής τέχνης εισέρχονται σαν ονειρική πομπή στο Στάδιο.
Ήμασταν φίλοι τότε. Ο Άγγελος ήταν σχεδιαστής κοστουμιών και make-up artist από άλλο πλανήτη, όμως τίποτα μεγάλης κλίμακας δεν είχε επιχειρήσει και καμία εμπειρία στη σκηνοθεσία δεν είχε. Δεν ξέρω ποιο ένστικτο ή αν ήταν η αγάπη που οδηγούσε την επιμονή μου –χρειάστηκε να τον πείσω–, όμως αυτή είναι η κίνηση ματ που έκανα στη συγκρότηση της καλλιτεχνικής ταυτότητας της τελετής. Ο Άγγελος δέχτηκε και ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Απέδειξε τη μεγαλοφυΐα του μετατρέποντας το κομμάτι που του ανάθεσα στο κόσμημα της τελετής.
Συγκρότησε και οδήγησε μια ομάδα με πρωτεργάτες τη ζωγράφο Μαρία Ηλία, τον γλύπτη Νεκτάριο Διονυσάτο και τη σκηνογράφο-ενδυματο- λόγο Ελένη Μανωλοπούλου. Για την έρευνα επιστράτευσε τον Μάνο Λαμπράκη και τον Αντώνη Γαλέο. Πήρε τις πιο παράτολμες αποφάσεις και τις υλοποίησε με τρόπο αξιοθαύμαστο. Το σύμπαν που δημιούργησε, ξεδιπλώνοντας την ιστορία της ελληνικής τέχνης μπροστά στα μάτια μας, άφησε τους πάντες άφωνους. Όποιος το έβλεπε από κοντά τού έπεφτε το σαγόνι.
Οι τηλεσκηνοθέτες, Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι, στη γενική πρόβα πρόσθεσαν επιπλέον κάμερες και μας θερμοπαρακάλεσαν να δώσουμε ένα δεκάλεπτο ακόμη –τεράστιος τηλεοπτικός χρόνος– στην Κλεψύδρα, για να μπορέσουν να αποτυπώσουν τηλεοπτικά τις λεπτομέρειες.
Είχαν ήδη δει, έναν χρόνο πριν, την εκπληκτική μακέτα του Άγγελου, αλλά προφανώς δεν πίστεψαν ότι η πραγματοποίηση θα ήταν τόσο ακριβής και ακόμα καλύτερη. «Δώσ’ τους 10 λεπτά», μου ζήτησε και η Γιάννα. Ήταν όμως αργά. Όλα ήταν μετρημένα πια και οι τέσσερις ώρες της έναρξης ήταν κουρδισμένες σαν ωρολογιακή βόμβα.
Στο αξεπέραστο επίπεδο της Κλεψύδρας καθοριστικό είναι το επίτευγμα της Αγγελικής Στελλάτου, η οποία με την ευθύβολη απλότητα και την επιμονή στην ποιότητα και στη λεπτομέρεια της κίνησης ζωντάνεψε τις εικόνες του Μέντη με μια κομψότητα και υφέρπουσα ένταση που σπάνια βλέπουμε. Ιδιαίτερα συγκινούμαι όσο αναλογίζομαι την ιερή σεξουαλικότητα με την οποία η Θεά των Φιδιών έσυρε τον χορό. Αυτή η ίδια ιερή σεξουαλικότητα ήταν το πιο εκτυφλωτικό χαρακτηριστικό της ίδιας της Αγγελικής όταν ενσάρκωνε τις μορφές που δημιουργούσα για πάρτη της επί 17 χρόνια. Με τον Άγγελο είχαμε ονειρευτεί η Αγγελική να είναι αυτή που θα ενσαρκώσει τη Θεά των Φιδιών, αλλά η ευθύνη της της επέβαλε να είναι στο «πιλοτήριο» και να μετρά στα ακουστικά των εθελοντών τη βραδιά εκείνη. Η Κατερίνα Σκιαδά ήταν θαυμάσια
Ο Κωνσταντίνος Βήτα ήταν το τρίτο μεγάλο αστέρι στη συναστρία της Κλεψύδρας.
Ο ρυθμός που εφηύρε και ο τρόπος με τον οποίο ο ρυθμός αυτός υποδέχτηκε μέσα του τους ήχους και τρόπους της ελληνικής μουσικής μάς διακτίνισαν σε ένα μέλλον που ήταν αρχέγονο. Αυτό του το έργο λέγεται Τhe Passage. Ακούστε το.
Δύο χρόνια μετά, ο Κωνσταντίνος θα ευλογήσει με τη μουσική του το 2.
Την μουσική, βέβαια, δεν την απολαύσαμε στη live αναμετάδοση. Η λογοδιάρροια του Αλέξη Κωστάλα μάς στέρησε τη μέθεξη. Δεν έβαλε γλώσσα μέσα, δυστυχώς. Κρίμα. Μέχρι και σήμερα δεν έχω καταφέρει να παρακολουθήσω ολόκληρη την τελετή με τη δική του αφήγηση. Το ξέρω πως έγινε από αγάπη, που μετατράπηκε σε αμετροέπεια, αλλά τι να το κάνεις; Αφόδευσε πάνω στη μεγάλη στιγμή που πρωτοεπικοινωνούσαν με την υφήλιο το τεράστιο ταλέντο τους τρεις από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους: ο Άγγελος, η Αγγελική και ο Κωνσταντίνος.
Ας είναι.
Στρωνόμαστε στη δουλειά.
Ο πρώτος χρόνος φεύγει με την ανάπτυξη του βασικού concept και με την αναζήτηση της εταιρείας παραγωγής που θα το οργανώσει και θα το πραγματοποιήσει υλικοτεχνικά
Κατασκηνώνουμε στο Στάδιο στις 13/08, δύο χρόνια πριν από την εκτόξευση, παίζουμε μουσική, χρονομετρούμε διαδρομές, πίνουμε κι ονειρευόμαστε.
Πηγαίνω κρυφά στο κέντρο και κατουράω. Ορίζω την κυριαρχία μου, σαν τα σκυλιά.
Κατασκευάζουμε το μοντέλο του Σταδίου και επιλέγουμε με διαγωνισμό την εταιρεία παραγωγής.
Έτσι ξεκινά η περιπέτειά μας με την Jack Morton. Ήταν μια πολύ σκληρή και συγκρουσιακή συμπόρευση μέχρι την πραγματοποίηση του σεναρίου.
Ευτυχώς, χάρη σε μια ευφυή κίνηση της Γιάννας οι συμβάσεις των καλλιτεχνών γίνονται απευθείας με την Οργανωτική Επιτροπή του «Αθήνα 2004». Αποτέλεσμα; Οι καλλιτέχνες δεν λογοδοτούν στην εταιρεία παραγωγής.
Δεν θέλω να σας κουράσω μ’ αυτά, αλλά είναι σημαντικό να καταλάβετε το εξής: αυτό που συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις τιτάνιες παραγωγές, όπου τα εκατομμύρια χορεύουν στον αέρα, είναι ότι μια εταιρεία παραγωγής προσλαμβάνει η ίδια τους καλλιτέχνες, κάνει μια φλασάτη παρουσίαση, παίρνει τη δουλειά και μετά κόβει την ποιότητα εκτέλεσης, επιλέγει κατασκευαστές παίρνοντας μίζες και τρώει, τρώει, τρώει…
Το έργο αυτό το ξανάζησα ολόιδιο στους Ευρωπαϊκούς Αγώνες.
Όταν ο καλλιτέχνης είναι υπάλληλος της εταιρείας αυτής, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Εμείς τους χορέψαμε στο ταψί.Και τις δύο φορές.
Στο άκουσμα του ονόματός μου θα φτύνουν. Στα showreels τους, όμως, πρώτες-πρώτες φιγουράρουν οι εικόνες μου.
Βρίσκομαι, ως ο κεντρικός δημιουργός ενός τέτοιου γεγονότος, σε μια μοναδική θέση. Μπορώ να χτυπήσω όποια πόρτα γουστάρω.
Διαλέγω να χτυπήσω την πόρτα της Laurie Anderson. Βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη και μου ανοίγει αυτή η τεράστια μικροκαμωμένη γυναίκα, η καλλιτέχνις που λατρεύω τόσα χρόνια. Το πλατύ της χαμόγελο με υποδέχεται. Της προτείνω να συνεργαστούμε. Θέλω να μπει στη δημιουργική ομάδα και να είναι η φωνή που θα υποδέχεται τον κόσμο στο Στάδιο. Θέλω επίσης να σκηνοθετήσει ένα από τα κομμάτια της τελετής.
Αυτή είναι η αρχή μιας σημαντικής για μένα σχέσης. Η Laurie έρχεται στην Αθήνα και αρχίζει να ονειρεύεται μαζί μας. Επισκέπτεται τα εργαστήρια του Μέντη και του Αλεξίου και παθαίνει την πλάκα της με τις μακέτες τους. Συλλαμβάνει αμέσως το ελεύθερο, non-corporate πνεύμα της ομάδας μας και συντονίζεται.
Βλέπω μπροστά στα μάτια μου με χαρά να αναπτύσσεται μια ενθουσιώδης φιλία των δύο ποιητριών που έχω φέρει σε επαφή. Νικολακοπούλου και Anderson συμπαθούν τρελά η μία την άλλη. Συχνά ξεκαρδίζονται σαν τα παιδιά. Η Λίνα είναι ανά πάσα στιγμή πανέτοιμη να γίνει τριών χρονών. Μια αυθεντικά λαϊκή καλλιτέχνις και μια ιέρεια της avant-garde.
Είναι συγκινητικό που η καρδιά είναι κοινή. Η Laurie θέλει να δοκιμάσει τη μέθοδο της Περιπατητικής Σχολής, προσλαμβάνει έναν Walking Producer (όρος που εφευρέθηκε εκείνη τη στιγμή και χρησίμευσε αποκλειστικά, φαντάζομαι, για εκείνη την περίσταση) και μαζί με τη Λίνα περπατούν ως τους Δελφούς.
Laurie Anderson, Αμαλία Μουτούση και Όλια Λαζαρίδου ονειρεύομαι να είναι οι τρεις φωνές, οι τρεις γλώσσες, που θα υποδέχονται τον κόσμο στην τελετή. Αρχίζουν δοκιμές.
Ο Δημήτρης Κορρές κανονίζει με τον αδερφό του, τον περίφημο διευθυντή Αναστήλωσης της Ακρόπολης Μανόλη Κορρέ, και πηγαίνουμε τη Laurie στην Ακρόπολη. Μας δίνει πρόσβαση στον Παρθενώνα
Η συγκίνηση είναι μεγάλη για όλα, αλλά όταν τα ζεις είναι κανονικά. Τριάντα χρόνια πριν, στο κομμωτήριο της μάνας μου, με στέλναν για πορτοκαλάδες στο περίπτερο. Είκοσι χρόνια πριν το έσκαγα από το σπίτι μου για να σπουδάσω ζωγραφική. Δέκα χρόνια πριν ανέβαζα τη Μήδεια και περνούσα από την κατάληψη στα μεγάλα θέατρα. Τώρα είμαι μέσα στον Παρθενώνα με τη Laurie Anderson.
Είναι αυτή που θα με στριμώξει περισσότερο. Αυτή που θα μου κάνει τις πιο σκληρές ερωτήσεις, αυτή που θα είναι η πιο δύσκολη να πειστεί.
Η διαδικασία αυτή με αναγκάζει να γίνω σαφέστερος, να χτίσω επιχειρήματα και να υπερασπίζομαι αποφασιστικότερα τις ιδέες μου.
Όμως η Laurie όλο ανέβαλλε να πάρει αποφάσεις, όλο δίσταζε να ηχογραφήσει. Όλο ανέβαλλε να καθορίσει τη θέση της σ’ αυτή την τελετή, έτσι, σε μια κρίσιμη στροφή της διαδικασίας, προφασίστηκα budget cuts, την πήρα τηλέφωνο και της είπα να τερματίσουμε τη συνεργασία μας. Το κατάλαβε. Μπορεί και να ανακουφίστηκε.
