ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ η Σάσα Σταμάτη πήγε στο θέατρο Ακροπόλ να παρακολουθήσει την παράσταση «Ο κουρέας της Σεβίλλης» με το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Βασίλη Χαραλαμπόπουλου και Φάνη Μουρατίδη.
Η θεατρική έξοδος δεν είχε την έκβαση που προφανώς επιθυμούσε, αφού, όπως γράφει η Ν. Χατζηαντωνίου στην Εφημερίδα των Συντακτών, μία από τις ταξιθέτριες την πλησίασε και της ζήτησε διακριτικά να αποχωρήσει γιατί διαφορετικά δεν θα ξεκινούσε η παράσταση. «Ο κ. Χαραλαμπόπουλος μου είπε να σας πω ότι αν δεν φύγετε, ο ίδιος δεν θα παίξει απόψε» της είπε.
Η κυρία Σταμάτη αποχώρησε από τις πρώτες σειρές όπου καθόταν και η παράσταση ξεκίνησε κανονικά.
Φυσικά αποχώρησε ήσυχα γιατί ο καθένας ξέρει «πόσο τον παίρνει» να υψώσει τη φωνή και να κάνει ασχήμιες και η Σάσα Σταμάτη είχε ήδη πολύ πρόσφατα διαπράξει μια ανεπανάληπτη πράξη στο θέατρο, ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, όπως θα έλεγαν οι θεωρητικοί.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος έπραξε αθόρυβα, δίνοντας ένα παράδειγμα και στους συναδέλφους του να μη φοβούνται κανέναν. Να μπορούν να ορίσουν τη δουλειά τους και τον τρόπο με τον οποίο την ασκούν.
Έχουμε δει ουκ ολίγες φορές υπουργούς, για παράδειγμα, να κάθονται στην πρώτη σειρά και να ακούνε να τους σατιρίζουν με πολύ σκληρό τρόπο και δεν σάλεψε, όπως λένε, φύλλο. Ακόμα και στην Επίδαυρο.
Η Σάσα Σταμάτη «δεν άντεξε» τη σάτιρα και «μπούκαρε στη σκηνή» συνοδευόμενη από δυο φίλους της –βουβά πρόσωπα– στην ιλαροτραγική σκηνή που είδαμε ξανά και ξανά σε βίντεο στην παράσταση του Χριστόφορου Ζαραλίκου, που με κάθε τρόπο προσπαθούσε να ηρεμήσει τα πνεύματα.
Όχι μόνο διέκοψε την παράσταση αλλά του έστησε και λαϊκό δικαστήριο «γιατί σατιρίζει εκείνον και όχι τον άλλο».
Πώς το έκανε αυτό; Με το θάρρος της γνώμης της και το θράσος της «ιδιότητάς» της. Ποια είναι αυτή η ιδιότητα; Δεν ξέρω ακριβώς. Δεν είναι πάντως η δημοσιογραφική ιδιότητα γιατί κανένας δημοσιογράφος δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να κάνει πολιτιστικό ρεπορτάζ και να τολμά να μπουκάρει πάνω στη σκηνή. Εκτός αν έπαιρνε η σκηνή φωτιά και ήθελε να σώσει κάποιον.
Η Σάσα Σταμάτη το έκανε γιατί πιστεύει ότι έχει τη δύναμη να το κάνει, ότι τη φοβούνται, έτσι σκέφτομαι, αλλά αυτή είναι η δική μου εκτίμηση. Ήταν ίσως μια αυθόρμητη πράξη αφοσίωσης, που όπως όλες αυτού του είδους και με αυτό τον τρόπο έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Ακόμα και αν δεν φαίνονται αμέσως.
Έδρασε και ως «αστυνομία θεάτρου», με μια δήλωσή της, ότι η παράσταση ήταν «κιτς και κακοστημένη». Που σημαίνει ότι η Σάσα Σταμάτη, κρίνοντάς την ως τέτοια, μπορούσε να την διακόψει.
Η ΕΣΗΕΑ αντέδρασε αμέσως, εξετάζοντας αυτεπάγγελτα την εμπλοκή της στο γεγονός, όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού, Γιάννης Αποστολόπουλος.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος έπραξε αθόρυβα, δίνοντας ένα παράδειγμα και στους συναδέλφους του να μη φοβούνται κανέναν. Να μπορούν να ορίσουν τη δουλειά τους και τον τρόπο με τον οποίο την ασκούν. Και να μπορούν, χωρίς τον φόβο μην «κοπούν», μη χάσουν το ψωμί τους, να αντιδρούν, να διαλέγουν και εκείνοι το κοινό τους, όπως το ίδιο το κοινό τούς έχει διαλέξει και τους τιμά.
Για κάθε άνθρωπο που δουλεύει σκληρά, ειδικά σήμερα, στο θέατρο, η πράξη αυτή είναι αυτονόητη. Ο σεβασμός έρχεται και από τις δυο πλευρές, από τη σκηνή και την πλατεία, και συναντιούνται. Η πράξη του Χαραλαμπόπουλου είναι ένα παράδειγμα ότι όλα δεν είναι αχούρι. Ότι το θέατρο είναι εξίσου σημαντικό με κάθε χώρο στον οποίο μπαίνεις ασκεπής ή δεν καπνίζεις. Και ότι όσοι συναντιούνται εκεί δεν ανέχονται αυτές τις συμπεριφορές – το έπραξε άλλωστε και το κοινό στην παράσταση του Ζαραλίκου.
Γιατί σε ένα σοβαρό εστιατόριο, μπροστά στα μάτια όλων, κανένας δεν θα μπορούσε να ανάψει ένα πούρο χωρίς να αποβληθεί αυτομάτως από την αίθουσα.
Με τον ίδιο τρόπο ήρθε η στιγμή που οι άνθρωποι του θεάτρου θα ξεχωρίσουν την ήρα από το στάρι, για να επιλέξουν και αυτοί εμάς. Για να προχωρήσουμε επιτέλους πιο πέρα.