Τη χειρότερη εμπειρία που είχα με ταξιτζή δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν 2 Αυγούστου, αργά το απόγευμα, η Αθήνα άδεια, και μια φίλη μου κι εγώ, φορτωμένοι με γλάστρες, πήραμε ένα ταξί από την αρχή της Αλεξάνδρας για να πάμε επίσκεψη σε μια κοινή μας φίλη που είχε μόλις γεννήσει στο Μητέρα. Ο ταξιτζής που μας πήρε ήταν 35άρης, σοβαρός, συμπαθητική φυσιογνωμία και τίποτα δεν προμήνυε ότι ήταν εντελώς διχασμένη προσωπικότητα. Καθίσαμε πίσω και επειδή περίμενε δίπλα μας μια κοπέλα που πήγαινε προς την ίδια κατεύθυνση, την πήρε κι αυτή στην κούρσα και κάθισε δίπλα του. Ξεκίνησε, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε αργά την Αλεξάνδρας, επειδή μιλούσε στο τηλέφωνο, δυνάμωσε τη φωνή, στη συνέχεια άρχισε να ουρλιάζει, να αφηνιάζει και να βγαίνει εκτός εαυτού. Έκλεισε το τηλέφωνο αγριεμένος και βρίζοντας, και ξαφνικά άλλαξε όψη.
Κι εκεί που πήγαινε με 30, πάτησε γκάζι κι άρχισε να περνάει όλα τα κόκκινα με τρελή ταχύτητα, χωρίς να υπολογίζει ότι έχει κι άλλους μαζί του. Του είπα «φίλε, κόψε, γιατί θα σε συλλάβουν» (αυτό πρόλαβα μόνο να σκεφτώ). Καμιά αντίδραση. Είχαμε αρχίσει να τρομάζουμε γιατί ήταν εκτός εαυτού και επειδή συνέχισε να τρέχει απαθής, του φώναξα «σταμάτα να κατέβουμε!». Συνέχισε να τρέχει σαν τρελός χωρίς να σταματάει σε STOP και φανάρια, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα. Η κοπέλα που ήταν μπροστά άρχισε να κλαίει και να φωνάζει «σταμάτα!», αυτός την κοίταξε και της είπε «τώρα τη βάψατε, θα σας πάρω όλους μαζί μου!». Πανικός. Με τη φίλη μου κοιταζόμασταν με τρόμο και δεν ξέραμε πώς να αντιδράσουμε. Έψαχνα να βρω τρόπο να βγούμε από το ταξί. Θυμάμαι ότι είχαμε φτάσει έξω από μια μπιραρία στην Κηφισίας όταν άρχισε να ακούγεται η σειρήνα του περιπολικού και σε ένα φανάρι στη διασταύρωση (το μόνο σημείο όπου βρήκαμε κίνηση) αποφάσισε να κόψει ταχύτητα.
Σχεδόν ταυτόχρονα ανοίξαμε και την μπροστινή και την πίσω πόρτα και με φόρα πεταχτήκαμε στο πεζοδρόμιο. Αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα πίσω κι αυτός εξαφανίστηκε στην Κηφισίας. Από την ταραχή δεν προλάβαμε ούτε νούμερο να σημειώσουμε, ούτε καν να πάρουμε τις γλάστρες που είχαμε βάλει στο πορτμπαγκάζ. Πέρασαν ώρες για να συνέλθω.
Πριν από τρία χρόνια πήρα τη γενναία απόφαση να διακόψω ένα δελτίο παροχής υπηρεσιών το οποίο σε όλη τη δημοσιογραφική μου καριέρα είχα χρησιμοποιήσει μόνο για έξι αποδείξεις, σε μια μεταβατική περίοδο χωρίς σταθερή υπαλληλική απασχόληση. Μετά από περίπου 10 χρόνια που το διατηρούσα χωρίς να το χρησιμοποιώ και έχοντας αφήσει να συσσωρεύεται ένα υπέρογκο ποσό προστίμων λόγω μη απόδοσης του ΦΠΑ, ξεκίνησα μια μέρα για την ΙΖ’ Αθηνών για να δω τι θα μπορούσα να κάνω για να απαλλαγώ απ’ αυτό.
Πρώτη στάση, θυμάμαι, μου είπαν πως ήταν το Μητρώο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια συγκεκριμένη υπάλληλο εκεί, η οποία από την πρώτη μου κιόλας ερώτηση φρόντισε με δυο-τρεις μόνο ατάκες της να κάνει τη ζωή μου κόλαση. Έγγραφα που έπρεπε να παρουσιάσω, πρόστιμα, χαρτιά που έπρεπε να βρω από τρίτους, κι άλλα πρόστιμα, αν δεν τα έβρισκα, και τέλος το χειρότερο του σεναρίου: η μάχη με τον έφορο ελεγκτή που θα ενέκρινε τη διακοπή, η οποία, όπως με διαβεβαίωσε η υπάλληλος, θα μπορούσε να λάβει ιστορικές διαστάσεις. Ξεκίνησα από τη συλλογή των εγγράφων, πέρασα το μαρτύριο των προστίμων με τρεις επισκέψεις σε τράπεζες, μάζεψα όλα τα έγγραφα τρίτων και μετά από δύο μέρες συνεχών επισκέψεων στην εφορία, ανέβηκα στο γραφείο του ελεγκτή για την τελική μάχη με όλα τα σχετικά στο χέρι. Την πρώτη μέρα ούτε που με κοίταξε, μου είπε να βρω και κάτι άλλα χαρτιά και να ξαναπάω την επομένη. Του τα πήγα. Πάλι δεν με κοίταζε, μου είπε ότι είμαι δύσκολη περίπτωση και ότι πιθανόν εκκρεμούν κι άλλα έγγραφα, ίσως κι ένα πρόστιμο ακόμα που το είχαν ξεχάσει. Πάνω-κάτω πάλι στους ορόφους, πληρωμή του τελευταίου μαρτυρίου και πάλι πίσω.
Έξω από το γραφείο του χαμός από κόσμο. Περιμένω τη σειρά μου, πάω μέσα και του αφήνω όλα τα χαρτιά έτοιμα. Μου ρίχνει μια γρήγορη ματιά και μετά κοιτάζει τα βιβλία και το μπλοκάκι. «Δεν είναι απλή η υπόθεσή σας» θυμάμαι τα λόγια του. «Ναι, αλλά έχω κάνει ό,τι μου ζητήσατε για να την κάνουμε απλή και να την τελειώσουμε» του απάντησα. «Θα πρέπει να περιμένετε να τα δω με την ησυχία μου αν λείπει τίποτα» μου είπε με αυστηρό ύφος. Του τα αφήνω όλα στο γραφείο, λοιπόν, κόσμος μπαίνει μέσα, κόσμος βγαίνει, άλλοι χαρούμενοι γιατί τελείωναν (όπως ήθελα κι εγώ), άλλοι με κάτι μούτρα κρεμασμένα μέχρι κάτω από την απογοήτευση. Κάποια στιγμή σηκώθηκα για να του δείξω ότι είμαι κι εγώ εκεί. «Κύριέ μου, δεν θα τελειώσετε τόσο εύκολα, θα περιμένετε να σας φωνάξω» μου είπε. «Ναι, αλλά τα είδατε αν λείπει κάτι; Αλλιώς να μην περιμένω άδικα, να πάω να βρω και τα υπόλοιπα». «Θα περιμένετε μέχρι να σας πω» είπε χωρίς να με κοιτάξει πάλι. Δεν ήθελα πολύ κι άρχισα να ανεβάζω στροφές και πίεση.