Οι καλλιτέχνες αυτοί έχουν μια δυσκολία να μπουν στην υπηρεσία ενός τέτοιου συστήματος. Μια τελετή έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων είναι μια προπαγάνδα για τη χώρα που τους διοργανώνει. Αυτή είναι η φάση, η φύση και η αποστολή της δουλειάς. Χρειάζεται καλλιτέχνες για να πραγματοποιηθεί, αλλά δεν αποτελεί έργο τέχνης.
Αυτή και μόνο η έννοια της προπαγάνδας φέρνει αμηχανία.
Για μένα ήταν εύκολο, έπρεπε να μιλήσω θετικά για κάτι που, όσο περισσότερο μελετούσα, τόσο περισσότερο ανακάλυπτα ότι αγαπούσα: τη χώρα μου, το αφήγημά της, την τέχνη της και την απροκάλυπτη μανία της για ομορφιά.
Το χάος, τη διαφθορά και την παράκρουση τα έβλεπα ολοφάνερα μπροστά μου.
Όμως αυτά δεν ήταν του παρόντος. Ήταν η ώρα τώρα για γιορτή.
Η άλλη πόρτα που χτύπησα ήταν της Björk. Ενσάρκωνε για μένα το τέλειο υβρίδιο pop και avant-garde – ό,τι ακριβώς ευχόμουν να καταφέρει να γίνει η τελετή μας. Αποφασίζω να της ζητήσω να μας γράψει το ολυμπιακό μας τραγούδι.
Χρειάστηκε να πολεμήσω πολύ γι’ αυτή μου την επιλογή.
Είμαι ιδιαίτερα περήφανος γι’ αυτό το τραγούδι
Σε ένα ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη, μυστικά, της παρουσιάζω ολόκληρο το concept. H Björk, σοβαρή και σκεπτική. Ζητάω κάτι πολύ συγκεκριμένο: ή να γράψει ένα τραγούδι ή να τραγουδήσει το Ιmagine του John Lennon.
Μετά από λίγο καιρό μάς ειδοποιεί ότι δέχεται να γράψει ένα τραγούδι. Ξανασυναντιόμαστε στο Λονδίνο, καθισμένοι στο πάτωμα ακούμε μια μελωδία που θεωρεί κατάλληλη, την αποκαλεί «μεσογειακή», γιατί έχει παραπάνω πάθος από αυτό που συνηθίζει στη μουσική της.
Εγώ της παρουσίασα ένα Στάδιο μεταμορφωμένο σε Μεσόγειο κι εκείνη επέλεξε να τραγουδήσει ως η ίδια η θάλασσα.
Την είχα οραματιστεί να τραγουδάει εξάμετρη. Το φόρεμα-θάλασσα που για χάρη της δημιούργησε η Κοκοσαλάκη θα κάλυπτε όλους τους αθλητές έχοντας επάνω του τυπωμένη την εικόνα της υδρογείου με τις ηπείρους καμωμένες από αλάτι. Έτσι, υπερυψωμένη, θα βρισκόταν μπροστά από τη μεγάλη οθόνη και πίσω της πέντε μέδουσες θα σχημάτιζαν φευγαλέα τους ολυμπιακούς κύκλους
Αλλά το υδραυλικό σύστημα που θα την ανύψωνε κόλλησε κι έμεινε η άμοιρη καρφωμένη στο έδαφος. Η Σοφία απαρηγόρητη, τόσες εργατοώρες, τόσες χιλιάδες τόπια υφάσματος, κι αυτό το φόρεμα δεν το είδε κανείς! Δείτε το εδώ, σε μια εικόνα από τη γενική πρόβα.
Απ’ όλα τα τεχνικά κωλύματα που θα μπορούσαν να συμβούν, αυτό ήταν το μόνο που δεν προκαλούσε αλυσιδωτή αντίδραση καταστροφής.
Ήταν κρίμα, η στιγμή θα έλαμπε, αλλά έτσι είν’ η ζωή.
Σε όλη αυτή την ομορφιά που, από κάθε άκρη της γης, ήταν μαζεμένη στα πόδια της, σε όλους αυτούς τους νέους και τις νέες, τους καλύτερους των καλυτέρων από την κάστα των αθλητών που τις επόμενες μέρες θα έχυναν ατέλειωτα ποτάμια ιδρώτα, η Björk διάλεξε να τραγουδήσει ως θάλασσα/καταγωγή του ανθρώπινου γένους. Και το τραγούδι της τελειώνοντας λέει:
«Γιοι μου και κόρες μου,
ο ιδρώτας σας είναι αλμυρός
και εγώ είμαι η αιτία»
Όταν διάβασα αυτούς τους στίχους, ταράχτηκα.
Ίσως δεν το πρόσεξε κανείς, ίσως κανείς δεν συμφωνεί μαζί μου, αλλά αυτό είναι το ωραιότερο ολυμπιακό τραγούδι όλων των εποχών.
Ξανακούστε το. Διαβάστε τι τραγούδησε στην τελετή μας η Björk.
Μετακομίζουμε από το γραφείο στο κέντρο της Αθήνας κοντά στο Στάδιο. Το νέο στούντιο είναι τεράστιο.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης φέρνει τον Mahler, που έγινε η ψυχή της Έναρξης, το soundtrack της Αλληγορίας.
Η Λίλη Πεζανού φτιάχνει τα κομψοτεχνήματά της. Χάρη στην αξεπέραστη σχέση της με τον μοντερνισμό σχεδιάζει υπέροχα τη σκάλα που θα σηκωθεί από τις κερκίδες μέχρι τον βωμό, σχεδιάζει το χείλος της θάλασσας με κλίση που θα επιτρέψει στο νερό με μοιάσει με όχθη και μαζί με τον Κωνσταντίνο Κυπριωτάκη σχεδιάζουν γλυπτικά την εσωτερική πλευρά των θραυσμάτων.
Η Αθηνά Τσαγγάρη εξασφαλίζει έναν χαιρετισμό από τον διαστημικό σταθμό της NASA.
Η Ρούλα Πατεράκη αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει τις τρεις φωνές που θα μας υποδέχονται στο Στάδιο. Η Αγλαΐα Παππά γαλλικά, η Όλια ελληνικά και αγγλικά η Αμαλία.
Ο Κουμεντάκης έχει τη φλασιά η παρέλαση των αθλητών να γίνει με DJ. Φέρνει τον Tiësto.
Ο Γιάννης Μόραλης μας κάνει την τιμή να σχεδιάσει ένα κλαδί ελιάς για τη σημαία του Δρομέα.
Επιστρατεύω τον Λευτέρη Δρανδάκη για τη σχέση μας με την παραδοσιακή Ελλάδα και το Λύκειο Ελληνίδων.
Η Ειρήνη Παππά, που θα ήταν η Γυναίκα με το άγαλμα στα χέρια, μας εγκαταλείπει κι έτσι με τα λόγια του Σεφέρη θα μιλήσει η Λυδία Κονιόρδου.
Πείθω τον Σαντιάγκο Καλατράβα να εγκαταλείψει τη μεγαλομανία του για έναν τεράστιο βωμό έξω από το Στάδιο και να τον εντάξει στο στέγαστρο.
Πηγαίνω την ομάδα εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη να δούμε Pina Bausch. Πολλοί δεν είχαν ξαναδεί. Από μια εμπειρία με έργο της Bausch βγαίνεις εξανθρωπισμένος. Η τεράστια αξία του έργου δεν έγκειται μονάχα σε αυτό που είναι αλλά και σε αυτό που σου κάνει. Είμαι συγκινημένος. Συνειδητοποιώ την αίσθηση του απόμακρου που αποπνέει αυτό που έχω σχεδιάσει κι έτσι προσθέτω τη στιγμή του Ζευγαριού.
Πηγαίνουμε στο Harrogate και κάνουμε τεχνικό και φωτιστικό τεστ σε πραγματικό μέγεθος. Μέσα από τις οθόνες η εικόνα της Αλληγορίας μοιάζει μαυρόασπρη. Αποφασίζω να βάλω έναν κόκκινο Κένταυρο, για να κάνω το μαυρόασπρο πιο λαχταριστό και αποφασισμένο. Tην ίδια στιγμή αποφασίζω να είναι ο Έρωτας γαλάζιος.
Η εξάντληση κλιμακώνεται, το ανοσοποιητικό πέφτει και μέσα στον χαμό κολλάω ψώρα! Φαγούρα παντού.
Απολυμάνσεις, ψεκασμοί και Benzogal. Είναι, για κακή μου τύχη, ακριβώς η βδομάδα που είμαι καλεσμένος στο σπίτι της Γιάννας πρώτη φορά. Πρέπει να κερδίσω τις εντυπώσεις και να γοητεύσω τους τηλεσκηνοθέτες της τελετής. Έχω αγοράσει το πρώτο μου επίσημο ένδυμα –δεν είχε χρειαστεί ως τότε–, έχω πασαλειφτεί από την κορυφή ως τα νύχια Benzogal και, ενώ φτάνω οριακά στην ώρα μου παρ’ όλο τον κατακλυσμό, βγαίνοντας από το αμάξι ακούω ένα χρατς! Όλο το πίσω μέρος του παντελονιού είχε ξηλωθεί.
Σε αυτή την υπέροχη κατάσταση, έβγαλα τη βραδιά πότε τοίχο-τοίχο, πότε καθιστός, πότε όρθιος με τα χέρια δεμένα πίσω θαυμάζοντας τους original Picasso και Degas.
Βλέπω ένα όνειρο: Κοιτάζω από ψηλά μια θάλασσα που κυλά σαν ποτάμι. Είναι σαν να βρίσκομαι στον Ισθμό της Κορίνθου. Το δαχτυλίδι μου γλιστρά και πέφτει στο ορμητικό νερό. Νιώθω ότι κάτι είναι οριστικό. Απώλεια και ανακούφιση μαζί. Το λέω στην Όλια. Το θυμάται ακόμα.
Προσλαμβάνουμε τον 3D designer Νίκο Μακρή. Αρχίζω να χορογραφώ με μανία κάθε λεπτομέρεια κίνησης του σκηνικού. Τις εναέριες διαδρομές κάθε θραύσματος, τη διαδρομή της φωτιάς στην επιφάνεια του νερού μέχρι να σχηματιστούν οι ολυμπιακοί κύκλοι, την ανάδυση της ελιάς, την ανάδυση της σκάλας, τον ρυθμό που ο βωμός προσεγγίζει τον άνθρωπο. Όλα με ακρίβεια στη μουσική μέσα στο 3D περιβάλλον. Τίποτα στο περίπου. Οι τεχνικοί δεν έχουν ξαναδεί τέτοια εμμονή για ακρίβεια.
Κρατάω για μένα τις χορογραφίες των πρωταγωνιστικών μορφών. Τους Δυο άντρες με τα κρουστά, το Παιδί στο χάρτινο καράβι, τη Γυναίκα με το μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια, τον Κένταυρο, τον Άντρα στον κύβο, το Ζευγάρι, ολόκληρη τη διαδρομή του Έρωτα πάνω από την Κλεψύδρα (εδώ χρειάστηκε συνδυασμός της 3D χορογραφίας των παραμέτρων κρέμασης με τη χορογραφία του σώματος), την Έγκυο, τον Δρομέα, τους Λαμπαδηδρόμους.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης κρατάει για τον ίδιο δύο σκηνές: Συνθέτει μουσική για τους Εραστές και για τον Διάλογο των κρουστών.
Με συγκινεί το γεγονός ότι, μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό και τις χιλιάδες συνεργατών, σε αυτές τις δύο, μικρές αλλά κεφαλαιώδους σημασίας, στιγμές ήμασταν πάλι καλλιτεχνικό ζευγάρι. Μόνοι μας. Οι δυο μας.
Όλα επιταχύνουν.
Η συμπόρευση με την Jack Morton, ένας πραγματικός πόλεμος!
Η τρικυμία στη θάλασσα αυτού του μεγάλου ταξιδιού ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη και χρειάστηκε να παραστήσω τον καπετάνιο χωρίς να ξέρω πώς. Ήμουν όμως σε έξαρση. Έσκασα και κολύμπησα.
Όση ψυχραιμία, διαπραγματευτική δεινότητα και αντοχή διέθετα, μου χρειάστηκαν ολόκληρες.
