«Οι φωτογραφίες δηλώνουν την αθωότητα, την ευπάθεια των ζωών που κατευθύνονται προς την καταστροφή τους, και αυτός ο δεσμός μεταξύ φωτογραφίας και θανάτου στοιχειώνει όλες τις φωτογραφίες των ανθρώπων», έγραφε η Σούζαν Σόνταγκ. Αυτά τα λόγια μού ήρθαν στον νου διαβάζοντας την πολυσυζητημένη συνέντευξη της Πρώτης Κυρίας της Ουκρανίας Ολένα Ζελένσκα στη Ρέιτσελ Ντονάντιο για την αμερικανική «Vogue», την οποία συνόδευαν αρτιστίκ φωτογραφίες της ίδιας και του συζύγου της Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι διά χειρός Άνι Λίμποβιτς.
Η Ολένα να ποζάρει όλο χάρη μπροστά στα συντρίμμια του αεροσκάφους Mirya, του μεγαλύτερου κάποτε στον κόσμο, που κατέστρεψαν οι Ρώσοι στο έδαφος, περιστοιχιζόμενη από πάνοπλες –και ατσαλάκωτες– στρατιωτίνες, αποκτώντας έτσι μια militant φεμινιστική αύρα: η Ολένα στις σκάλες του Προεδρικού Μεγάρου δίπλα στα σακιά με την άμμο, η Ολένα χέρι-χέρι ή αγκαλιά με τον άντρα-προστάτη-πολέμαρχο Βολοντίμιρ σε λήψεις άψογες μεν καλλιτεχνικά, αλλά τουλάχιστον προβληματικές αναφορικά με το αντικείμενο της συνέντευξης, που αποσκοπούσε, υποτίθεται, στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε μια προσπάθεια «να πειστούν οι Δυτικοί σύμμαχοι να εμπλακούν ακόμη βαθύτερα σε μια σύγκρουση που δεν δείχνει σημάδια ξεκάθαρης επίλυσης, επιβαρύνοντας στο μεταξύ διαρκώς την παγκόσμια οικονομία», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το άρθρο. Κάτι που πολύ αμφιβάλλω αν κατάφερε, καθώς υπήρξαν μεν αρκετές θετικές ανταποκρίσεις, φαίνεται όμως ότι οι αρνητικές δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες και δεν προέρχονταν μόνο από ανθρώπους φιλικά προσκείμενους στο ρωσικό καθεστώς αλλά και από άλλους που υποστηρίζουν με πάθος της υπόθεση της Ουκρανίας.
Πιστεύω ότι η επίμονη, διαρκής αναπαραγωγή της φρίκης μάς εθίζει περισσότερο σε αυτήν, αμβλύνοντας τα αντανακλαστικά μας και μετατρέποντάς την σε ένα ακόμα εφήμερο καταναλωτικό προϊόν. Δεν πιστεύω, όμως, ότι η λύση βρίσκεται στο άλλο άκρο, στη μετατροπή ενός φονικού πολέμου, ενός οποιουδήποτε πολέμου σε αναλώσιμο θέαμα μέσα από μια συνέντευξη όπου οι βομβαρδισμοί, τα αίματα, οι σκοτωμοί και η αγωνία για το αύριο συνομιλούν «δημιουργικά» με τη μόδα, το λαϊφστάιλ, την πατριαρχία, και την πολεμοκαπηλία ακόμα.
Οι σχετικές αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα ήταν το ίδιο διχασμένες, με άλλους να επευφημούν και άλλους να επικρίνουν τους Ζελένσκι και τη «Vogue», ενώ αντιδράσεις προκλήθηκαν, σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο, ακόμα και «εντός έδρας», με Ουκρανούς πολίτες να επικρίνουν το προεδρικό ζεύγος για «διαφημιστικό τρικ» και «ανεπίτρεπτη σπατάλη χρημάτων» ενόσω οι απλοί άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν με νύχια και με δόντια. Και δεν είναι μόνο οι συμπατριώτες της Ολένα αλλά και οι μη προνομιούχοι πολίτες πολλών ευρωπαϊκών χωρών που πληρώνουν και θα πληρώνουν για καιρό ακόμα, όπως φαίνεται, το τίμημα των κυρώσεων στη Ρωσία, περισσότερο ίσως και από τους ίδιους τους Ρώσους στο όνομα ενός σκοπού που θολώνει διαρκώς περισσότερο στην προοπτική του, όσο δίκαιος κι αν είναι στη βάση του. Κανείς σκοπός δεν αγιάζει ή δεν πρέπει να αγιάζει τα μέσα και μοιάζει αρκετά αμφίβολο αν τέτοια δημοσιεύματα λειτουργούν πραγματικά υπέρ της ουκρανικής αντίστασης, παρεκτός ίσως σε κάποιον κόσμο που για τους δικούς του λόγους –οι οποίοι δεν είναι απαραίτητα οι πλέον αγαθοί– έχει εξαρχής διαλέξει στρατόπεδο, κρατώντας τα αυτιά του ερμητικά κλειστά ακόμα και στην πιο καλοπροαίρετη κριτική, αδιάφορο αν αυτό δεν εξυπηρετεί κανένα ηθικό πλεονέκτημα.