Ήξερα από τον λογιστή μου ότι όλα τα χαρτιά μου ήταν έγκυρα και σωστά. Πριν πάρω το ηρεμιστικό για να καλμάρω, έβγαλα άλλο ένα χαρτί από την τσάντα μου και το ακούμπησα πάνω στο γραφείο του. «Κάντε μου μια χάρη», του είπα, «και βάλτε κι αυτό πάνω πάνω για να το διαβάσετε πρώτο». Αισθάνθηκα πολύ άσχημα, μαζί με ντροπή και απόγνωση, αλλά έπρεπε να φτάσω στο σημείο να χρησιμοποιήσω ένα πρόβλημα υγείας μου μαζί μ’ ένα επίσημο χαρτί νοσοκομείου για να καταλάβει αυτό το βλαμμένο πιόνι της εξουσίας ότι δεν μπορεί να ταλαιπωρεί τον κόσμο άδικα. Το διάβασε κι αμέσως πήρε το μπλοκάκι μου και το βιβλίο και τα έσκισε, ακυρώνοντάς τα έτσι. Ήξερε ότι όλα ήταν εντάξει από πριν. Δεν του είπα τίποτε άλλο. Ούτε «ευχαριστώ». Πήρα τα σκισμένα βιβλία και τις αποδείξεις ότι «έκλεισα» κι έφυγα.
Με ποιον μυστήριο τρόπο ένα ειδυλλιακό μέρος μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό του; Αν αρρωστήσει κανείς ξαφνικά, αν συμβεί κάποια φυσική καταστροφή ή σε αντίστοιχες εμπειρίες. Δεν χρειάζεται όμως να πάει κανείς σε τόσο δραματικά καταστροφικές κλίμακες, αφού τις περισσότερες φορές το κακό προέρχεται από έναν συνδυασμό ασήμαντων πραγμάτων. Ένας σερβιτόρος, ας πούμε, που πάνω του είδα να φυτρώνουν όλα τα αρνητικά στερεότυπα συγκεντρωμένα σε σημείο που θα πίστευε κανείς πως ο άνθρωπος δεν υπήρξε και επινοήθηκε γι’ αυτό το κείμενο. Το σκηνικό της συνάντησής μας ήταν ένα λιμανάκι της Χαλκιδικής, μεσημέρι του Ιουλίου. Ο συγκεκριμένος εμφανίστηκε αφού πρώτα ένας νεαρός έφερε τα νερά και πήρε την παραγγελία για τα ποτά.
Το πρώτο που προσέξαμε ήταν πως η φάτσα του ξεχείλιζε απροθυμία. Σαν να είχαν βάλει έναν μισάνθρωπο να υπηρετήσει μία από τις βασικές ανάγκες των συνανθρώπων του. Δεν ήταν όμως η συνηθισμένη βαρεμάρα και ατονία αλλά, όπως καταλάβαμε γρήγορα, καθαρός θυμός. Δώσαμε παραγγελία χωρίς το γνωστό χάος που φέρνουν οι αναποφάσιστοι της παρέας και οι βροχηδόν διευκρινιστικές ερωτήσεις για το μενού.
Είχε, άλλωστε, πολλά «όχι» να μας πει και αυτές οι αρνήσεις ήταν το μοναδικό πράγμα που φάνηκε να μαλακώνει κάπως το πρόσωπό του. Πήγε έτσι:
-Πατατοσαλάτα; Δεν έχει.
-Χόρτα; Τελείωσαν.
-Κολοκυθοανθοί; Σήμερα δυστυχώς δεν.
-Εκείνο το μπουγιουρντί; Α, Τετάρτες και Σάββατα αυτό.
Όλα αυτά όμως τα είχαμε ξαναζήσει, δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο, πέρα από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα όταν τέλειωσε η παραγγελία (που προκάλεσε δυσθυμία στους πιο πεινασμένους). Ούτε η μία ώρα αργοπορίας ήταν τόσο ασυνήθιστη, απλώς τέτοιες καθυστερήσεις τις συνδέει κανείς με την αυγουστιάτικη πολυκοσμία ή με κάτι εστιατόρια ξινισμένα σε ψευτο-πολυτελές ύφος. Η συγκεκριμένη ταβέρνα είχε όμως όλες κι όλες δύο παρέες, κάποιους σιωπηλούς, ηλικιωμένους ξένους. Έπιναν αργά-αργά λευκό κρασί, ρουφώντας με τα μάτια τη θάλασσα, αμέτοχοι στα γύρω δράματα.
Είχε πάει πια τέσσερις η ώρα όταν ακούστηκαν άγριες φωνές από την πλευρά της ταβέρνας. Ακολούθησε ένα βροντώδες «γαμώ την Παναγία σας» που εγώ είχα να συναντήσω από τα παλιά χρόνια της Σάμου και αμέσως είδαμε το χλωμό πρόσωπο του σερβιτόρου να στρέφεται προς τον εχθρό του, έναν γέρο με έντονο προγναθισμό. Βρέθηκαν έξω από το μαγαζί ανταλλάζοντας γροθιές και ύπουλες κλοτσιές, αδιαφορώντας ολοκληρωτικά για μας, για τη σύμβαση περί εξυπηρέτησης του πελάτη, για την «εικόνα της χώρας στο εξωτερικό» ή για την Χαλκιδική που, ως γνωστόν, σαν κι αυτή δεν έχει άλλη.
Κάποιος πρότεινε να φύγουμε σε ένδειξη διαμαρτυρίας εκείνη όμως τη στιγμή ένας χοντρός με σκούπα στο χέρι έκανε νεύμα πως ερχόταν το φαγητό. Θα σερβίριζε ο ίδιος, που μάλλον ήταν ο αφανής ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Κανείς μας δεν διανοήθηκε να ρωτήσει πού εξαφανίστηκε ο σερβιτόρος γιατί φοβόμασταν ότι θα γύριζε, έχοντας ξεπαστρέψει τους εχθρούς του.
Τον είχαμε βέβαια ικανό να κάνει φόνο και, ποιος ξέρει, κάποιος από εμάς θα μπορούσε να είναι η παράπλευρη απώλεια.