Έπρεπε να χορεύω ανάμεσα στα τεράστια Εγώ παραγόντων, πολιτικών, εταιρειών, τεχνικών και καλλιτεχνών (του δικού μου συμπεριλαμβανομένου). Γιάπις παντού! Ευχαριστώ τους γονείς μου που, αν και φτωχοί, με μεγάλες οικονομικές θυσίες με έστειλαν στο Κολλέγιο Αθηνών. Στα χρόνια τα δικά μου, στο σχολείο αυτό σε οχύρωναν με το ισχυρότερο οπλοστάσιο για να πετύχεις τους στόχους σου.
Παρουσιάζω, διαπραγματεύομαι, διασκευάζω και βρίσκομαι στο κέντρο μιας δίνης που φροντίζω να μην αναλογίζομαι.
Καπνίζω συνέχεια, χάνω κιλά, επανασχεδιάζω και αντέχω.
Ο Χάρης Μπότσιος, στενός συνεργάτης μας από την πλευρά της Άκτωρ για την υλοποίηση του στεγάστρου Καλατράβα, μου έκανε ένα από τα πιο παράδοξα κομπλιμέντα που μου έχουν γίνει ποτέ. Μια φορά, στο μπαλκόνι μου, μου λέει: «Σε καμαρώνω, Δημήτρη, εσύ χαραμίζεσαι στην τέχνη, εσύ έπρεπε να πουλάς όπλα».
Ο πατέρας μου από τη μια και η μητέρα μου από την άλλη μού φέρνουν κάθε βδομάδα προμήθεια σπιτικού φαγητού. Πρόκειται για μια ανακωχή: εγώ το έχω σκάσει από το σπίτι από τα 18 μου, αυτοί είχαν χωρίσει από τα 11 μου.
Πείθω με πολύ κόπο τη Γιάννα να επιτρέψει δύο γενικές πρόβες με γεμάτο το Στάδιο. Με βοηθάει ο Μιχάλης Ζαχαράτος. Υπήρχε αυτή η ρημάδα η εμπιστευτικότητα στην οποία κόλλαγε. Ο Μιχάλης, που δεν ζει πια, ήταν πολύ κοντά της. Ένας από τους μεγαλύτερους killers. Είχε καταλάβει τι πάω να κάνω και με διευκόλυνε στη συνεννόηση μαζί της. Άλλο ένα ζώο της ζούγκλας που θα ’θελα να έχω δει μόνο από μακριά αλλά που χρειάστηκε να συνεργαστώ μαζί του από κοντά. Ένιωθα πως ήταν επικίνδυνος, αλλά ήταν στο στρατόπεδό μου.
Η Βένια Παπαθανασοπούλου, επίσης στο πλευρό της Γιάννας, έγινε η καλή μας η νεράιδα. Έλυνε με ευστροφία και αμεσότητα ό,τι πρόβλημα μπορούσε να λυθεί.
Το στέγαστρο Καλατράβα καθυστερεί και οι κρίσιμες πρόβες μας μέσα στο Στάδιο μειώνονται.
Όταν, επιτέλους, μπαίνουμε στο Στάδιο, οι εκατοντάδες παράμετροι και οι χιλιάδες άνθρωποι πρέπει να συντονιστούν. Όλα πρέπει να λειτουργήσουν συνδυαστικά. Είναι μια ισορροπία τρόμου πάνω στο χάος.
Οι τεχνικές πρόβες πυκνώνουν.
Οι φωτιστικές πρόβες πυκνώνουν.
Το Στάδιο γεμίζει με τους εθελοντές των Αγώνων. Είναι οι θεατές μας για τις γενικές. Τους παρακαλώ από το μικρόφωνο να κρατήσουν μυστικό ό,τι θα δουν. Το κράτησαν. Η πολιορκία από τα media, ασφυκτική.
Τα τρία γλυπτά βγαίνουν σπασμένα και στις δύο γενικές.
Οι πιθανότητες να πάνε όλα λάθος σε αυτόν τον τεχνολογικό εφιάλτη που έχω σχεδιάσει είναι μεγάλες.
Και έρχεται το πρωί εκείνης της μέρας.
Σκάνδαλο: Κεντέρης και Θάνου ντοπαρισμένοι!
Τηλέφωνο από τη Γιάννα πρωί-πρωί. Πηγαίνω στα γραφεία, στο Hilton.
Ο Κεντέρης ήταν αυτός που θα άναβε τη Φλόγα. Είχα κάνει πρόβα μαζί του, για να του δείξω ακριβώς τι πρέπει να κάνει και πώς να μετρήσει τη μουσική. Του είχα ζητήσει μάλιστα τη χάρη –και με μεγάλη τρυφερότητα αυτό το άλογο κούρσας με τους υπερφυσικούς γοφούς είχε δεχτεί– να τρέξουμε μαζί 100 μ. και να με αφήσει να τον νικήσω! Κι έτσι έχω ένα βίντεο που τρέχω γρηγορότερα από τον Κεντέρη.
Τηλεφωνούμε στον Κακλαμανάκη.
Πρόβα, λοιπόν, με τον Κακλαμανάκη. Ένας γλυκός πανέμορφος άντρας. «Το τρέξιμο είναι το χειρότερό μου», μου εκμυστηρεύεται. Τρέχει όμως.
Ο μόνος συμβιβασμός που έχω κάνει είναι να ντύσω τελικά την Έγκυο γυναίκα, παρ’ όλο το πανάκριβο και πανέμορφο προσθετικό που είχαμε σχεδιάσει για να μπορέσει να εμφανιστεί ολόγυμνη.
Μια κίνηση σεβασμού προς τις μουσουλμανικές χώρες που συμμετέχουν στους Αγώνες. Ο ελληνικός πολιτισμός, βέβαια, είναι αυτός που ύμνησε το γυμνό ανθρώπινο σώμα περισσότερο από κάθε άλλον.
Καλύψαμε και τις ρώγες στις Μινωικές Κροκοσυλλέκτριες, που η μόδα της εποχής τους τις ήθελε γυμνόστηθες. Αφήσαμε όμως γυμνόστηθη τη Θεά με τα Φίδια. Free the nipple!
Μου είχε ζητηθεί να κόψω και τις δύο πτώσεις του Δρομέα που διέσχιζε την αλληλουχία των σύγχρονων ολυμπιακών πόλεων. Ο Δρομέας αυτός σκόνταφτε και έπεφτε στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους – τότε οι Ολυμπιακοί δεν είχαν πραγματοποιηθεί.
Δεν ήθελα να κόψω τις πτώσεις αυτές. Η Γιάννα, προς τιμήν της, με υποστήριξε. «Κάνουν πολέμους και ζητούν να μην τους θυμόμαστε! Θα το αφήσουμε όπως είναι», είπε.
Έχω, λοιπόν, κάνει την πρόβα με τον Κακλαμανάκη, έχω διαλέξει και τα ρούχα που θα φορέσει η Γιάννα (γιατί ως τότε είχα γίνει της απολύτου εμπιστοσύνης της. Δυστυχώς, παρέλειψα να επιμεληθώ τα παπούτσια) και φτάνω στο Στάδιο.
Η ομάδα μου στο «πιλοτήριο». Όλοι με τα ακουστικά τους και τα μικρόφωνα συνδεδεμένα με τα αυτιά όλων των εθελοντών για μέτρημα και οδηγίες. Η Τίνα στον διασκελισμό του Κενταύρου και στην υπόκλιση των εθελοντών. Η Κάλη –νηπιαγωγός γαρ– στο παιδί πάνω στο χάρτινο καράβι. Η Αγγελική στην Κλεψύδρα. Όλοι έτοιμοι για απογείωση. Παίρνω το μικρόφωνο και ψιθυρίζω στα αυτιά όλων των εθελοντών «καλό ταξίδι». Είχαμε φτιάξει δεκάδες χιλιάδες μικρά ματάκια και τους τα είχαμε μοιράσει, για να νιώθουμε προστατευμένοι και ενωμένοι την ώρα της μεγάλης έκθεσης. Η φόρτιση είναι τεράστια και κυλά κάτω από ένα στρώμα παγωμένης ψυχραιμίας.
Δεν αντέχω μέσα.
Βγαίνω έξω, στο μπαλκονάκι, πάνω από τον κόσμο, και αποφασίζω να παρακολουθήσω από κει.
Ένα τσιγάρο στο χέρι, τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και παρέα ένα αγόρι που ούτε ξέρω από πού ξεφύτρωσε και πώς το λένε, αλλά είχε αποφασίσει να ζήσει μαζί μου εκείνη τη στιγμή.
Ήταν όμορφος, κι έτσι τον άφησα να είναι εκεί.
Και αρχίζουν όλα.
Στην αρχή έπρεπε να αποδεσμευτεί ενέργεια.
Είναι κάτι που συνειδητοποίησα σε έναν καφέ που ήπια με τον Rick Birch, σκηνοθέτη της Έναρξης του Σίδνεϊ. Μου είπε ότι η εισαγωγή του ήταν σχεδιασμένη για το ξέσπασμα της ενέργειας που είχε συσσωρευτεί από την αναμονή και τη δυσκολία της προετοιμασίας των Αγώνων.
Κατάλαβα ότι έτσι όπως σχεδίαζα εγώ, τα ζώα μου αργά, με την ονειροπόλα διάθεσή μου, έκανα λάθος. Έπρεπε να φύγουν τα χοντρά. Χρειάστηκα την αρσενική ενέργεια ενός ζεϊμπέκικου. Πήγαμε φυσικά στον Ξαρχάκο. Μεγάλος καλλιτέχνης, απόλυτος κύριος, έγραψε ένα ζεϊμπέκικο γεμάτο δύναμη κι αξιοπρέπεια.
Θυμάμαι την ημέρα της ηχογράφησης πώς διηύθυνε τους μουσικούς του, σαν άγριο ζώο. Μου έλειπε κάτι, ένα μουσικό γύρισμα στην τελευταία επανάληψη, αλλά χωρίς μουσικές γνώσεις δεν ήξερα πώς να του το ζητήσω. Επέμενα. Έχω απίστευτο θράσος όταν νιώθω πως κάτι σπουδαίο κρύβεται στη γωνιά. Δεν το βάζω κάτω. Είχαμε μόλις γνωριστεί. Ανταποκρίθηκε στη μανία μου με υπομονή και αγάπη. Το ένα ζώο είχε αναγνωρίσει το άλλο. Προσπάθησε να μου δώσει αυτό που ήθελα και, όταν το βρήκε, ήταν χαρούμενος. Του χρωστάω αυτή την αγορίστικη εμπιστοσύνη, δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Το μενού, λοιπόν, ξεκινάει με ένα βίντεο-αντίστροφη μέτρηση, με τους χτύπους της καρδιάς από το 28 ως το μηδέν. Η δική μας είναι η 28η Ολυμπιάδα. Δύο δρομείς. Ο δρόμος είναι το πρώτο άθλημα (και το μοναδικό στις πρώτες 13 Ολυμπιάδες).
Ο χτύπος της καρδιάς και ο Δρομέας θα είναι οι εμμονές της τελετής μας.
Κρυμμένες μέσα στο βίντεο της Αθηνάς Τσαγγάρη αναφορές στη Leni Riefenstahl, που με το αριστούργημά της Olympia άλλαξε την ιστορία του κινηματογράφου και καθόρισε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο κινηματογραφούνται οι Αγώνες. Χορεύτρια η ίδια, γνώριζε πώς να βρεθεί κοντά στο σώμα την ώρα που αυτό αγωνίζεται. Η Leni Riefenstahl, persona non grata λόγω της σύνδεσής της με το Τρίτο Ράιχ, είναι το ένοχο μυστικό. Δίδαξε σε όλους πώς γίνεται, αλλά κανείς δεν τολμά να το παραδεχτεί, γιατί συμπορεύτηκε με τα κτήνη.
Το ζεϊμπέκικο του Ξαρχάκου ξεσπά τη στιγμή που η Όλια λέει: «Πολίτες του κόσμου, καλώς ήρθατε στη γιορτή της Αθήνας! Ολυμπιακοί Αγώνες, καλώς ήρθατε σπίτι σας, καλώς ήρθατε στην Ελλάδα».
Η συγκίνηση είναι απτή.
Αυτό που έγινε με ένα χτύπημα ποδιού πάνω στο νερό θα μείνει χαραγμένο στην καρδιά μου για πάντα.