Θα μου πεις, και τι ήθελες δηλαδή να δεις για να συγκινηθείς, διαμελισμένα πτώματα, δολοφονημένα παιδιά, τέτοια; Όχι, δεν νομίζω ότι η επίμονη, διαρκής αναπαραγωγή της φρίκης είναι πιο αποτελεσματική, πιστεύω αντίθετα ότι μας εθίζει περισσότερο σε αυτήν, καταλήγοντας να αμβλύνει τα αντανακλαστικά μας και μετατρέποντάς τη σε ένα ακόμα εφήμερο καταναλωτικό προϊόν. Δεν πιστεύω, όμως, ότι η λύση βρίσκεται στο άλλο άκρο, στη μετατροπή ενός φονικού πολέμου, ενός οποιουδήποτε πολέμου σε αναλώσιμο θέαμα μέσα από μια συνέντευξη όπου οι βομβαρδισμοί, τα αίματα, οι σκοτωμοί και η αγωνία για το αύριο συνομιλούν «δημιουργικά» με τη μόδα, το λαϊφστάιλ, την πατριαρχία, την πολεμοκαπηλία ακόμα. «Η ιδέα μιας πολεμικής ζώνης σύγκρουσης ως σκηνικό για μια φωτογράφιση είναι άθλια… Μια Πρώτη Κυρία απεικονίζεται μπροστά σε ένα κατεστραμμένο αεροπλάνο και ένας πολιτικός ως εμβληματικός ήρωας, χωρίς καμία προσπάθεια κατανόησης της δικής του λειτουργίας και συνενοχής σε αυτόν τον βάναυσο πόλεμο… Μια αστραφτερή επιφανειακή απεικόνιση στα πρότυπα του Χόλιγουντ, σαν να παίζει σε κάποιο έργο με καουμπόηδες και Ινδιάνους. Νομίζω ότι αυτές οι εικόνες επιβεβαιώνουν την ανάγκη μας για μια δυαδική κατανόηση του κόσμου ως καλού και κακού, για ένα ξεπερασμένο μοντέλο ανδρών ηρώων με τις γυναίκες τους να τους το επιτρέπουν. Όλο αυτό το διάστημα ένα σωρό απρόσωποι, ανώνυμοι νέοι άνθρωποι σκοτώνονται καθημερινά. Μην με παρεξηγείτε, δεν υποστηρίζω με κανέναν τρόπο τον Πούτιν, αλλά αυτή η φωτογράφιση τροφοδοτεί όλες τις τοξικές ετερονομικές πατριαρχικές ιδέες που κάνουν τον πόλεμο αναπόφευκτο», έγραψε σχετικά ο Adam Broomberg, καλλιτέχνης, ακτιβιστής και διδάσκων στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αμβούργου και στη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών της Χάγης.
«Προσωπικά, θεωρώ τη φωτογράφιση αυτή άλλο ένα καρφί στο φέρετρο της τίμιας δημοσιογραφίας. Επιπλέον, ξεπερνά την έννοια της μονιμοποίησης του πόνου, όπως έγραφε η Σούζαν Σόνταγκ στο βιβλίο της “Σχετικά με τον πόνο των άλλων”. Μπαίνει στη στρωτή διαδρομή της glam φωτογράφισης πορτρέτων μόδας, ένα πεδίο όπου η Λίμποβιτς είναι πραγματική “Mistress”… Δεν σέβεται τις χαμένες ζωές των πραγματικών θυμάτων του πολέμου, δικαιολογώντας έτσι απόλυτα όσα έγραφε η Τζούντιθ Μπάτλερ στο βιβλίο της "Frames of War: When is life grievable? ”: «Ασύλληπτες ζωές είναι εκείνες που δεν μπορούν να χαθούν και δεν μπορούν να καταστραφούν, επειδή ήδη κατοικούν σε μια χαμένη και κατεστραμμένη ζώνη· είναι οντολογικά ήδη εξαρχής χαμένες και κατεστραμμένες, πράγμα που σημαίνει ότι όταν καταστρέφονται σε έναν πόλεμο, τίποτα δεν καταστρέφεται», σημείωνε ο Δημήτρης Μπούρας, κοινωνικός ανθρωπολόγος και παλαίμαχος φωτορεπόρτερ που έχει δουλέψει χρόνια στην Ουκρανία.
Είμαι βέβαιος ότι τόσο η Άννα Γουίντουρ, εκδότρια της «Vogue», όσο και η φωτογράφος Άνι Λίμποβιτς, αμφότερες διάσημες και καταξιωμένες επαγγελματίες με εγνωσμένες ευαισθησίες, όπως και η δημοσιογράφος που πήρε τη συνέντευξη είχαν τις καλύτερες προθέσεις. Φοβάμαι, όμως, ότι ζώντας σε μια χώρα που ποτέ δεν γνώρισε πόλεμο στο έδαφός της εδώ και τουλάχιστον ενάμιση αιώνα αφενός (το Περλ Χάρμπορ ήταν στη μέση του Ειρηνικού) και αφετέρου θεωρεί εαυτόν ομφαλό της Γης, την οποία διαφεντεύει ως άλλος Μίδας μια κουλτούρα που μετατρέπει αυτομάτως σε εμπόρευμα οτιδήποτε αγγίζει, έπεσαν κι αυτές με τη σειρά τους θύματα εκείνης της κοινωνίας του θεάματος που τόσο καλά είχε αναλύσει ο Γκι Ντεμπόρ ήδη από το 1967. «Το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων, διαμεσολαβούμενη από τις εικόνες. Μέσα στον ανεστραμμένο κόσμο, το αληθινό δεν είναι παρά μια στιγμή του ψεύτικου», έγραφε ο Γάλλος διανοητής και η πραγματικότητα δεν σταμάτησε έκτοτε να τον επιβεβαιώνει.