Πριν από περίπου μια επταετία κλήθηκα κι εγώ να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία. Καθότι δεν είχα βύσμα, ξεβράστηκα σ’ ένα τελείως ξένο προς εμένα νησί του Αιγαίου στα σύνορα με την Τουρκία. Κατά τη διάρκεια του ΣΠΕΝ (Σχολείο Προκεχωρημένης Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων), όμως, ένιωσα μια έντονη ενόχληση στο μάτι. Και επειδή μάτι είναι και δεν παίζουμε με αυτά τα πράγματα, ζήτησα να δω τον γιατρό του στρατοπέδου. Αυτός με εξέτασε, αλλά επειδή δεν ήταν οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στο ΣΤΕΠ (άλλο ένα από τα περίφημα στρατιωτικά αρκτικόλεξα). Για να μην κουράζω με ανούσιες λεπτομέρειες, πρόκειται εν πολλοίς για τα στρατιωτικά ιατρεία.
Φυσικά, το ΣΤΕΠ ήταν στην άλλη πλευρά του νησιού. Μπήκα λοιπόν σε μια «καναδέζα» και με μετέφεραν μέχρι εκεί. Ο στρατιωτικός γιατρός με εξέτασε σχολαστικά και μου έκανε αρκετές ερωτήσεις, επειδή όμως ούτε εκείνος ήταν οφθαλμίατρος ούτε και υπήρχε γιατρός με τέτοια ειδικότητα στο στρατόπεδο, με έστειλαν, όπως ορίζει ο κανονισμός, στο δημόσιο νοσοκομείο του νησιού.
Φτάσαμε εκεί γύρω στο μεσημέρι με το στρατιωτικό ασθενοφόρο. Τα εξωτερικά ιατρεία λειτουργούσαν μέχρι τις 14:00. Η ώρα ήταν 14:10. Μπήκα βιαστικά στο οφθαλμιατρείο χωρίς να χτυπήσω και είπα στον εφημερεύοντα γιατρό το πρόβλημά μου. Και τότε άρχισαν όλα. Ο τύπος με τη λευκή ρόμπα και τα γυαλιά μυωπίας που μάλλον βιαζόταν να γυρίσει σπίτι του μου είπε ότι δεν μπορούσε να με εξετάσει γιατί είχα αργήσει. Προσπάθησα να του εξηγήσω την ιδιαιτερότητα της κατάστασής μου, τις συνθήκες, το πόσο δύσκολο ήταν να ξαναπάω την επόμενη μέρα, επισημαίνοντας ξανά και ξανά πως είχα αργήσει μόλις δέκα λεπτά.
Ήταν ανένδοτος και όσο διαρκούσε ο διάλογος αυτή του η άρνηση μετατρεπόταν σε ένα είδος εριστικής στάσης που με νευρίαζε ακόμη περισσότερο.
Με τα πολλά και αφού η συζήτηση έμοιαζε να μη βγάζει πουθενά, αποφάσισα, παρά την κούραση και την απόγνωσή μου, να επιστρατεύσω όσα αποθέματα ευγένειας είχα για να ψελλίσω ένα: «Σας παρακαλώ γιατρέ, λίγο να με εξετάσετε». Η απάντησή του; «Τι λίγο, λίγο έγκυος;». Εκείνη τη στιγμή ομολογώ ότι θόλωσα και για λίγο ένιωσα σαν εκείνους τους ανθρώπους που ορκίζονται ότι βίωσαν κάποια μεταθανάτια εμπειρία, βλέποντας τη ζωή τους να περνά μπροστά από τα μάτια τους. Μόνο που αντί για σκηνές από το παρελθόν, εγώ είδα ορισμένα από τα «προσεχώς». Πανάκριβες οφθαλμολογικές μονάδες και τραπέζια οργάνων να εκτοξεύονται προς κάθε κατεύθυνση, τον γιατρό στο πάτωμα, τους δικαστές στο Στρατοδικείο, τη μάνα μου να κλαίει κι εμένα ντυμένο για πάντα στα χακί. Ευτυχώς, δεν έκανα τίποτα απ’ όσα φαντάστηκα. Απλώς τον κοίταξα επίμονα μ’ ένα βλέμμα που μαρτυρούσε περισσότερο αμηχανία και λιγότερο θυμό (πράγμα για το οποίο μετανιώνω ακόμη και σήμερα) και βγήκα από το ιατρείο χωρίς να πω κουβέντα.
Αρκετές δυσάρεστες εμπειρίες από κοινωνικές επαφές… τρίτου τύπου θα είχα να διηγηθώ, όμως η πιο «δυσβάστακτη» αφορά το Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο μακαρίτης ο πατέρας, που λες, μας είχε κληροδοτήσει κάτι λίγες μετοχές μιας εφημερίδας και μιας ΔΕΚΟ, των οποίων η αξία στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας δεν υπερέβη στην καλύτερη περίπτωση τα 300 ευρώ, ενώ σήμερα είναι αμελητέα. Αποφασίσαμε, λοιπόν, με τον αδελφό μου κάποια στιγμή να τις εξαργυρώσουμε, με την έννοια «λίγα είναι, αλλά γιατί να τους τα χαρίσουμε», κάτι που ατύχησα να αναλάβω προσωπικά.
Αναζήτησα καταρχάς τα δικαιολογητικά – δεν ξέρω αν έχουν στο μεταξύ απλοποιηθεί οι διαδικασίες, δεν έχω καν το κουράγιο να ξαναμπώ σε αυτό τον κυκεώνα ύστερα από το… ψυχολογικό τραύμα που υπέστην (άσε τα επιπλέον έξοδα, γιατί στο μεταξύ οι κύριοι κοτσάρανε και χρεώσεις), όμως τότε μας γυρεύανε κάπου 15(!) διαφορετικά χαρτιά, τα οποία έπρεπε να τρέξει κάποιος να πάρει από 5-6 διαφορετικές υπηρεσίες. Εννοείται ότι δεν μπορούσες να τα προμηθευτείς όλα μέσω ΚΕΠ, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, όπως το Πρωτοδικείο, χρειαζόταν να πας και δεύτερη φορά. Το ΧΑΑ ζήταγε από ληξιαρχική πράξη θανάτου, βεβαίωση κληρονομιάς και τιμή κλεισίματος των μετοχών την προηγούμενη του θανάτου του επενδυτή μέχρι να ανοίξουμε με το… ζόρι δικό μας χαρτοφυλάκιο μετοχών ώστε να μεταβιβαστούν εκεί! Να μην τα πολυλογώ, χρειάστηκα αρκετό καιρό και βέβαια αρκετά δρομολόγια (και έξοδα για παράβολα, χαρτόσημα κ.λπ.) συν ένα ποσό αρκετά υψηλότερο της σημερινής αξία των μετοχών «μου» για να μαζέψω όλα αυτά τα χαρτιά και, επιπλέον, τουλάχιστον πέντε χαμένα πρωινά, τα οποία δεν ξέρω πώς στον Εξαποδώ θα εξασφάλιζα αν εργαζόμουν σε μια συνηθισμένη «φυσιολογική» πρωινή δουλειά – εννοείται βέβαια ότι και πάλι δυσκολεύτηκα.