Δυο άντρες, ένας στην Ολυμπία κι ένας στο Στάδιο, συνδιαλέγονται με τα κρουστά τους. Σε έναν μουσικό διάλογο ερωτικής έντασης, ο μεγαλύτερος προκαλεί τον νεότερο. Η Αθήνα ζητά την ευλογία της Ολυμπίας. Την ώρα που οι ρυθμοί τους συγχρονίζονται, ο άντρας στο Στάδιο πατά με δύναμη στο νερό, αυτό τινάζεται αρπάζοντας το φως.
Σε αυτή την τόσο απλή κίνηση 70.000 άνθρωποι σηκώνονται όρθιοι και ουρλιάζουν. Ένιωσα την ενέργεια να κατακλύζει το σώμα μου και ανατρίχιασα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως, αν όλα πάνε καλά, θα ζήσουμε κάτι δυνατό. Ο κόσμος ήταν μαζί μας, ήταν το κύμα μας, ένα τεράστιο κύμα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να σερφάρουμε καλά.
Με τον συντονισμό των δύο αντρών, ο πρώτος οργασμός. Ένα πύρινο σπερματοζωάριο γονιμοποιεί το νερό και οι ολυμπιακοί κύκλοι σχηματίζονται πύρινοι. Ο κόσμος εκστασιάζεται.
Τώρα όλη αυτή η αρσενική έξαψη θα κατευναστεί με ένα χάδι από τη θηλυκή γλύκα του Χατζιδάκι.
Ένα χάρτινο καράβι, ένα παιδί και μια χάρτινη σημαία. Μια χώρα μικρή, ναυτική, καλωσορίζει την υφήλιο. Ο Εθνικός μας Ύμνος χορωδιακός, a capella, όπως σοφά είχε αποφασίσει ο Κουμεντάκης.
Και μπαίνουμε στο ψαχνό.
Ένα κυκλαδικό κεφάλι που σε μέγεθος εξαώροφης πολυκατοικίας αναδύεται από το κέντρο ενός πλημμυρισμένου Σταδίου, από την καρδιά μιας θάλασσας περικυκλωμένης από 70.000 ανθρώπους, είναι μια εικόνα που για μένα θα ήταν αρκετή για μια ολόκληρη τελετή έναρξης. Το ότι κατάφερα να τη δημιουργήσω είναι κάτι που δεν το χώραγε ο νους μου.
Ένα πρωί είχα ξυπνήσει με καρφωμένη στο μυαλό μου αυτή τη σουρεαλιστική ονειρική εικόνα: το πορτρέτο του Ανθρώπου, τεράστιο, να αναδύεται, να σπάει και να δημιουργεί νησιά, τις Κυκλάδες, τον τόπο στον οποίο δημιουργήθηκε και στον οποίο εγώ πρωτογνώρισα τον έρωτα.
Τώρα την έβλεπα μπροστά μου! Τρισδιάστατη, διακτινισμένη στα μάτια 4 δισεκατομμυρίων θεατών! Όταν τα πράγματα συμβαίνουν, πρέπει να είσαι ψύχραιμος, εκεί, να τα υπηρετήσεις. Δεν υπάρχει χώρος ούτε να χαρείς ούτε να θαυμάσεις το γεγονός ότι η πραγματικότητα έχει τη δυνατότητα να γίνει όνειρο. Μόνο εισπνέεις και εκπνέεις.
«Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο».
Την ιστορία της αφύπνισης της ανθρώπινης σκέψης, της γέννησης του πνεύματος που για λογαριασμό ολόκληρης της ανθρωπότητας συνέβη στον ελληνικό χώρο, αυτό θέλησα να τραγουδήσω.
Με εικόνες ανεξήγητες αλλά σαφείς μέσα από την ιστορία της απεικόνισης της ανθρώπινης μορφής στο λευκό μάρμαρο. Από τα προϊστορικά κυκλαδικά ειδώλια μέχρι το τρομερό βήμα: Ο Κούρος ξεκολλάει από την πέτρα που τον κρατά δέσμιο.
Το είχα πρωτακούσει φοιτητής σε μια διάλεξη Ιστορίας της Τέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών και είχε μείνει ανεξίτηλο μέσα μου. Είχε έρθει τώρα η ώρα να γίνει έργο.
Οι Αιγύπτιοι τόλμησαν να προτάξουν το ένα πόδι των αγαλμάτων. Μέχρι εκεί. Η πλάτη τους ήταν ακόμα χτισμένη στις προσόψεις των ναών, σαν παρκαρισμένα αμάξια με αναμμένη τη μηχανή, μέχρι να έρθουν οι Έλληνες. Με μια ανεπαίσθητη αλλά εκκωφαντική μετατόπιση του άξονα, οι Έλληνες έφεραν το κέντρο βάρους ανάμεσα στα δύο πέλματα και ξεκόλλησαν οριστικά την εικόνα του ανθρώπου από το φόντο.
Ο Κούρος στέκει όρθιος, περίοπτος, πανέτοιμος για το επόμενο βήμα. Ο άνθρωπος μπορεί να δει την εικόνα του απ’ όλες τις μεριές, και, για πρώτη φορά στην Ιστορία, αρχίζει να γράφει για το πώς αισθάνεται.
Η αφύπνιση της προσωπικότητας έχει αρχίσει. Η επική ποίηση του Ομήρου δίνει τη σκυτάλη στη λυρική ποίηση. Μια γυναίκα, πρώτη απ’ όλους τους ανθρώπους, τραγουδάει τον καημό της. Η Σαπφώ.
Και μετά, το θαύμα: η μορφή αναπαύεται στο ένα της πόδι. Αφήνει τους άξονες της λεκάνης και των ώμων να γείρουν σε ελαφρές διαγωνίους, επιτρέποντας στο ένα από τα δύο πόδια να χαλαρώσει, και αναλογίζεται την ύπαρξή της. Η μορφή έγινε όμορφη.
Το πρώτο τέτοιο άγαλμα στην ιστορία του κόσμου το έχουμε στο Μουσείο της Ακρόπολης. Είναι το Παιδί του Κριτίου, όπως ονομάστηκε όταν για πατέρα του όρισαν τον δημιουργό του.
Αυτό το σώμα του εφήβου, «το πρώτο όμορφο γυμνό στην τέχνη» κατά τον Kenneth Clark, διατηρεί ακόμη την ανάμνηση του Κούρου, αλλά η ολοκληρωτική απελευθέρωσή του από την πέτρα διαγράφεται ολόλαμπρη πάνω του.
Η καινούργια εποχή έχει έρθει, η Δημοκρατία έχει γεννηθεί. Γεννιέται η Φιλοσοφία. Το χαμόγελο εξαφανίζεται από το πρόσωπο. Το χαμόγελο των Κούρων, πανομοιότυπο με του Βούδα, και ολόκληρης της Ανατολής, εξαφανίζεται. Το Παιδί του Κριτίου είναι ο πρώτος πολίτης του κόσμου. Η ατομική ευθύνη παίρνει μορφή, γεννιέται η αττική τραγωδία.
Σαν ένα Big Bang της ανθρώπινης περιπέτειας προς την αυτογνωσία, τα γλυπτά εκρήγνυνται, αποκαλύπτοντας το καθένα στα σπλάχνα του το επόμενο. Θραύσματα αιωρούνται, γίνονται ουράνια σώματα που ταξιδεύουν στον κυβικό χώρο του Σταδίου και προσγειώνονται στο νερό δημιουργώντας το τοπίο των Κυκλάδων.
Είναι ο τόπος που γεννάει τις ιδέες. Είναι οι ιδέες που γεννούν τον τόπο. Δυο αλήθειες αντίθετες, αλλά μαζί.
«Κυκλάδες» ονομάστηκαν γιατί σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από το ιερό νησί της Δήλου, την πατρίδα του Απόλλωνα.
Είχα φανταστεί την τελετή έναρξης απολλώνια και την τελετή λήξης διονυσιακή. Πάνω στο τεντωμένο σαν τόξο αυτό δίπολο ακροβατεί η ελληνική υπόσταση.
Το πέρασμα από τον Μύθο στον Λόγο. Όλα αρχίζουν με έναν Κένταυρο που περπατά στο νερό και καταλήγουν σε έναν άνθρωπο που ισορροπεί πάνω σε έναν αιωρούμενο περιστρεφόμενο κύβο. Ο κύβος περιστρέφεται σε δύο άξονες, όπως η Γη, γύρω από τον Ήλιο και γύρω από τον εαυτό της. Το φως και η αυτογνωσία. Για να ισορροπήσεις πρέπει άλλες φορές να προχωράς μπροστά και άλλες φορές να πισωπατάς. Ο άνθρωπος του Μύθου παραδίδει τη σκυτάλη στον άνθρωπο του Λόγου.
Ο Κένταυρος, λίγο προτού εξέλθει, στέκει, κοιτά πίσω και χαιρετά τον Ισορροπιστή. Αυτή τη στάση, το βλέμμα πίσω, το τελευταίο του οριστικού αποχαιρετισμού, όποιος ξέρει να δίνει σημασία στα βλέμματα θα το βρει πολλές φορές μέσα στο έργο μου. Έτσι αποχαιρετά το αγόρι τον Μεγάλο Δαμαστή του και έτσι τον αποχαιρετά και η ζωή η ίδια, με τη μορφή της Θεάς της Γονιμότητας.
Τους στίχους του Σεφέρη μού τους είχε φέρει η Λίνα, λίγους μήνες πριν. Ήταν ακριβώς η εισαγωγή που χρειαζόμασταν πριν μπούμε στο όνειρο:
Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω.
Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.
Ο Σεφέρης δήλωνε με τον πιο σωματικό τρόπο τον αναπόδραστο δεσμό μας με την αρχαιότητα, το μάρμαρο και την απεικόνιση του ανθρώπου.
Είχα από την αρχή απαντήσει σ’ αυτό το δίλημμα. Οι δημόσιοι προβληματισμοί έδιναν κι έπαιρναν. Όλοι φοβόντουσαν την αρχαιοπληξία, την παρελθοντολογία και το εθνικιστικό παραλήρημα. Πάλι θα γιορτάσουμε την αρχαιότητα;
Οι τελετές έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων είναι ένα διαφημιστικό σποτ. Μια ευκαιρία, ένα παράθυρο που ανοίγει στον κόσμο για να θυμίσει τι έχει προσφέρει μια χώρα στην ανθρωπότητα. Ποιο είναι το brand της. Να ξανασυστηθεί ο τόπος ως ο οικοδεσπότης αυτής της γιορτής.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, λοιπόν, 3.000 χρόνια πριν, γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Αναβίωσαν στη σύγχρονη μορφή τους στην Αθήνα. Τώρα επιστρέφουν στην Αθήνα. Αυτή την περίσταση γιορτάζουμε.
Σ’ αυτό το γεωγραφικό μήκος και πλάτος γεννήθηκε η ίδια η έννοια του αθλητισμού, η φιλοσοφία, η ιστορία, η δημοκρατία, η φυσική, τα μαθηματικά, η τραγωδία, η λυρική ποίηση, η γλώσσα που δημιούργησε τρόπο σκέψης και δάνεισε σε ολόκληρη την ανθρωπότητα λέξεις για έννοιες που πρωτοεκφράστηκαν μέσα στο σύστημά της. Από τα κυκλαδικά ειδώλια ως τη Μαρία Κάλλας, από τον Φειδία ως τον Τσαρούχη, από τον Όμηρο ως τον Καβάφη, η προσφορά των λαών και των φυλών που άνθησαν στον τόπο είναι αναγνωρίσιμη παντού. Αυτές τις φυλές τις ονομάζουμε συλλήβδην Έλληνες, αφήνοντας έξω μόνο τα 400 χρόνια οθωμανικής κατοχής. Εμείς, οι τιποτένιοι, έχουμε κληρονομήσει αυτή τη γη.
Με ρωτάτε αν με αυτά τα υλικά θα μαγειρέψω το γεύμα; Αν με αυτές τις κοτρόνες θα χτίσω τη γέφυρα για να περάσει ο κόσμος απέναντι; Αν με αυτές τις ομορφιές θα επιχειρήσω να γοητεύσω; Η απάντησή μου ήταν εύκολη από την πρώτη στιγμή.
Ναι.
Το θέμα είναι «πώς».
