ΦETOΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ εξήντα χρόνια από μία από τις πιο συγκλονιστικές και πιο σημαντικές δίκες στην ιστορία της ανθρωπότητας, τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν, του λεγόμενου «διανομέα του θανάτου», πρωτεργάτη των ναζί και υπεύθυνου για την «Τελική Λύση», μια δίκη που έγινε στην Ιερουσαλήμ και όχι στη Γερμανία, όπου ζούσε πριν αποδράσει για να διαφύγει τη σύλληψή του.
Σε ένα διαολεμένο παιχνίδι της Ιστορίας, οι βελγικές Αρχές ανακοίνωσαν μόλις την απόφασή τους για έκδοση του Γιάννη Λαγού στην Ελλάδα, ώστε να δικαστεί από τις ελληνικές Αρχές με τις κατηγορίες της ένταξης, συμμετοχής και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, παράνομης κατοχής πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών με σκοπό τον εφοδιασμό εγκληματικής οργάνωσης.
Το κακό, όπως λέει η Άρεντ, ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό, μονάχα ακραίο και ως ακραίο πρέπει να κόβεται «με το μαχαίρι» από την αρχή, όπως η μούχλα στο τυρί.
Με αυτήν την αφορμή μού ήρθαν στο μυαλό οι σκέψεις της Χάνα Άρεντ που κάλυψε δημοσιογραφικά τη δίκη του Άιχμαν, θέλοντας να καταλάβει τον χαρακτήρα του, τι τον οδήγησε στα εγκλήματά του, τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει ή να μην αναγνωρίσει το κακό που κρύβεται δίπλα μας.
Αν, λοιπόν, δεχτούμε την ιστορική συγκυρία και το πολιτικό πλαίσιο το οποίο έθρεψε τους Άιχμαν, αναρωτιέμαι τι δεν καταλάβαμε εμείς και επιτρέψαμε να αναπτυχθεί ένα ναζιστικό μόρφωμα εν καιρώ ειρήνης σε μια χώρα με βαθιά δημοκρατική και αντιφασιστική παράδοση. Αναρωτιέμαι και τρομάζω. Τρομάζω για την Ιστορία που δεν διαβάζουμε όπως πρέπει, τις αναγωγές που δεν κάνουμε ως κοινωνία, τις δικαιολογίες που ο καθένας και η καθεμιά μας επικαλείται για να νομιμοποιήσει την απάθειά του απέναντι σε αυτό που βλέπουμε, αλλά δεν τολμάμε να ομολογήσουμε.
Η Άρεντ, στο συγκεκριμένο βιβλίο, ουσιαστικά προσπαθεί να κατανοήσει με ποιον τρόπο μπορείς να δικάσεις έναν ναζί, ώστε να αποδοθεί πραγματικά δικαιοσύνη για όσα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί από τον ίδιο, χωρίς η δίκη να εξελιχθεί σε ένα τηλεοπτικό σόου. Στο πρόσωπο του Άιχμαν σκιαγραφεί έναν «νέο τύπο εγκληματία», ο οποίος δεν είναι ούτε παράφρων ούτε ψυχασθενής, αλλά ένας απολύτως φυσιολογικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος «της διπλανής πόρτας».
Πράγματι, αν εξαιρέσεις τον σωματότυπο του Λαγού ή του Κασιδιάρη, που είναι λίγο τρομακτικός, αν και θα μπορούσες να βρεις αντίστοιχους από γυμναστήρια μέχρι λαϊκές αγορές, που πίσω τους κρύβουν καλοκάγαθους γίγαντες οι οποίοι δεν πειράζουν ούτε μυρμήγκι, ο Λαγός μοιάζει με έναν συνηθισμένο άνθρωπο, όπως ο Άιχμαν, αλλά κατηγορείται ότι ήταν ο ίδιος εντολέας εξ ονόματος του αρχηγού και όχι εντολοδόχος, όπως υποστήριξε η υπεράσπιση του Άιχμαν. Κατηγορείται για εγκλήματα που διέπραξε με δόλο, μοχθηρότητα και μίσος στο πλαίσιο μιας εγκληματικής οργάνωσης.
Αυτές τις συμπεριφορές των «απλών ανθρώπων» πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε, είτε είναι βιαστές, είτε δολοφόνοι του κοινού ποινικού δικαίου, είτε τρομοκράτες, είτε φασίστες, και να τις απομονώνουμε από το σπίτι ή τη γειτονιά μας, γιατί μόνο αν τις απομονώνουμε δεν θα γιγαντωθούν με κίνδυνο να μολύνουν και τους υπόλοιπους από εμάς. Το κακό, όπως λέει η Άρεντ, ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό, μονάχα ακραίο και ως ακραίο πρέπει να κόβεται «με το μαχαίρι» από την αρχή, όπως η μούχλα στο τυρί.
Η δημοκρατία μας, έστω και με καθυστέρηση, αποδείχτηκε συμπαγής και με ισχυρές άμυνες. Ελπίζω με διάρκεια.
Εύχομαι καλή δύναμη, νηφαλιότητα και θάρρος στους δικαστές και στις δικαστίνες που θα αναλάβουν αυτή την υπόθεση.
*Παράφραση του τίτλου του βιβλίου της Χάνα Άρεντ «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Η κοινοτοπία του κακού» (εκδόσεις Νησίδες)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.