Επειδή όμως το είχα πάρει «πατριωτικά» το ζήτημα, κάποια στιγμή τα έφερα όλα εις πέρας και, περιχαρής, μια Δευτέρα καβάλησα το ποδήλατο και τα πήγα γραμμή στο ΧΑΑ (έκτο δεσμευμένο πρωινό). Εκεί μια μουτρωμένη γραμματέας στην είσοδο, αφού τα ξεφύλλισε βαριεστημένα, μου ανακοίνωσε ότι αφενός δεν ήταν πλήρη (καλά αυτό κάπου το περίμενα, στην Ελλάδα ζω), αφετέρου δύο δικαιολογητικά είχαν λήξει χρονικά –ήταν βλέπεις «βραχείας» διάρκειας κι εγώ ο άθλιος δεν μπορούσα να αφιερώνομαι καθημερινά αποκλειστικά στην ιστορία αυτή ως φαίνεται όφειλα–, οπότε θα έπρεπε να ξαναεκδοθούν (και να ξαναπληρωθούν τα αντίστοιχα παράβολα). Κοντολογίς, μου έλεγε κατάμουτρα ότι το ΧΑΑ με έκλεβε κανονικά και με τον νόμο, έχοντας θεσπίσει μια τόσο γραφειοκρατική και χρονοβόρα διαδικασία μεταβίβασης. Μια διαδικασία αποθαρρυντική εξαρχής, αν έχεις να κάνεις με ευτελή ποσά, γιατί, φυσικά, ποιος νορμάλ άνθρωπος θα ξανάμπαινε στον μπελά αυτόν για πενταροδεκάρες, τις περισσότερες από τις οποίες θα τις είχε κιόλας ξοδέψει στην πορεία; Αναρωτήθηκα φωναχτά πόσοι ακόμα βρίσκονταν, άραγε, στη θέση μου – γιατί στις μέρες των παχιών χρηματιστηριακών αγελάδων, εκτός από τους μεγαλομετόχους, προέκυψε και πλήθος μικρομετόχων σαν και τον πατέρα πάνω-κάτω, άνθρωποι που μάλιστα είχαν πολύ λιγότερη από τη δική μου χρονική «πολυτέλεια» να κυνηγήσουν όλο αυτό το χαρτομάνι. Όμως όχι, η υπάλληλος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, κατανοούσε λέει απόλυτα αυτό που έλεγα και τη μέχρι τούδε ταλαιπωρία μου αλλά «αυτοί είναι οι κανονισμοί». Κοιτώντας ανήμπορος την τόσο δύσκολα αποκτημένη… στάμνα να σπάει μεγαλοπρεπώς ένα βήμα προτού φτάσει στην πηγή, ξέσπασα. Παρακάλεσα, φώναξα, απείλησα, τους αποκάλεσα απατεώνες, ξεφτίλες, εκβιαστές και λωποδύτες, έσουρα τα μύρια όσα στο ΧΑΑ, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στον καπιταλισμό-καζίνο εν γένει, όλο το ισόγειο με άκουσε κάνοντας τσιμουδιά αλλά… του κάκου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αποδεχτώ, σιχτιρίζοντας, την ήττα μου. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι εξακολουθούν να μου έρχονται ταχυδρομικώς ενημερώσεις για την πορεία των μετοχών «μου», αυτών δηλαδή που τελικά δεν αποφύγαμε να... χαρίσουμε στο ΧΑΑ.
Είναι Σάββατο μεσημέρι, έχεις ξυπνήσει από ένα δυνατό ξενύχτι και αυτό που θες είναι να γεμίσεις το στομάχι σου με ένα δυνατό, λιπαρό και γρήγορο γεύμα. Ψάχνεις online, καταλήγεις και παραγγέλνεις τηλεφωνικά σε γνωστή αλυσίδα fast food. Η υπάλληλος στο τηλεφωνικό κέντρο όμως σου λέει πως δεν υπάρχει η προσφορά που μόλις είδες και ταίριαζε απόλυτα στο είναι σου εκείνη τη στιγμή.
Κλείνεις το τηλέφωνο ευγενικά και τσεκάρεις ξανά το επίσημο site της εταιρείας. Η προσφορά είναι εκεί, στην πρώτη σελίδα μάλιστα. Τηλεφωνείς ξανά, απαντά άλλη υπάλληλος, η οποία επίσης ισχυρίζεται ότι η προσφορά δεν υπάρχει. Εξηγείς πολύ ευγενικά ότι τη βλέπεις μπροστά σου αυτήν τη στιγμή στο επίσημο site και όμως συνεχίζει επιμένει ότι η προσφορά δεν υπάρχει. Παρακαλάς να πληκτρολογήσει στον υπολογιστή που βρίσκεται μπροστά της το όνομα της εταιρείας στην οποία εργάζεται και να μπει στην πρώτη σελίδα του επίσημου site της. Ναι, τελικά υπάρχει όντως η προσφορά.
Όμως δεν μπορείς να την κάνεις δική σου γιατί αφορά μόνο παραλαβή από το κατάστημα. Μάταια εξανίστασαι ότι αυτό δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε σε έναν μικρό, τοσοδούλη αστερίσκο. Βρίσκεις τοίχο. Ζητάς να μιλήσεις στον «υπεύθυνο» και βγαίνει στη γραμμή η πρώτη υπάλληλος ως «υπεύθυνη». Λες πάλι την ιστορία, ξανά τοίχος, απελπίζεσαι, κλείνεις το τηλέφωνο. Ακολουθεί μετά από δυο μέρες λεπτομερέστατο email στην εταιρεία και κατηγορία για παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού και την ίδια κιόλας μέρα αρκούντως ικανοποιητική απάντηση από το ανάλογο τμήμα. Τέλος!
Πάνε 25 χρόνια τώρα πια, αρχές Σεπτέμβρη αν θυμάμαι καλά, ένα από τα τελευταία ζεστά Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού που έφευγε. Εκείνα τα χρόνια ανεβοκατέβαινα Αθήνα-Θεσσαλονίκη περισσότερο για να βλέπω φίλους παρά για να εργάζομαι, όπως ισχυριζόμουν, για λογαριασμό της οικογενειακής επιχείρησης. Αν και Σάββατο, που λογικά, αν ήταν χειμώνας, θα είχα μείνει να το περάσω στην Αθήνα, είχα αποφασίσει να πάρω το Ιntercity μεσημέρι για να επιστρέψω έγκαιρα ώστε να προλάβω τη νυχτερινή έξοδο επάνω. Είχα μαζί μου και ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό που έπρεπε να το προστατεύσω και να το παραδώσω ακέραιο. Ήμουν και κάπως εκνευρισμένος από κάτι εκείνο το πρωινό, γεγονός που εξηγεί ίσως την αντίδρασή μου στο περιστατικό στο οποίο θα αναφερθώ, συν το νεαρό της ηλικίας.