Στη συγκρότηση αυτής της πρότασης, λοιπόν, αυτής της εκχύμωσης και συμπύκνωσης των ιδεών αυτών σε εικόνες και δράση, η δική μας τελετή είχε τέσσερις άξονες.
Άξονας πρώτος: Τέχνη
Μια τελετή τεχνοκεντρική. Η τέχνη ενός τόπου είναι η ιστορία του. Αυτό είναι το μανιφέστο μας. Δεν μίλησε κανείς γι’ αυτό, αναρωτιέμαι πόσοι το παρατήρησαν. Ό,τι είδατε ήταν αποκλειστικά εικόνες που έχουν δημιουργήσει οι καλλιτέχνες που έζησαν σ’ αυτά τα μέρη που ζούμε κι εμείς. Ζωντανεμένα από καλλιτέχνες σύγχρονους.
Άξονας δεύτερος: Συμπεριφορά
Στη δική μας γιορτή κανένας δεν εξωτερικεύει τη χαρά του. Είμαστε όλοι συγκεντρωμένοι, με πλήρη επίγνωση ότι αυτό που ενσαρκώνουμε είναι ιερότερο από εμάς. Η δική μας η γιορτή είναι γεμάτη ερωτισμό και αξιοπρέπεια και η χαρά της μοιάζει να υπνοβατεί σε όνειρο. Όλα τα πρόσωπα σοβαρά, αλλά συγκινημένα. Οι άνθρωποι θα τρέξουν, θα περπατήσουν, θα πέσουν, θα κινηθούν τρυφερά μέσα στην αρμονία που ενορχηστρώθηκε. Τα αντικείμενα και τα σώματα θα χορογραφηθούν ως ένα. Όλα θα ξεδιπλωθούν μπροστά στα μάτια μας με σεμνότητα και τόλμη. Η συνθήκη υπερθεάματος δεν αναιρεί την εσωτερικότητα, η γιορτή δεν αναιρεί την αξιοπρέπεια, η χαρά δεν είναι αναγκαστικά εξωστρέφεια και η επίγνωση της Ιστορίας δεν σημαίνει παθητική υποδούλωση σ’ αυτήν. Ο τρόπος που διάλεξα ήταν ένας μνημειακός μινιμαλισμός. Πήρα τα υλικά και δημιούργησα ένα σουρεαλιστικό όνειρο που πραγματοποιήθηκε σε τεράστιες διαστάσεις χωρίς να χάνει στιγμή την αίσθηση του ανθρώπινου μέτρου, με πρωτόγνωρη χρήση της τεχνολογίας.
Αυτός είναι και ο λόγος που το ξέσπασμα χαράς του Μελισσανίδη δείχνει τόσο παράταιρο, αλλά χαλάλι του! Δική του ήταν η στιγμή και κερδισμένη με ιδρώτα και ταλέντο.
Άξονας τρίτος: Ερωτισμός
Ένα σεξουαλικό ηλεκτρικό ρεύμα διατρέχει υπόγεια τα πάντα. Επιχειρούμε με έναν έμμεσο και υποσυνείδητο τρόπο να συνδεθούμε με τα σπλάχνα των θεατών. Το Στάδιο μοιάζει με ένα τεράστιο αιδοίο, το νερό υποδέχεται με τη θηλυκότητά του τα πάντα. Η φωτιά, αρσενική δύναμη, γονιμοποιεί το νερό. Ο φαλλικός βωμός σηκώνεται μόλις ανάψει. Το ζευγάρι φιλιέται στο στόμα. Η απόκοσμη ομορφιά της Κλεψύδρας φανερώνει τα παιδιά της πανέμορφα και όλοι, ο Κένταυρος, ο Έρωτας, η Έγκυος, ο Δρομέας, ο Ισορροπιστής στον κύβο, είναι ερωτεύσιμοι μέσα στο ανεπίγνωστο της ομορφιάς τους.
Η καύλα διατρέχει τα πάντα: από την επαφή των δύο πρώτων αντρών και τον ερωτικό συγχρονισμό τους, που εκπυρσοκροτεί πύρινο σπέρμα, μέχρι τη Θεά με τα Φίδια. Όλα στάζουν αισθησιασμό, ως τον τελικό οργασμό των πυροτεχνημάτων.
Άξονας τέταρτος: Η μυστική γεωμετρία
Ο χώρος του Σταδίου θα χωρογραφηθεί έτσι ώστε η τελική διαδρομή, του αθλητή που θα ανάψει τη Φλόγα, να μοιάσει με λύση, με την τελική ευθεία που καθιστά τον οργασμό μη αναστρέψιμο.
Η συγκεκριμένη ηλεκτρική τάση θα πρωτοδημιουργηθεί με την τοποθέτηση των δύο κρουστών σε αυτόν τον άξονα. Τα πάντα μετά θα αναδυθούν από το κέντρο και θα ταξιδέψουν ακτινωτά προς την περιφέρεια. Στη συνέχεια θα περικυκλωθεί το οβάλ και με σπειροειδή διαδρομή θα γεμίσει πλήρως ο χώρος. Τότε θα χωριστεί στη μέση, φανερώνοντας αυτόν τον πρώτο άξονα που όρισαν οι δύο άντρες, για να τρέξει ο τελευταίος αθλητής. Αυτή η τελική ευθεία θα ενώσει τη Γη με τον ουρανό μέσω της φωτιάς.
Θα εμπιστευτούμε τη δύναμη της αρχιτεκτονικής. Θα φτιάξουμε μια χωροταξική περιπέτεια που υποδόρια θα δημιουργήσει την έκσταση στην πλήρωση της τελετής, που είναι η αφή της Ολυμπιακής Φλόγας.
Τα θραύσματα μόλις έγιναν νησιά και ένας φτερωτός γαλάζιος Έρωτας πετάει πάνω από τη θάλασσα.
Ο Έρως –έννοια ελληνική– έγινε θεότητα η οποία οργανώνει τον κόσμο από το χάος, ένας θεός δημιουργός, η συνεκτική κόλλα του σύμπαντος. Ακούμε τα γέλια ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού που μεθυσμένα από την έλξη κυνηγιούνται στις όχθες της θάλασσας. Η σύμβαση σπάει για μια στιγμή, η υπνοβασία σταματά. Το ζευγάρι μοιάζει να μην έχει υπόψη του ότι το κοιτάνε εκατομμύρια ζευγάρια ματιά. Αγκαλιάζονται, κυλιούνται στα νερά και δίνουν ένα φιλί. Το πρώτο και το μοναδικό σε ολόκληρη την ιστορία των τελετών. Ένα φιλί στο στόμα.
Κάτω από τον ιπτάμενο βηματισμό του Έρωτα γεννιέται η Τέχνη. Οι εικόνες που γεννήθηκαν στη γη αυτή, αργόσυρτα, περικυκλώνουν το τοπίο. Το μνημειακό μέγεθος δίνει τη θέση του στην ανθρώπινη κλίμακα. Η πολυχρωμία και η πολυπροσωπία εισέρχονται στο Στάδιο. Τον κυκλικό χορό σέρνει η προϊστορική μινωική Θεά με τα Φίδια και τον τελειώνει ένα κορίτσι που κυοφορεί το φως. Το κορίτσι πατάει στο νερό και η θάλασσα γίνεται γαλαξίας. Όλα τα κορίτσια και τα αγόρια έχουν πια απεκδυθεί τις εικόνες που ενσάρκωσαν και βαδίζουν ελεύθερα πάνω στο νερό. Το φίδι της ιστορίας της τέχνης έχει αφήσει το δέρμα του πίσω και κοιτά το μέλλον. Η γυναίκα που ξύπνησε με τη μαρμάρινη κεφαλή στα χέρια κοιτά το κορίτσι που κυοφορεί, και αυτό κοιτά στο κέντρο της θάλασσας. Από εκείνο το ίδιο σημείο που αναδύθηκε το κυκλαδικό κεφάλι, ισομεγέθης υψώνεται από το νερό φασματικός ο διπλός έλικας του DNA. Το ταξίδι της ανθρώπινης αυτογνωσίας συνεχίζεται. Το καινούργιο γνώθι σαυτόν ανήκει στην επιστήμη.
Σκοτάδι.
Αυτό ήταν το παραμύθι μας.
Τα 15 πιο ακριβά και τεχνικά πιο πολύπλοκα λεπτά της show business έχουν ολοκληρωθεί.
Στο ξεκίνημα ακούσαμε τα λόγια του Σεφέρη για τον δεσμό με την πατρίδα.
Στην εμφάνιση της Εγκύου γυναίκας είδαμε στις οθόνες το πρόσωπο της Μαρίας Κάλλας: «Πατρίδα μου, πατρίδα μου, δεν θα σε ξαναδώ ποτέ», η φωνή της τραγούδησε. Τώρα που τα φώτα ανάβουν ξανά, από το τραγούδι του Χατζιδάκι ακούμε: «Κι εσύ, πατρίδα μου χαμένη, μακρινή, θα γίνεις χάδι και πληγή σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη».
Τα θραύσματα, ξανά, σηκώνονται στον αέρα. Οι νέες και οι νέοι περπατούν κυκλικά στο νερό. Όταν τα γλυπτά συσσωρεύονται σαν βράχια στο κέντρο, αναδύεται από μέσα τους μια ελιά.
Ο μύθος λέει πως Ποσειδώνας και Αθηνά διαγωνίστηκαν στον βράχο της Ακρόπολης για το ποιος θα πάρει υπό την προστασία του την πόλη. Ο ένας χτυπά την τρίαινα και νερό αναβλύζει και η άλλη χτύπα το δόρυ και φυτρώνει μια ελιά. Οι πολίτες διαλέγουν την Αθηνά και η πόλη ονομάζεται Αθήνα. Είμαστε, λοιπόν, εδώ, στη συγκεκριμένη πόλη.
Οι εθελοντές υποκλίνονται ενώ η θάλασσα εξαφανίζεται κάτω από τα πόδια τους. Η λαοθάλασσα των αθλητών πλημμυρίζει το Στάδιο. Οι καλύτεροι του κόσμου έχουν μαζευτεί στην Αθήνα για να δώσουν τις προσεχείς ημέρες τον καλύτερό τους εαυτό. Η Björk, ως μητέρα θάλασσα, τους δίνει την ευλογία της, ο διαστημικός σταθμός τούς στέλνει τον χαιρετισμό του, η Ολυμπιακή Σημαία μπαίνει στο Στάδιο, οι αθλητές και οι κριτές ορκίζονται, γιορτάζουμε το ταξίδι της Φλόγας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο χτύπος της καρδιάς δονεί τους πάντες.
Η Φλόγα μπαίνει στο Στάδιο, η ένταση και το μεγαλείο του Σοστακόβιτς (ποσό class προσέδωσε ο Κουμεντάκης με τις μουσικές επιλογές του!) συγκλονίζουν, οδηγώντας τους κορυφαίους Έλληνες αθλητές στη λαμπαδηδρομία της Ιερής Φλόγας μέσα στο Στάδιο μέχρι που ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος διασχίζει τρέχοντας τη θάλασσα των αθλητών, που ανοίγει στη μέση. Ένα κομμάτι από το Στάδιο ξεκολλάει: μια μεγάλη σκάλα ανεβαίνει προς τα πάνω. Ο βωμός σκύβει προς τη Γη. Τους χωρίζει μια μικρή απόσταση: είναι το ύψος του Ανθρώπου. Ο Άνθρωπος ενώνει το κάτω με το πάνω ανάβοντας τον βωμό. Ο βωμός σηκώνεται και φτάνει η ώρα των Πυροτεχνημάτων. «Είσαι ένα περιστέρι που πετάς στον ουρανό» ακούμε.
Ο κόσμος παραληρεί.
Είμαι σχεδόν λιπόθυμος.
Η στάση του Παιδιού του Κριτίου ονομάστηκε contrapposto.
Τι κρίμα να μην έχουμε μια έκφραση ελληνική γι’ αυτό το θαύμα. Contrapposto είναι μία τεχνική περιγραφή, όπως το Statue, που σημαίνει αυτό που στέκεται. Ενώ άγαλμα σημαίνει αυτό που σου ανυψώνει την ψυχή.