Ο συρμός είχε καταφθάσει στη γραμμή επιβίβασης και ο κόσμος σιγά σιγά είχε αρχίσει να επιβιβάζεται. Βλέπω έναν αστυνομικό να κλοτσάει και να δίνει μια φάπα σε έναν νεαρό ρακένδυτο Αλβανό – ήταν η πρώτη φουρνιά που είχε κάνει την εμφάνισή της στην Ελλάδα και τους αναγνώριζες με μεγάλη ευκολία. Ενδιαφέρθηκα να μάθω γιατί τον χτυπούσε από μια ομήγυρη που γελούσε εις βάρος του ανυπεράσπιστου αγοριού: είχε, λέει, αφοδεύσει μέσα σε ένα παροπλισμένο εμπορικό βαγόνι, όπου μάλλον είχε περάσει τη νύχτα του. «Υπάρχει λόγος να τον χτυπάς;» παρατήρησα στον αστυνομικό, ίσως με λίγο παραπάνω θράσος απ’ ό,τι χρειαζόταν, μεγάλη δόση αφέλειας και αρκετό τουπέ, ενώ εκείνος μάλλον μόλις είχε αφήσει ελεύθερο το θύμα-μικρό ψάρι για να επιστρέψει στη μεγάλη θάλασσα της ελληνικής φιλόξενης κοινωνίας. «Τι του είσαστε, κύριε;» μου απάντησε με πολύ περισσότερο θράσος και απόλυτη σιγουριά ο μπάτσος. «Εγώ, τίποτα», του αποκρίθηκα, «αλλά εσύ είσαι ένας ρατσιστής και μισός» συμπλήρωσα με περισσή βλακεία και σπουδαιοφανές σθένος. Νόμιζα ότι μόλις είχα προβεί σε μια σπουδαία πράξη ανθρωπισμού και κυρίως αντιεξουσιαστικής τόλμης, όπως αυτές τις οποίες είχα την αυταπάτη ότι ασκούσαν (έτσι νόμιζα ο βαθιά νυχτωμένος) κάποιοι «αγωνιστές» φίλοι μου (κάποτε χρειάστηκε να ξυπνήσω και από αυτή την πλάνη) κάθε φορά που έβλεπαν το άδικο χέρι του νόμου επάνω σε αδύναμους και απροστάτευτους ανθρώπους. Και κάνω να φύγω…
«Πώς το είπες αυτό;» φώναξε ο μπάτσος και τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει τη μεγαλύτερη γκάφα, αφού ό,τι είπα το είπα δυνατά και δημοσίως. Ποιώντας την νήσσαν, προχώρησα προς το βαγόνι. «Έι, εσύ, σου είπα κάτι» άκουσα μια αγριοφωνάρα κι αυτομάτως περί τους τέσσερις άντρες με ακινητοποιούν, αρπάζοντας τα μπαγκάζια μου. «Βοήθεια, αστυνομία» πρόλαβα να φωνάξω αυθορμήτως για να πάρω την απάντηση: «Σκάσε, είμαστε αστυνομία». Με πήγαν σηκωτό (καθώς με έβλεπαν οι επιβάτες του τρένου μου να με σέρνουν σαν εγκληματία) σε ένα παράρτημα της ασφάλειας μέσα στον Σταθμό Λαρίσης και μου ανακοίνωσαν ότι θα πήγαινα αυτόφωρο για «αντίσταση κατά της Αρχής» (ποια αντίσταση;) και για «εξύβριση» (για το ρατσιστής)! Σοκαρισμένος από το πώς ένας ανόητος λεονταρισμός κατέληγε σε ολόκληρη περιπέτεια, άρχισα να ειδοποιώ από ένα σταθερό τηλέφωνο που μου έδωσαν την άδεια να χρησιμοποιήσω –κινητά ακόμα δεν είχαμε– φίλους και συγγενείς.
Με κουβάλησαν με περιπολικό στο παλιό Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας στην οδό Σωκράτους, εκεί όπου τώρα είναι ξενοδοχείο. Αφού με πέρασαν από τον αξιωματικό υπηρεσίας για να μου απαγγείλουν κατηγορίες, όπου δήλωσα δημοσιογράφος, αν και τότε το ασκούσα μόνο ως χόμπι, νομίζοντας ότι θα τους θορυβούσε (αμ, δε), ο γλοιωδέστατος γραμματέας μου μιλούσε με απόλυτη απαξίωση και αφού πέρασε όλη η δύναμη του τμήματος να δει το αξιοθέατο και να με σιχτιρίσει («εμ, ποιον θα υπερασπιζόταν, τον Αλβανό!), με μάντρωσαν ολομόναχο σε ένα κελί. Δεν υπάρχει χειρότερη εμπειρία από το να είσαι κλειδωμένος χωρίς διαφυγή, να νιώθεις τέσσερις τοίχους να σε πλακώνουν. Άρχισα να γυρίζω γύρω-γύρω σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Ανησυχούσα και για τις βαλίτσες όπου είχα τα χρήματά μου. Πάνω στο τρίωρο με βγάζουν και μου λένε ότι ο αρχηγός της αστυνομίας είχε ειδοποιήσει να με μετακινήσουν στο κρατητήριο δίπλα στα γραφεία, που έχει πόρτα ανοιχτή για διάφορα ελαφριά περιστατικά. Λες και το δικό μου ήταν βαρύ. Η μεγαλοδημοσιογράφος μητέρα φίλου μου είχε σπεύσει να ενημερώσει τον κύριο αρχηγό ότι δεν ήμουν παρά ένα απερίσκεπτο και ίσως λίγο ανόητο παιδί καλής οικογενείας και ότι δεν ήταν δυνατόν να το περάσω ολόκληρο Σαββατοκύριακο μέσα σε κελί. Από κει και πέρα, όλοι, με πρώτο και καλύτερο τον γραμματέα, μου μιλούσαν με το «σεις και το σας»!
Στο δικαστήριο, Δευτέρα πρωί, ο αστυνομικός δεν εμφανίστηκε γιατί είχε πάει στο χωριό του. Η κυρία δικαστίής, όταν είπα ότι βιαιοπράγησαν εναντίον ενός «κατακαημένου ρακένδυτου Αλβανού», με ειρωνεύτηκε, αλλά καθώς ο μηνυτής μου έλειπε, η δίκη έπρεπε να αναβληθεί. Και θα αναβαλλόταν απανωτά άπειρες φορές όλο τον χειμώνα μέχρι το τέλος άνοιξης λόγω μιας σειράς απεργιών των δικηγόρων. Στο τέλος συνεννοηθήκαμε να πούμε μια σαχλή δικαιολογία, ζητήσαμε αμοιβαία συγγνώμη και η κωμωδία τέλειωσε. Αυτό όμως που δεν με αφήνει να ξεχάσω την κωμικοτραγική αυτή ιστορία είναι το ότι ο φίλος που ήρθε να με δει εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα στο τμήμα δεν υπάρχει πια. Την ώρα που Δευτέρα πρωί πήγαινα στο δικαστήριο, εκείνος έμπαινε στο νοσοκομείο ξεκινώντας έναν Γολγοθά που κράτησε 3-4 χρόνια και προσωπικά δεν έζησα ποτέ από κοντά, όχι από δική μου επιλογή. Ήταν ένας άνθρωπος χαρισματικός και μοναδικός, με τον οποίο μας ένωνε μια τρελή νιότη και πολλά όνειρα – για εκείνον απραγματοποίητα. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι εκείνο το σαχλό περιστατικό με τον μπάτσο έγινε μόνο και μόνο για να του πω το τελευταίο «αντίο». Αν κι εκείνος έχω την απόλυτη βεβαιότητα ότι μου το είπε με τον δικό του τρόπο τη νύχτα που πέταξε μακριά.
Ώρα 12η νυχτερινή, 6 χρόνια πίσω, Σεπτέμβρης του ’11. Μόλις με έχουν κλέψει στην καρδιά του Θησείου. Ο τύπος, για να μου πάρει την τσάντα, σχεδόν έκανε σλάλομ με το παπάκι του ανάμεσα στα τραπέζια της Αποστόλου Παύλου, σχεδόν με πέταξε από την καρέκλα μου, ακριβώς επικράτησε πανικός, πάει η τσάντα. Ανάμαλλη, αλλά ψύχραιμη και ενώ έχει κληθεί η Άμεση Δράση και μας έχει συμβουλεύσει για τα χρειώδη, φτάνω στο πάλαι ποτέ θεϊκό Τμήμα της Λεωχάρους. Μαζί μου η καλύτερη μου φίλη, όλως τυχαίως δικηγόρος στο επάγγελμα.
«Τσάντα;» με ρωτάει ο φρουρός. Γνέφω «ναι» και υποψιάζομαι ότι περιμένει κάτι πιο εντυπωσιακό ως αντίδραση. «Στον 4ο» μου λέει και προσπαθεί να φανεί πονετικός.
Ανεβαίνω, χτυπάω πόρτα, συναντώ μπατσίνα μελαχρινή, με βαθύ ντεκολτέ, μακριά φούξια νύχια και στριφτό στο στόμα. Απ’ το ηχείο του απολιθώματος που έχει μπροστά της προλαβαίνω ν’ ακούσω ένα «του-ρου-του-τού» που θυμίζει «Angry Birds», αλλά δεν παίρνω όρκο. Είπαμε είμαι ψύχραιμη, όχι διαυγής.
«Τσάντα;»
«Ναι»
«Καθίστε. Ψύχραιμη φαίνεστε».
Κάθομαι. Και σηκώνομαι. Πίσω μου, στα δυο μέτρα, κάτι χαρχαλεύει, σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο που δεν είδα μπαίνοντας. Τζάνκια δύο, καρέκλα μία, στρώμα ένα. Το ένα κάνει φιλότιμες προσπάθειες να πέσει δεξιά, το άλλο λιγότερο φιλότιμες να πέσει αριστερά και ταυτοχρόνως να μη φύγει απ’ τα χέρια του ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ.
«Πού σας κλέψανε;».
«Στο Θησείο».
Περιγράφω τι συνέβη. Η «βραδινή περίπολος» έχει ξεκινήσει να πληκτρολογεί τα καθέκαστα με χαρακτηριστική δυσκολία. Νύχι και πληκτρολόγιο έχουν βίους παράλληλους. Δεν συναντιούνται ποτέ. Δεν θέλω να ξέρω τι συμβαίνει στην εξίσωση «νύχι - όπλο».
«Τι χρώμα είχε η τσάντα;»
«Φούξια. Βινύλ».
Το βλέμμα της με βάζει σε σκέψεις. Δεν κατάλαβε.
«Φούξια; Σαν τα νύχια σας;!».
Ok, το ’χει. Συνεχίζουμε.
«Μπορώ να καπνίσω;»
Ο στούφος έρχεται σε άπταιστη μακρόσυρτη νεοελληνική.
«Καλέ, ναιαιαι! Δεν βλέπετε εδώ μέσα που μυρίζει σαν τεκέεεες;»
Σηκώνομαι, ανάβω, κόβω βόλτες πάνω κάτω όση ώρα με ρωτάει τα προς συμπλήρωσιν διαδικαστικά. Όση ώρα κρατάνε οι βόλτες μου, προλαβαίνω να δω και το από κάτω της περιβολής: τζιν-πνίχτης, κιλοτάκι κόκκινο να εξέχει, ποντικοφαγωμένη καρέκλα με τρία χαλασμένα ροδάκια. Στα ράφια από πάνω μας τσάντες γυναικείες, στοιβαγμένες όπως-όπως.
«Πάμε τώρα. Τι είχε μέσα η τσάντα;».
Ανασαίνω βαριά. Απαριθμώ.
«Πορτοφόλι με ταυτότητα και κάρτες, τριάντα ευρώ, σημειωματάριο, ατζέντα, κλειδιά, χαρτιά. Αυτά».
Σβήνω τσιγάρο. Το μάτι της «περιπόλου» πέφτει στο χέρι της φίλης.
«Ωραίο βραχιόλιιιι!»
«Ευχαριστώ» της απαντάει.
«Τι είναιαιαιαι;»
«Πιπερίτσες», της απαντάει, «υποτίθεται ότι φέρνουν καλή τύχη»
«Αααα, δεν το ’ξεραααα! Και δε μου λες (σ.σ.: πληθυντικός τέλος), το μπρελόκ ή το πορτοφόλι σου είχε κάτι... έτσιιιιι... χαρακτηριστικό επάνω;»
«Ναι. Το μπρελόκ είχε τη Betty Boop».
Κι άλλο βλέμμα «μη μου μιλάς κινέζικα, σε χάνω».
«Τι είναι αυτό;»
«Καρτούν», το «βλέμμα» επιμένει, «της δεκαετίας του ’30».
«Δεν το ’χω ξανακούσει! Με τι μοιάζει;»
«Με κορίτσι. Κόκκινο φόρεμα, ζαρτιέρες κι ένα άσπρο σκυλάκι στο πόδι».
«Ναιαιαιαι; Δεν το ξέρω. Εγώ έβλεπα Πάουερ Ρέιντζερς! Πώς γράφεται το “ζαρντιέρες”;»
Ζορίζομαι, νομίζω.