Χρόνια μετά, το βρήκα αυτό το άγαλμα στο σώμα ενός χορευτή. Τον λένε Šuka Horn και μαζί του έφτιαξα τον Εγκάρσιο Προσανατολισμό, με τον νου μου στο Παιδί του Κριτίου. Παρά τρίχα μάλιστα να ονομάσω το έργο έτσι. Στην τελική εικόνα της παράστασης οι Κυκλάδες αναδύονται και πάλι, σαν πατρίδα, με το παιδί αυτό να αναπαύεται στις όχθες.
Μαζί του έφτιαξα κι ένα ντουέτο που το χορέψαμε μαζί. Το ΙΝΚ. Και πάλι μέσα στο νερό. Ένα νερό όμως σκοτεινό και αφιλόξενο αυτή τη φορά, αντλημένο από τις πιο επικίνδυνες γωνιές του υποσυνειδήτου. Ταξιδέψαμε τον κόσμο το παιδί αυτό κι εγώ.
Η αγάπη μου για τη γλυπτική και η σημασία που δίνω στη στιγμή της μετάβασης στο contrapposto ήταν εμφανείς με αυτοσαρκασμό και στο πιο αγαπημένο απ’ όλα μου τα έργα, την Πρώτη Ύλη.
Ανέβαζα το γυμνό σώμα του συμπρωταγωνιστή μου πάνω στο βάθρο και με μια κίνηση των δαχτύλων μου λύγιζα το ένα γόνατο, αναγκάζοντας τη στάση του Κούρου να περάσει στον επόμενο αιώνα και να γίνει contrapposto. Απομακρυνόμουν και το παρατηρούσα σαν γλύπτης.
Η Πρώτη Ύλη έχει μια ξεχωριστή σημασία για μένα και μια ιδιαίτερη σχέση με την τελετή έναρξης.
Είχε μόλις σκάσει η ελληνική κρίση. Εγώ είχα υπάρξει ο καλλιτέχνης στον οποίο είχαν δοθεί τα περισσότερα μέσα για να δημιουργήσει – μετά την τεράστια φήμη που η επιτυχία της τελετής μού είχε χαρίσει.
Στην Πρώτη Ύλη αποφάσισα ακριβώς το αντίθετο: να χρησιμοποιήσω το τίποτα και να φτιάξω ό,τι περισσότερο μπορώ. Μόνο με το ταλέντο. Η ποίηση δεν χρειάζεται πολλά. Αυτό υπήρξε το δικό μου σχόλιο στην κρίση, η δική μου προσφορά.
Επιστρέφοντας τότε πάλι στη σκηνή, μετά από 10 χρόνια απουσίας, αναμετρήθηκα με τα παντοτινά μου φαντάσματα: το σώμα, τη ζωώδη φύση, την ομορφιά και την ταυτότητα. Σατίρισα τον εαυτό μου ως τελετάρχη που ξεπουλά αγάλματα και ακρωτηριάστηκα επί σκηνής για να ενωθώ. Η σύνθεση των κομματιασμένων μελών σε νέα, λειτουργικά σώματα έγινε πια κυριολεκτικά και μεταφορικά η ταυτότητά μου.
Ας ανοίξω τώρα ένα κεφάλαιο προσωπικό, για όποιον ενδιαφέρεται.
Η προσωπική μου σχέση με αυτό που παρέδωσα στις 13 Αυγούστου 2004 ανιχνεύεται στην εφηβική μου ηλικία.
Έχω καταλάβει ότι χρειάζομαι κάτι βαθύ για να συνδεθώ και να δουλέψω. Άλλες φορές υποσυνείδητα, άλλες φορές αναγνωρίζοντάς το την ώρα που δημιουργώ, πίσω από τις εικόνες μου υπάρχει ένα καθρέφτισμα σχεδόν μυστικό.
Δεκαεπτά χρονών ολοκλήρωσα ένα κόμικ, αδημοσίευτο μέχρι σήμερα, που το ονόμασα «Κένταυρος». Εδώ θα δείτε για πρώτη φορά εικόνες του. Αν το κοιτάξει κανείς, θα καταλάβει πολλά για μένα. Υπερβολική ευαισθησία, χωρίς το χιούμορ και τον κυνισμό που για εξισορρόπηση προστέθηκαν με την ενηλικίωση. Ομοερωτισμός, ακόμα αμόλυντος από τη σεξουαλικότητα, λατρεία για την τέχνη, τους μύθους, τη φύση και το παραμύθι της Ελλάδας.
Σούπερ επηρεασμένος από τον Τσαρούχη – μόλις είχα αρχίσει τη μαθητεία μου κοντά του.
Ένα μικρό παιδί, λοιπόν, στην προεφηβική του ηλικία, κάθε βράδυ ξέφευγε από τη μικροαστική ζωή του ταξιδεύοντας με έναν φανταστικό Κένταυρο. Ο Κένταυρος το κατέβαζε από το παράθυρο στη ράχη του και το πήγαινε βόλτα στην πόλη, στη φύση, στο παρελθόν, στο μέλλον και σε όλη τη βαθύτητα της ευαισθησίας που ένιωθα. Μαθητής, δάσκαλος, πατέρας, γιος, εραστής, ερωμένος, ο Κένταυρος και το αγόρι αυτό. Το κόμικ ήταν αφιερωμένο στον κατά 9 χρόνια μικρότερο αδερφό μου, που ήταν και ο πρωταγωνιστής. Εμένα με ανιχνεύει κανείς και στους δύο αυτούς ρόλους σε ολόκληρη τη ζωή μου.
Για χρόνια, λοιπόν, αναρωτιόμουν με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να παρουσιάσει έναν Κένταυρο στη σκηνή. Στην τελετή, το έκανα.
Ο Κένταυρος είναι στο μυαλό μου ο δάσκαλος του μικρού αγοριού στο χάρτινο καράβι. Αυτό το αγόρι έγινε ο ενήλικος άντρας που ισορροπεί στον κύβο. Ο Κένταυρος τότε τον αποχαιρετά. Ο Έρωτας μετατρέπει τον άντρα σε εραστή στην όχθη της θάλασσας. Έτσι γεννιέται η τέχνη του κόσμου.
Ποιος χέστηκε, θα μου πείτε, και συμφωνώ, αλλά εμένα μου χρειάστηκε μια τέτοια κρυφή συνδεσμολογία για να λειτουργήσω.
Πάμε στον Έρωτα τώρα. Στον πρώτο έρωτα.
Τότε που πρωτοφανερώνεται στον άνθρωπο η τερατώδης δυνατότητα.
Εγώ τον πρωτογνώρισα στις Κυκλάδες. Είναι μια ιστορία που την έχω χιλιοτραγουδήσει στα κόμικς μου.
Αυτό το καταιγιστικό αίσθημα, που λίγο έχει να κάνει με την προσωπικότητα η οποία το προκάλεσε και ουδεμία σχέση έχει με την καψούρα, με βρήκε στα 19 μου χρόνια.
Όλα πήραν τη σωστή τους θέση μέσα σε μια απερίγραπτη ομορφιά. Λιγωμένος και παραλυμένος (λυσιμελής, λέει η Σαπφώ), δεν με ένοιαζε αν πέθαινα εκεί και τότε, ακριβώς πάνω στην κορυφαία μου στιγμή. Ο πρώτος μου έρωτας θριάμβευσε μέσα σε όλα ανεξαιρέτως τα κλισέ του ελληνικού καλοκαιριού και κράτησε, όπως οφείλει, λίγο. Οι μέρες τελείωσαν και επέστρεψε στην πατρίδα του. Τον αποχαιρέτησα. Άβγαλτος ακόμη στη ζωή, νόμιζα ότι αυτό που ζήσαμε θα μας ενώσει. Δυο καρτ-ποστάλ κι έξω απ’ την πόρτα. Ο έρωτας έχει νόημα στην έλλειψη, με την εκπλήρωση πεθαίνει. Το καύσιμο που άναψε μέσα μου έγινε λυσσασμένη έμπνευση για ζωή και μανία για δημιουργία. Ακόμα καίει.
Ήρθαν φυσικά ένα σωρό έρωτες μετά απ’ αυτόν, μερικοί ισχυροί, μερικοί καταλληλότεροι για τη ζωή, αλλά η καθοριστική είναι η πρώτη φορά. Δεν ήξερα ως τότε ότι έχω τη δυνατότητα να νιώσω τη ζωή μ’ αυτόν τον τρόπο, μόνο το διάβαζα και το άκουγα στα τραγούδια.
Δεν τον ξανασυνάντησα ποτέ. Μία δεκαετία μετά, όμως, βρέθηκα στη χώρα του και από περιέργεια έψαξα το τηλέφωνο που αντιστοιχούσε στη διεύθυνση που είχα. Η φωνή που απάντησε μου εξήγησε πως ακριβώς μία μέρα πριν (!) είχε μετακομίσει σε άλλη πόλη και δεν είχε αφήσει κανένα στοιχείο.
Ζωή: η καλύτερη σκηνοθέτις.
Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα να σχεδιάσω την τελετή, ήξερα γιατί ο Έρωτας θα παίξει αποφασιστικό ρόλο. Ήξερα γιατί τον ήθελα να αναδύεται από τη θάλασσα πάνω από τις Κυκλάδες. Και όταν ήρθε η ώρα να του σχεδιάσω τα φτερά, τα αντέγραψα από ένα συγκεκριμένο άγαλμα.
Πριν από την εποχή των applications, ένας από τους τρόπους για να εξασφαλίσουμε την ερωτική μας τροφή οι ομοφυλόφιλοι άντρες ήταν οι νυχτερινές βόλτες στο Ζάππειο. Έκανα κι εγώ τη θητεία μου εκεί. Και αυτές τις νύχτες τις διηγήθηκα στις ιστορίες μου – για περίπου μία δεκαπενταετία τα κόμικς αποτέλεσαν την πλατφόρμα της πιο προσωπικής μου έκφρασης.
Ένα μικρό πανέμορφο άγαλμα συντρόφευε τις νύχτες μας εκεί, ένας μικρός Έρωτας που έσπαγε το τόξο του στο γόνατό του. Ο «Έρως Τοξοθραύστης» του Γεωργίου Βρούτου, έργο του 1924. Από κει τα πήρα τα φτερά.
Έτσι, χωρίς κανείς να το ξέρει, ένας έρωτας μειοψηφικός έγινε για λίγο ο έρωτας όλου του κόσμου.
Κοιτάξτε τώρα η ζωή: Τα φτερά εξαφανίστηκαν από το άγαλμα στο πάρκο.Ήταν σαν να τα είχα κλέψει.
Όμως το μόνο που έκλεψα εγώ ήταν τα φτερά του Έρωτα της τελετής. Τα ’χω ακόμα σπίτι. Έτσι συνέβη, το σκέφτομαι και συγκινούμαι, να τα φορέσουν στους ώμους τους, από τα χέρια μου, δύο μόνο αγόρια. Ο Γιάννης Μανταφούνης στην τελετή και, τρία χρόνια μετά, ο Γιώργος Κοτσιφάκης. Είναι, οι δυο τους, οι σπουδαιότεροι Έλληνες χορευτές.
Δύο μέρες μετά την Έναρξη στο γραφείο έφτασε με τ’ όνομά μου μια κάρτα:
«Δεν ξέρω αν με θυμάσαι. Σου γράφω με ένα δάκρυ στα μάτια. Έγινες ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Έχω τα σχέδιά σου, τις φωτογραφίες μας και τις αναμνήσεις μου. Σου στέλνω τις καλύτερες ευχές μου, “αδερφέ μου”. Και, για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να πω ότι σου γράφω με πολλά δάκρυα στα μάτια».
Ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Είκοσι χρόνια μετά.
Και άλλα 20, τώρα που γράφω για σας αυτή την ιστορία.
Είχα πετάξει το μικρό μου βότσαλο στην απεραντοσύνη της θάλασσας και οι ομόκεντροι κύκλοι τον είχαν βρει.
Η ζωή και τα τέλεια παιχνίδια της. Δεν του απάντησα ποτέ.
Τα πρόσωπα που διάλεξα για πρωταγωνιστές είχαν όλα το χάρισμα της φυσικής κίνησης, μια σοβαρότητα που με συγκινούσε, ένα είδος ομορφιάς που ήθελα να μοιράσω στον κόσμο, και ένα φωτοστέφανο ταλέντου.