«Λοιπόοοοον! Να και η ένορκηηηη (σ.σ.: κατάθεση). Υπογράφεις εδώ και τα υπόλοιπα θα σ’ τα πω μετάαααα».
«Βεβαιώνεται ότι όπως προκύπτει από τα υπηρεσιακά μας βιβλία, μπλα, μπλα... προσήλθε στην Υπηρεσία μας... μπλα μπλα η τάδε του τάδε μπλα μπλα... άγνοστος δραστης της αφαιρεσαι την τσαντα η οποια ηταν χροματος φουξια και περιείχε.... επιπλέον περιείχε.... κλειδιά οικίας με μπρελογκ ενα κοριτσάκι με ζαρντιερες και κοκινο φορεμα...».
Όχι κόμματα, όχι τελείες, όχι διαστήματα. Υπογράφω. Λέω «ευχαριστώ». Φεύγω. «Μηδενί δίκην δικάσης πριν αμφοίν μύθον ακούσης». Είναι το τελευταίο πράγμα που βλέπω, βγαίνοντας, κολλημένο με μπλου τακ στον τοίχο. Ορθογραφημένο, φαρδύ πλατύ, στο πιο βρόμικο ίσως δωμάτιο της Αθήνας. Για να πάρω ξανά ταυτότητα στα χέρια μου πέρασαν δύο μήνες. Μη λέτε ότι σας έκλεψαν, να λέτε ότι τη χάσατε. Ξεμπερδεύετε πιο εύκολα.
Η καταγωγή της λέξης «τρόπαιο» σχετίζεται με το ότι, μετά τις νικηφόρες μάχες, οι αρχαίοι μάς έστηναν το σχετικό δοξαστικό μνημείο στο σημείο όπου κρινόταν το τέλος της μάχης, εκεί όπου επήλθε η «τροπή» της, με την οπισθοχώρηση του εχθρού ή, ακόμα καλύτερα, εκεί όπου ο εχθρός ετράπη σε φυγή. Έτσι, η λέξη «τρόπαιο» σήμερα χρησιμοποιείται για οτιδήποτε μπορεί να συμβολίζει μια νίκη ή μια επιτυχία. Και άσχετα με το αν αυτή είναι πολεμική, αθλητική ή προσωπική. Θα άξιζε όμως, για τη χαρά της ακριβολογίας και μόνο, να δημιουργηθεί μια απλή παραλλαγή αυτής της λέξης προκειμένου να καλύπτει τις υποπεριπτώσεις των κάπως ασαφών ίσως και λίγο φαντασιακών, μικρών, καθημερινών, προσωπικών επιτυχιών, όπου το «τρόπαιο» είναι κάτι φαγώσιμο. Η πρόταση είναι αυτό το είδος επάθλου να λέγεται «τρόφαιο». Παράδειγμα χρήσης: «μια μεγάλη σαρδέλα ήταν το τρόφαιο της χαριτωμένης φώκιας που επί τρία ολόκληρα λεπτά στριφογύριζε μια μπάλα με τη μύτη της στο Δελφινάριο» ή έτερο παράδειγμα: «Πήγε και πάλι στο ζαχαροπλαστείο, για το τρόφαιο της ημέρας του, που ήταν τέσσερις μπεζέδες».
Επρόκειτο, λοιπόν, για τη γιορτή Κωνσταντίνου και Ελένης και το ζαχαροπλαστείο είχε αυξημένη κίνηση. Συνήθως, όταν κατέφευγα εκεί για το τρόφαιό μου, τύχαινε να είναι σε ώρα που στο ταμείο καθόταν η κόρη του ιδιοκτήτη. Πάντως, είτε βρίσκεται στο ταμείο η κόρη του είτε ο ιδιοκτήτης, η στάση του σώματος τους είναι πανομοιότυπη: η λεκάνη τους μένει σαν βιδωμένη στο ψηλό σκαμπό μπροστά στην ταμειακή και όποιες κινήσεις χρειάζεται να κάνουν προς τα δεξιά, ή τα αριστερά ολοκληρώνονται με μικρές εκτάσεις του κορμού και κάποιο άπλωμα των χεριών. Ποτέ δεν έτυχε να βρεθώ σε αυτό το ζαχαροπλαστείο και να δω τον πατέρα ή την κόρη να μην κάθονται στο σκαμπό.
Με τον πατέρα, τα πράγματα είναι πολύ λιτά όσον αφορά την επαφή με λόγια. Επιπλέον, σαν φιγούρα είναι ενοχλητικός. Φταίνε τα μουστάκια του, που είναι κάπως φουσκοϊσιωμένα και γυριστά προς τα κάτω. Φταίει επίσης το κενό βλέμμα του και το ότι ανασηκώνει τη μεγάλη κοιλιά του και την αποθέτει στο τραπέζι στο οποίο βρίσκεται η μηχανή, με αποτέλεσμα να είναι πάντα κάπως σκυφτός από πάνω της και γενικότερα να μοιάζει πάρα πολύ με θαλάσσιο ελέφαντα στη στεριά.
Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, που είχε κόσμο λόγω της γιορτής, ο πατέρας στεκόταν στη θέση του και κοιτούσε ατάραχος έξω από την τζαμαρία την κίνηση στον δρόμο, ενώ η μοναδική διαθέσιμη πωλήτρια μετέφερε κάτι τυλιχτά κεράσματα από ένα ταψί στις προθήκες του ψυγείου. Από τακτ οι πελάτες την περιμέναμε υπομονετικά να τελειώσει, επειδή πιστεύαμε ότι αμέσως μετά θα μας εξυπηρετούσε. Όμως αδειάζοντας το πρώτο ταψί, έτρεξε γρήγορα μέσα κι έφερε καινούργιο. Εμείς, πάλι –μα, πόσο κύριοι!– περιμέναμε.
Στο τρίτο ταψί που έφερε η πωλήτρια δεν άντεξα. Σκεφτόμουν όλη εκείνη την ώρα με φωνή βαθιά και συρτή σαν του ζόμπι : «Γιατί μου καθυστερείτε τόσο πολύ το τρόφαιό μου;». Μην αντέχοντας άλλο ξέσπασα και με δυνατή φωνή ζόμπι επιπλήττω τον θαλάσσιο ελέφαντα: «Συγγνώμη, κύριε», του λέω ως εισαγωγή, και ξαφνιάζεται εκείνος γιατί φαίνεται πως δεν του είχε μιλήσει κανείς μέχρι τότε με τέτοια φωνή. Υψώνει, λοιπόν, το φρύδι και κάπως διευθετεί τα μπροστινά του πτερύγια, ώστε να κυκλώσει με αυτά την ταμειακή του. Εγώ ακάθεκτος συνεχίζω: «Έχετε μόνο μία διαθέσιμη πωλήτρια και την έχετε βάλει να γεμίζει το ψυγείο, ενώ εμείς περιμένουμε εδώ με τις ώρες σαν να βρισκόμαστε στο Μητρώο της ΔΟΥ Ψυχικού;».
Συνειδητοποιώ τότε ότι όλοι γύρω μου κάνουν μικρά νεύματα συγχαρητηρίων προς εμένα. Με δικαιώνουν. Ο θαλάσσιος ελέφαντας όμως τα αγνοεί και ανασηκώνοντας λίγο τον σβέρκο του, όπως κάνουν όλοι οι εκνευρισμένοι θαλάσσιοι ελέφαντες, μου λέει θρασύτατα: «Και πώς θα πουλήσω εγώ κύριε αν τα ψυγεία μου είναι άδεια;». «Και γιατί δεν σηκώνεστε από τη θέση σας να γεμίσετε εσείς τα ψυγεία σας, ώστε να απελευθερωθεί η υπάλληλός σας και να εξυπηρετήσει εμάς;» ρωτάω εγώ τώρα, με φωνή πολύ επιτακτική, για να μην πω διατακτική. Οι άλλοι πελάτες γύρω μου προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί τα χέρια τους δεν είναι ήδη έτοιμα σε στάση για να με καταχειροκροτήσουν. Τότε όμως πετάγεται η πωλήτρια και χύνοντας το σώμα της πάνω στο ψυγείο, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα γελοίο αυτοθυσιαστικό, λέει: «Σφάξτε εμένα καλύτερα και όχι το αφεντικό!» μου φωνάζει σε μελοδραματικό τόνο ιερομάρτυρος: «Πείτε μου! Πείτε μου τι να σας βάλω!».
«Τέσσερις μπεζέδες!» της φωνάζω εγώ δυνατά.
Και τότε ακούω από πίσω μου μία γραία με φτιαγμένο μαλλί να λέει, δήθεν με απορία: «Μα, για τέσσερις μπεζέδες άνοιξε τέτοιον καβγά;».
Ο θαλάσσιος ελέφαντας καγχάζει και λέει «έλα μου ντε;» και απλώνει κάπως το πτερύγιο προς την πωλήτρια κάνοντάς της ένα δυσερμήνευτο νεύμα, στο οποίο εκείνη τη στιγμή δεν έδωσα σημασία, αλλά ήταν τελικά η έγκριση της καταδίκης μου.
Είχα μείνει σαστισμένος να παρατηρώ την ουρά πίσω μου να σχολιάζει εις βάρος μου. Βρέθηκα μόνος μου και αδειασμένος από το λαϊκό δικαστήριο των υπόλοιπων καταναλωτών, που ενώ θα έπρεπε να πολεμούν στο πλευρό μου, στήθηκαν απέναντί μου για να με τουφεκίσουν.
Οικονομοποίησαν όλοι εκείνοι οι προδότες την ηθική τάξη των πραγμάτων και τη λογική και κατέληξαν ότι οι τέσσερις μπεζέδες είναι πολύ λίγοι για να δικαιούμαι να ομιλώ. Πόσο μάλλον για να απαιτώ συντομία εξυπηρέτησης και κέρδος χρόνου.
Έφυγα γρήγορα και θλιμμένος από το μαγαζί.
Με το που βγήκα από την πόρτα άνοιξα βιαστικά το κουτί για να φάω το τρόφαιό μου. Κι εκεί κατάλαβα τι σήμαινε το νεύμα του θαλάσσιου ελέφαντα προς την υποτακτική πωλήτριά του. Ο μπεζές ήταν τόσο σκληρός και μπαγιάτικος, που ήταν αδύνατον να τον συνθλίψω, πιέζοντάς τον με τη γλώσσα μου στον ουρανίσκο.
Αν μου είχαν μείνει δυνάμεις, θα έπρεπε να έχω επιστρέψει στο μαγαζί και να αποθέσω το κουτάκι με τους μπεζέδες πάνω στην ταμειακή του θαλάσσιου ελέφαντα. Θα έπρεπε όμως να διαθέτω και τις δυνάμεις για μια σύγκρουση του τύπου μόνος εναντίον όλων και εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθα ότι θα έπρεπε να σπαταληθώ σε αυτό.
Φτάνοντας σπίτι, πήρα μια καθόλου ικανοποιητική ρεβάνς με το να διαγράψω από τους φίλους μου στο Facebook το ζαχαροπλαστείο του θαλάσσιου ελέφαντα. Τέρμα πια οι ειδοποιήσεις τύπου «τα τσουρέκια μας μόλις βγήκαν από τοn φούρνο» και πάνε τρία χρόνια τώρα που δεν έχω φάει ούτε έναν μπεζέ. Έχουν πια αποκτήσει για μένα την πικρή γεύση που έχει το γεγονός ότι η απόλαυση του καταστηματάρχη αποκτά μεγαλύτερη σημασία από την απόλαυση του πελάτη.
Αναγνωρίζω τον φόρτο εργασίας που έχει πέσει εσχάτως στα Ελληνικά Ταχυδρομεία και κυρίως αναγνωρίζω το γεγονός πως δεν επαρκούν οι υπάλληλοί τους, παρ’ όλη την ενοικίαση προσωπικού τους καλοκαιρινούς μήνες.
Έτσι, στα ταχυδρομεία δημιουργούνται συχνά επεισόδια ανάμεσα σε πελάτες που θέλουν ν’ αγοράσουν ένα γραμματόσημο π.χ. και σε υπαλλήλους που εργάζονται σκληρά (οι περισσότεροι), αναλαμβάνοντας να διεκπεραιώνουν δουλειά που αφορά και εφορίες, ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τράπεζες κ.λπ.
Κάποτε, σ’ ένα ταχυδρομείο, έτυχε να είμαι παρών σε φάση ληστείας. Ήταν πρωί, ήμασταν γενικά αγουροξυπνημένοι, υπήρχε ακμαία ουρά και πάνω εκεί σκάνε δύο τύποι με κουκούλες και σιδερικά κι αρχίζουν να φωνάζουν «πέστε όλοι κάτω, μην κουνηθεί κανένας» και άλλα τέτοια. Πέσαμε, αν και δεν το έχουμε εύκολο πια το πρηνηδόν. Μάζεψαν ό,τι ήταν να μαζέψουν κι εξαφανίστηκαν. Φυσικά, το κατάστημα διέκοψε αυτοστιγμεί κάθε συναλλαγή. Τα γκισέ έκλεισαν, κατέβηκαν τα ρολά και όσοι προλάβαμε να φύγουμε πριν έρθει η αστυνομία ήμασταν τυχεροί, γιατί μπορεί να ήμασταν ακόμη εκεί. Τώρα, να πω πως πέρασα την επόμενη μέρα και το ταχυδρομείο ήταν ακόμη κλειστό; Ας μην το πω…
Πάντως, δεν μπορεί να υπάρξει χειρότερη εμπειρία από το να παίζεται, κάπου, έστω και για λίγο, έστω και ξώφαλτσα, η ίδια σου η ζωή.