Ο Έρωτας, ο Γιάννης Μανταφούνης, ήδη σπουδαίος χορευτής, έγινε μετά ο σπουδαιότερος. Ο μόνος Έλληνας στην πιο δημιουργική ομάδα του μεγάλου genius του χορού, William Forsythe. Έγινε χορογράφος και τώρα είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Dresden Frankfurt Dance Company.
Επάνω στον κύβο ο Ερμής Μαλκότσης, ήταν ήδη η πιο χαρισματική μορφή του ελληνικού Release Technique. Τρομερός performer, ποτέ δεν μου έχει κάτσει για συνεργασία, αλλά σε αυτή την περίσταση δέχτηκε. Αργότερα τον πρότεινα στον Λευτέρη Βογιατζή, για επιμέλεια κίνησης, αντί για μένα, και ταίριαξαν θαυμάσια. Έκαναν μαζί δύο υπέροχες δουλειές: την Αντιγόνη και τον Αμφιτρύωνα.
Ο Κένταυρος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, τότε ηθοποιός με καλή κίνηση, τώρα ένας από τους διασημότερους Έλληνες χορογράφους παγκοσμίως. Από το 2006 μαζί μου στα έργα μου. Σημαντική μορφή στο 2, στο Μέσα και στο Πουθενά.
Ο Χρήστος Λούλης και η Κατερίνα Παπαγεωργίου ήταν το ζευγάρι των Εραστών.
Τον Χρήστο τον γνώρισα με το που αποφοίτησε. Έδωσε ακρόαση στον Λευτέρη Βογιατζή και μαζί τον διαλέξαμε για το Καθαροί πια. Η σχέση τους κράτησε χρόνια και ο Χρήστος έλαμψε. Είναι ένας από τους καλύτερους movers που έχω γνωρίσει.
Την Κατερίνα Παπαγεωργίου την είχα προσέξει από το τελευταίο έτος των σπουδών της στον χορό. Είχε ήδη, χρόνια πριν από την τελετή, γίνει μούσα μου στον Δράκουλα και στην Καταιγίδα, ενώ είχα φτιάξει γι’ αυτήν το μοναδικό σόλο που έχω φτιάξει, το Μνημείο, έναν φόρο τιμής στις απαρχές του εξπρεσιονιστικού χορού μέσα από τα μάτια της Nelly’s. Τώρα, υπογράφοντας ως Kat Vlastur, είναι μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες χορογράφους στον κόσμο.
Ο δρομέας που διάλεξα ήταν ο Γιώργος Σαμπάνης. Για τον διασκελισμό του, τα πόδια του και την ομορφιά του. Πολλές πρόβες τού έκανα για να μάθει να πέφτει πειστικά. Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα γινόταν σταρ στην πίστα!
Η Εύα Ράντου ήταν ένα κορίτσι που μου άρεσε πολύ. Την έβρισκα ερωτεύσιμη. Της έδωσα τον ρόλο της Εγκύου στην τελετή. Μετά ανακάλυψα ότι είναι σπουδαία χορεύτρια.
Έγινε η Μήδειά μου στη δεύτερη εκδοχή της Μήδειας, έγινε η Γυναίκα στο Πουθενά και ταξίδεψε μαζί μου τον κόσμο με τον Μεγάλο Δαμαστή.
Μετά τον χωρισμό μου με τη Στελλάτου υπήρξε ένα μεγάλο κενό κεντρικής θηλυκής γητείας. Η Εύα Ράντου, η Καλλιόπη Σίμου και η Breanna O’Mara ήταν αυτές που διαδοχικά το κάλυψαν. Πάντα χρειάζεται μια αυτοκράτειρα.
Είμαι περήφανος γι’ αυτά τα όμορφα παιδιά. Φώτισαν με σεμνότητα την τελετή μας και η δυναμική τους επιβεβαιώθηκε στο μέλλον.
Όταν όλα τελείωσαν, ήμουν μουδιασμένος. Για να μη λιώσω από το άγχος, είχα τα αισθήματά μου σε καταστολή. Ούτε χαρά, ούτε ανακούφιση. Κατάσταση ζόμπι.
Ζόμπι πήγα κάτω να με συγχαρούν οι επίσημοι, ζόμπι σύρθηκα μέχρι τη συνέντευξη Τύπου, για να ψελλίσω σαν φάντασμα: «Εμείς προσπαθήσαμε να μιλήσουμε για την αγάπη».
Δεν είχα ακόμη καταλάβει τι είχε συμβεί. Μετά, περάσαμε για λίγο από το κλαμπ Envy, όπου είχαν κανονίσει πάρτι οι εθελοντές. Μετά υπογλυκαιμία, μια άθλια κρέπα στα Εξάρχεια και σπίτι για ύπνο, μόνος.
Ξύπνησα το πρωί και βγήκα στην πόλη.
Παντού τα περίπτερα καλυμμένα με τις εικόνες που είχα δημιουργήσει. Το ολυμπιακό μου κόμικ είχε καταλάβει ολόκληρη την πόλη.
Η Laurie Anderson μού τηλεφωνεί συγκινημένη και περήφανη – χαίρομαι βαθιά.
Το απόγευμα, καλεσμένος στον Νίκο Χατζηνικολάου, στο δελτίο ειδήσεων. Με στήνει μία ολόκληρη ώρα, γιατί το πάνελ έχει πάρει φωτιά με το σκάνδαλο Κεντέρη-Θάνου. Όταν τελικά με βγάζει στον αέρα, για μισό δευτερόλεπτο, με αφήνει να μιλήσω ελάχιστα, αλλά βρίσκει τον χρόνο να κάνει την κριτική του: «Η τελετή έκανε κοιλιά». «Εννοείτε την κοιλιά της Εγκύου», του απαντώ.
Ο Steven Spielberg και ο Zhang Yimou συμφώνησαν ότι η ελληνική έναρξη ήταν η καλύτερη όλων, ο Romeo Castellucci αδυνατεί να συλλάβει πώς ήταν δυνατόν να πραγματοποιήσω κάτι τέτοιο, όμως ο Νίκος Χατζηνικολάου, εκείνη τη στιγμή, στο δελτίο ειδήσεων, αμέσως την επομένη της τελετής, στα λίγα δευτερόλεπτα που συζητήσαμε, έκρινε σκόπιμο, ένιωσε την ανθρώπινη ανάγκη να πει δημόσια πως, κατά τη γνώμη του, το έργο έκανε στη μέση μια μικρή κοιλιά.
Μετά έπρεπε να πάω στο σπίτι της Γιάννας, στη μεγάλη δεξίωση που θα γιόρταζε την Έναρξη.
Το seating, που έπρεπε να βολέψει πριγκίπισσες, πρωθυπουργούς, δεσποτάδες, Αθανάτους και τα λοιπά, έκρινε ότι εγώ έπρεπε να καθίσω δίπλα στη Βίκυ Λέανδρος, η οποία ήτο βαρόνη. Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες. Δεν είχε τίποτα να μου πει για την προηγούμενη βραδιά, της τελετής, και αυτό μου προξενούσε αμηχανία. Τρώγαμε σιωπηλοί.
Αυτό που δεν ήξερε όμως η βαρόνη ήταν ότι, στα 13 μου, τα τραγούδια της είχαν αφυπνήσει μέσα μου μια νοσταλγία γι' αυτό που έμελλε να ζήσω.
Κι έτσι, κάτω από τις σιωπηλές μπουκιές, τα νιάτα μου ευγνωμονούσαν τα δικά της νιάτα.
Το αγαπημένο μου τραγούδι το άκουγα συνέχεια. Είναι θαυμάσιο, ακούστε το, λέγεται «Πιο νωρίς» και μιλάει φυσικά για τον έρωτα, το καλοκαίρι, τον αποχαιρετισμό και την αναμονή:
Μετά το γεύμα είχε πυροτεχνήματα και φωτιά στη Φιλοθέη. Οι επίσημοι καλεσμένοι, σαν ζώα στη ζούγκλα που σε κοπάδια τρέχουν τρομαγμένα, έφευγαν από τη δεξίωση χωρίς να χαιρετήσουν. Λυπήθηκα τη Γιάννα, έκατσα κοντά της παρακολουθώντας τους όλους να γυρνάνε την πλάτη ένας-ένας και να αποχωρούν. Ήταν φυσικά ατύχημα, έμοιαζε όμως με μοίρα.
Ο καθένας έγραψε το μακρύ του και το κοντό του. Εγχώριοι celebrities και καλλιτέχνες είπαν τη γνώμη και τις αντιρρήσεις τους. Μεγάλα λόγια, μικρές κακίες. Κρατάω δύο και τα μοιράζομαι μαζί σας εδώ.
Τον Κώστα Γεωργουσόπουλο δεν τον ήξερα, ούτε με ήξερε. Είχε κάποτε δημοσιεύσει τις αντιρρήσεις του για τη συνεργασία μου με τον Λευτέρη Βογιατζή στους Πέρσες κι αυτό ήταν όλο. Δεν είχε ποτέ άλλοτε ασχοληθεί μαζί μου. Ωστόσο, μόνο σε αυτό το κείμενο ένιωσα ότι κάποιος είδε στ’ αλήθεια αυτό που είχα δείξει:
« […] «Σ’ αυτόν τον τόπο, την ίδια εποχή, σε διάρκεια ενός μόνο αιώνα, γεννήθηκαν τα ομηρικά έπη, ο λυρισμός της Σαπφώς, του Αρχίλοχου, του Αλκμάνα, η προσωκρατική φιλοσοφία και οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Μέσα από το έπος, τον λυρισμό, την απορία και την αμφισβήτηση, μέσα από την ανύψωση του Λόγου πάνω στα ερείπια του Μύθου και μέσα από την άμιλλα και τον ανταγωνισμό, τη ρητορική των σωμάτων και των ψυχών, γεννήθηκε το δράμα, η μίμησις πράξεως σπουδαίας ή φαύλης, η τραγωδία και η κωμωδία, όπου η έπαρση, η αλαζονεία, η ασέβεια, τέκνα της Τύφλας, επέφεραν την Άτη και η Άτη τη Νέμεσιν. “Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά” έλεγε ο Σεφέρης, δηλαδή στα τυφλά ή στην τύχη.
Όταν, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές και ηθικές αντιρρήσεις που έχει ο καθένας για την αλλοίωση, την εμπορευματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων, οι Αγώνες επανέρχονται στην ιστορική τους γενέθλια γη, οφείλουμε να θυμίσουμε σε όλη την Οικουμένη τη Λογική, την Ηθική, την Πολιτική και την Αισθητική Σκέψη που τους γέννησε.
Και ήταν έξοχη η σκέψη να ανατεθεί αυτό το μέγα παιδαγωγικό, ιστορικό και αισθητικό αίσθημα σ’ έναν ιδιοφυή σύγχρονο Έλληνα ερασιτέχνη, με την αρχαία σημασία της λέξης. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, ο Τσιτσάνης, ο Κουν, οι χτιστάδες της Πυρσόγιαννης, οι μαντιναδολόγοι της Καρπάθου, είναι ένας κυριολεκτικά ασπούδαχτος αυτοδίδακτος. Φιλοκαλεί μετ’ ευτελείας και φιλοσοφεί άνευ μαλακίας.
Και χθες τη νύχτα, αυτός ο μεγαλοφυής αναγεννησιακός καλλιτέχνης αναδείχτηκε ποιητής και μύστης. Συνέλαβε τη σύνολη συνείδηση της ελληνικής διαχρονίας, τιμώντας τη βαθιά δομή της ελληνικής σκέψης.
Τα σύμβολά του αντλήθηκαν κατ’ αρχήν από τη μεγάλη στιγμή της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Τα τέσσερα ριζώματα του Εμπεδοκλέους, το ύδωρ, το πυρ, ο αιθήρ και η γη, τα αθάνατα πρώτα στοιχεία της ύλης που με το σμίξιμό τους και τη διάλυσή τους αιωνίως, τη φιλότητα και το νείκος, τον έρωτα και την έριν, συγκροτούν τις μορφές. Γέννηση και θάνατος σε αείροη διαλεκτική σχέση πλάθουν συμβάντα, συμβεβηκότα, δηλαδή τις ποικίλες μεταμορφώσεις της Ουσίας.
Ο Παπαϊωάννου κατόρθωσε σε τρία τέταρτα της ώρας να αφηγηθεί, με λιτά, αναγνωρίσιμα σύμβολα, ιδέες, αισθητοποιημένες αξίες, την περιπέτεια της ελληνικής ανακάλυψης του κόσμου. Σε μια παρέλαση επική, δραματική και λυρική, συγκρότησε έναν κύκλιο χορό όπου με τους ήχους του διονυσιακού τυμπάνου που πρώτη κατασκεύασε η θεά Κυβέλη και την εξέλιξη της κιθάρας που πρώτος κούρντισε ο Πυθαγόρας με τον Κανόνα του, που έγινε κανονάκι και σαντούρι που τώρα ιερουργεί η Αρετή Κετιμέ, χόρεψαν η Αριάδνη του Λαβυρίνθου, η Καλλιπάτειρα, οι χορευτές του Αισχύλου, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, ο Πλάτων, ο Διγενής και ο Καραϊσκάκης, ο Καραγκιόζης, η Σφίγγα, ο Οιδίπους και οι Ταναγραίες.
Ο Παπαϊωάννου χθες τη νύχτα μπροστά στο παγκόσμιο κοινό έλυσε με την απλότητα μιας αναπνοής, με τη θεία αφέλεια μιας λαϊκής παραμυθούς, το αίνιγμα της Σφίγγας, της Σίβυλλας και του Γόρδιου: Ο άνθρωπος, αυτός ο μικρός, ο μέγας.
Το ρεπορτάζ θα αναφερθεί στους θαυμαστούς μουσικούς, χορογράφους, εικαστικούς, τεχνικούς, συνεργάτες του μεγαλοφυούς Παπαϊωάννου. Εγώ περιορίζομαι να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου και την υπέρτατη τιμή που αισθάνομαι να είμαι Συμπολίτης με τον Καλλιτέχνη, που μήνυσε στα πέρατα της Γης πως η Ελλάδα δεν Ήταν μόνο. Είναι».
Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Άξιον εστί το τίμημα», ΤΑ ΝΕΑ, 14/08/2004
Να και η γελοιογραφία του ΚΥΡ, με τον οποίο μεγάλωσα, και ένιωσα τιμή που μ’ έπιασε το πενάκι του κι εμένα με τόσο κομψό και συμπυκνωμένο τρόπο.
Μετά έπρεπε να υποστώ τη Λήξη, που μετά τη γέννα της Έναρξης έμοιαζε σαν τιμωρία. Αυτό που έχουν όλοι να θυμούνται από την ομορφιά και το κέφι της Αθήνας στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, εγώ δεν το γνώρισα. Πρόβες, πρόβες και διαχείριση εξαχρειωμένων Εγώ. Έπρεπε να αντέξω να ολοκληρωθεί και αυτό το θέαμα.
Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή. Η δυναμική της Έναρξης, η ταυτότητα και η φόρα που δίνει στους Αγώνες, δεν συγκρίνονται με τη λειτουργία της Λήξης. (Μόνο στο Σίδνεϊ αντιστράφηκαν οι όροι, για πολύ συγκεκριμένο λόγο. Με ήδη σπουδαία παράδοση σε Pride extravaganzas, οι Αυστραλοί εμπιστεύτηκαν στους ίδιους καλλιτέχνες να φτιάξουν αυτή τη γιορτή. Όλοι θυμόμαστε την Kylie να εισέρχεται πάνω σε μια γιγάντια σαγιονάρα Havaiana και με ροζ φτερά να τραγουδάει το Dancing Queen. Τρελό fun, πιο gay πεθαίνεις.)
Είχαμε από την αρχή, λοιπόν, πάρει τις αποφάσεις μας: 95% του budget, του χρόνου και του ταλέντου θα πήγαινε στην Έναρξη.
Όταν έληξε και η Λήξη, ο Κουμεντάκης έφυγε από το Στάδιο με φορείο, η μέση του τον είχε διπλώσει στα δύο. Η Λίλη ξέσπασε σε κλάματα. Η υπέρβαση αντοχής που είχαμε κάνει όλοι ήταν άνευ προηγουμένου. Είχαμε ξεκινήσει sprinters, αλλά ήταν Μαραθώνιος.
Μόλις ο κόσμος άδειασε το Στάδιο, τα συνεργεία άρχισαν αμέσως να ξηλώνουν τα πάντα. Τα σκηνικά γινόντουσαν μπάζα. Μέσα σ’ αυτό το χάος θυμήθηκα το όνειρό μου, έβγαλα και πέταξα το δαχτυλίδι μου.
Τα media ασχολιόντουσαν με τα καρπούζια, οι εγχώριοι τραγουδιστές κυκλοφορούσαν από κανάλι σε κανάλι κι εγώ ήμουν ο πιο ελεύθερος άνθρωπος του κόσμου.
Τρία ολόκληρα χρόνια από τη ζωή μου είχα δώσει.
Είχα βγει όμως ζωντανός. Και ήμουν ακόμη νέος.
Είχα αποκτήσει αστραπιαία μια μεγάλη φήμη που δεν ήξερα τι να την κάνω. Ενώ με πολιορκούσαν όλοι, την πρώτη συνέντευξη αποφάσισα να τη δώσω στο 10%, ένα μικρό περιοδικό ομοφυλόφιλης έκφρασης.
Είχα από τα 19 μου μιλήσει ανοιχτά για τη σεξουαλική μου φύση και η δουλειά μου ήταν συχνά αυτοβιογραφικά απροκάλυπτη. Ποτέ δεν κρύφτηκα. Τώρα, όμως, το όνομά μου ήταν μέσα σε κάθε νοικοκυριό. Ήμουν για λίγο ένα είδος εθνικού ήρωα και όλη αυτή τη δύναμη θέλησα να τη στείλω σε κάθε παιδί στην επαρχία ή στην πόλη που φοβάται γι’ αυτό που είναι, με τη σκέψη πως ίσως πάρει κουράγιο από τη δική μου ειλικρίνεια σ’ αυτή την κορυφή της δημοφιλίας μου. Δημοφυλοφιλία. Τα media το αναπαράγουν σαν τρελά. Η Τατιάνα πρώτη-πρώτη.
Η καρδιά του πατέρα μου σκίζεται ανάμεσα στην τεράστια υπερηφάνεια και στην απόλυτη ντροπή. Συγγνώμη, πατέρα. Έκρινα πως τα φοβισμένα παιδιά το αξίζουν. Είμαι σίγουρος ότι από κει που βρίσκεσαι τώρα θα με συγχωρείς.
Όλοι πήραμε τους δρόμους μας. Όλοι τις αποστάσεις τους. Ο καθένας χρειάστηκε να φτιάξει το δικό του αφήγημα. Όλοι έπρεπε να διαχειριστούν την εμπειρία και την έκθεση και να σώσουν τον κώλο τους.
Εγώ θα πω ότι ποτέ κανένας από τους καλλιτέχνες που συνεργαστήκαμε δεν έστειλε ένα μήνυμα στην επέτειο αυτής της μέρας. Σπίτια αγοράστηκαν, κασέ ανέβηκαν, στούντιο εξοπλίστηκαν. Με μερικούς ακόμα συνεργάζομαι και αγαπιόμαστε πολύ.
Αλλά στις 13 Αυγούστου, 20 χρόνια τώρα, κάνεις δεν σκέφτηκε να πει κάτι.
Όμως λαμβάνω χιλιάδες μηνύματα κάθε χρόνο από τους εθελοντές.
Αυτούς που έδωσαν τον χρόνο και την ψυχή τους με μόνο αντάλλαγμα την εμπειρία, τη στιγμιαία νοηματοδότηση της μικρής μας ζωής. Μου θυμίζουν τη συγκίνηση όταν άκουσαν τη φωνή μου να τους εύχεται πριν μπουν στο Στάδιο, τη χαρά τους όταν πήραν το ματάκι που κρυφά φορέσαμε όλοι – μου εκμυστηρεύονται ότι το έχουν φυλαγμένο.
Μόνο όσοι το ζήσαμε ξέρουμε τι τεράστια κι εκρηκτική αποδέσμευση αγάπης ήταν η επαφή με τους εθελοντές.
Σ’ αυτούς αφιερώνω τις αριστουργηματικές φωτογραφίες του Σωκράτη Σωκράτους, στις οποίες είναι οι πρωταγωνιστές.
Οι συμπατριώτες μου απλόχερα μου έδειξαν ευγνωμοσύνη και αγάπη. Όλοι έχουν μια ιστορία να μου πουν. Πού βρίσκονταν, πώς ένιωσαν, τι θυμούνται ακόμη.
«Πες μας τι πίνεις και δε μας δίνεις», μου φώναξε κάποιος στον δρόμο από τ’ αμάξι του.
Τα στάδια ρήμαξαν. Το IBC, Κέντρο Παγκόσμιας Αναμετάδοσης, έγινε Golden Hall για ψώνια και φημολογείται ότι εκεί, χτισμένα, βρίσκονται τα τεράστια γλυπτά. Ήταν, λέει, ακριβή η μεταφορά τους και τα χτίσανε. Κοιμούνται εκεί, ακίνητοι γίγαντες, μεσοτοιχία με το shopping center. Mε μεγάλη χρονοκαθυστέρηση στήθηκε εκεί, σε λιγοστά τετραγωνικά, μια παρωδία μουσείου για τις τελετές μας. Μην πατήσετε.
Τα αριστουργήματα του Μέντη, τα κομψοτεχνήματα της Πεζανού και το θαύμα του Αλεξίου σαπίζουν στις αποθήκες.
Ανθίζουν όμως όλα μέσα στις καρδιές μας.
Μέχρι και σήμερα στον δρόμο με σταματάνε οι άνθρωποι να πουν «ευχαριστώ».
Ας κλείσω μ’ αυτό το αγόρι που το 2018 ήρθε στο πρώτο μας date και μου είπε: «Άκου: είμαστε οικογενειακώς λίγο έξω από την Αθήνα εκείνο τον Αύγουστο. Ο πατέρας στο κρεβάτι, στα τελευταία του από καρκίνο, η μητέρα μου δίπλα του, εγώ λίγο πριν τα 20. Η ατμόσφαιρα βαριά από το προδιαγεγραμμένο πένθος. Έτσι το είδαμε. Μόλις τελείωσε, βγήκα έξω, στον κήπο πίσω από το σπίτι, κοίταξα πάνω τον ουρανό, τη νύχτα, και είπα: Η ζωή είναι όμορφη. Σου το χρωστάω».
Αυτό κρατάω.
Σ’αυτά τα links μπορείτε να δείτε συναρπαστικά κεφάλαια από το documentation της Αθήνας και να πάρετε μια γεύση από την τρέλα και την ομορφιά που ζήσαμε. Αυτό το making of δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Εδώ μπορείτε να ακούσετε το soundtrack του Birthplace.
Ούτε κι εγώ ξέρω γιατί ένιωσα την ανάγκη, τόσα χρόνια μετά, να μοιραστώ μαζί σας μερικές αναμνήσεις και εικόνες από το αρχείο μου σε αυτή την επέτειο. Ίσως γιατί μόλις έγινα 60 και δεν θέλω να γίνουν όλα σκόνη. Θα γίνουν όμως. Το έκανα με μεγάλη αγάπη και εύχομαι να σας διασκέδασα.
Στάθη, είμαι ευγνώμων για την πλατφόρμα που μου προσφέρεις.
Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου τον Κυριάκο Χαρίτο, που μου έκανε παρέα και μαζί χτενίσαμε το κείμενο και μεταφράσαμε την Björk.
Ευχαριστώ την Τίνα Παπανικολάου, τη Βίκυ Μαραγκοπούλου,την Κάλη Καββαθά και τον Julian Mommert.
Ευχαριστώ τον Ιωάννη Μαρκάκη για την αντοχή, την όρεξη και την αφοσίωσή του.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Σωκράτη Σωκράτους, που μου εμπιστεύτηκε την επιμέλεια των αριστουργηματικών φωτογραφιών του.
ΚΕΙΜΕΝΟ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΕΥΧΟΥΣ – ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΑΚΗΣ
ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
ΜΠΕΤΤΥ ΣΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΨΗΦΙΑΚΗ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ:
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΧΟΡΗΓΟΣ ΤΕΥΧΟΥΣ