Φοιτητής στην Αθήνα
Μεγάλωσαν στην ελληνική επαρχία. Ήρθαν στην Αθήνα για να σπουδάσουν. Έμαθαν την πόλη καλύτερα και από τους Αθηναίους. Eννέα ιστορίες ανθρώπων που ακολούθησαν το αθηναϊκό όνειρο, γεμάτες μεθύσια, φιλίες, αφραγκιές, junk food και αμέτρητες ώρες στα άνετα καθίσματα των ΚΤΕΛ.
Γιάννης Καρλόπουλος
Άφησε τη Θεσσαλονίκη το 1984 για να σπουδάσει γραφιστική. Τώρα εργάζεται στον ΔΟΛ ως υπεύθυνος σχεδιασμού του «Βήματος της Κυριακής».
Σεπτέμβριος του '84. Στην Αθήνα μ' έφερε ο πρώτος μου ξάδερφος, με ένα πορτοκαλί αγροτικό Datsun. Ξεφορτώσαμε τα πράγματα, που ήταν σκεπασμένα στην καρότσα με ένα νάιλον, σ' ένα διώροφο σπίτι με εσωτερική αυλή, στο Αιγάλεω, κοντά στο ΤΕΙ Αθήνας, όπου είχα περάσει στο τμήμα Γραφιστικής. Ο συγκάτοικός μου -συμμαθητής από τη Θεσσαλονίκη πού πέρασε το ΤΕΙ Πειραιά- θα έφτανε αργότερα.
813 Αβέρωφ - Προύσσης. Γραμμή μπλε λεωφορείου (αφετηρία πίσω από τον Άρειο Πάγο, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στις παλιές φυλακές Αβέρωφ, και τέρμα στην οδό Προύσσης στο Αιγάλεω, στον Εσταυρωμένο, όχι μακριά από τα ΤΕΙ). Καθίσματα από καφέ φορμάικα, κατέβαινε την Ιπποκράτους με τις μπάντες.
Φαρμακείο Μπακάκος στην Ομόνοια για συναντήσεις, ζαχαροπλαστείο Μέγας Αλέξανδρος για τηγανητά αυγά ή ανθόγαλο με μέλι, πάγκοι για εφημερίδες, ψιλοκαπνίζω Camel άφιλτρα.
Φεβρουάριος του '85. Στο Σύνταγμα χιονίζει, περνάω από την πλατεία κρατώντας το χέρι μιας συμφοιτήτριάς μου. Μου κάνει εντύπωση η «ανεκτικότητα» των γονιών της, έμενα στο δωμάτιό της, πάνω από το σινεμά Αλκυονίς στην Ιουλιανού, στην πλατεία Βικτωρίας. Μαθαίνω για πρωινό αντί για μπουγάτσα με τυρί, τον γαλλικό καφέ και το τετράγωνο φρυγανισμένο ψωμί με «τυρί».
ΠΣΚ-ΠΑΣΠ-Δημοκρατικός Αγώνας-ΑΡΙΕΛ(αριστερές εναλλακτικές λύσεις)-ΔΑΠ ΝΔΦΚ, γενικές συνελεύσεις, ενημέρωση, αμφιθέατρο, Νικαράγουα, υλικοτεχνική υποδομή, λεξιλόγιο του κεντρικού διαδρόμου των ΤΕΙ.
Γκαμπριέλα, Λένα Πλάτωνος. Ιερόδουλος (και γειτόνισσα) η πρώτη, ιέρεια (και περαστική απ' τη γειτονιά) μιας παράξενης μουσικής η δεύτερη. Τις γνωρίζω χάρη στον νέο μου συγκάτοικο (Αλέξης Ψ., βλ. παραπλεύρως), στην κατηφόρα της Μάρκου Ευγενικού στη Νεάπολη. Δίπλα το Παράφωνο (τζαζ μπαρ), προς την Αλεξάνδρας, τα Παναθήναια και Εκράν (θερινά σινεμά), στη γωνία τ' Άγραφα (ψητοπωλείο) και απέναντι το Καφέ Παλέτ (λάιβ τζαζ, πολύ της μόδας τότε, μαζί με τις κρεπερί).
Καλλιδρομίου, ο δρόμος με τις μουριές, τα Σάββατα τη λαϊκή, και, μεταξύ άλλων, το Παρασκήνιο, το Green Door, το μαγαζάκι του Άσιμου. Συνεχίζοντας προς τα κάτω, η πλατεία (Εξαρχείων) με το Βοξ, τον Κάβουρα, τα φρικιά, το Πλαίσιο για τα είδη σχεδίου.
Παρόλο που δεν το μεθόδευσα, έζησα φοιτητικά χρόνια μακριά από το σπίτι, έγινα άνθρωπος του κέντρου, αγάπησα την Αθήνα και το νιώθω σωτήριο και είμαι ευγνώμων για όλο αυτό.
Λευτέρης Κεφαλάς
Ήρθε από τον Βόλο το 1994 για να σπουδάσει δημοσιογραφία. Τώρα είναι δημοσιογράφος μηνιαίων περιοδικών και ραδιοφωνικός παραγωγός στον Red fm 96,3.
Όταν είσαι 18 χρόνων, με καταγωγή από τον Βόλο, με αποδεδειγμένη τάση φυγής από την πόλη για μεγαλύτερα «κόλπα», όταν κουβαλάς πολλά κιλά περιοδικίστικης ανησυχίας, ιλουστρασιόν όνειρα και ένα αφελέστατο ψώνισμα να δεις κάποια στιγμή το όνομά σου κοτσαρισμένο κάτω από δημοσιευμένο κείμενο σε μεγάλο περιοδικό, το πρώτο σου μπάσιμο στην Αθήνα δεν πολυδιαφέρει από άτσαλο μπουκάρισμα σε σαλούν καβάλα στ' άλογο! Χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς γνωστούς, χωρίς ιδέα για το τι μου ξημερώνει.
Η πρώτη μετάβασή μου από Βόλο-Αθήνα με ΚΤΕΛ (οι 4,5 ώρες που άλλαξαν τον κόσμο μου), η πρώτη σοβαρή βόλτα στη Φωκίωνος (δεν πίστευα ποτέ ότι υπάρχει μέρος στον πλανήτη με τόσο πολλές παραταγμένες καφετέριες), η πρώτη μου νύχτα μόνος στο νέο μου σπίτι (κλουβάκι) με δυο πιτόγυρα και μια 14άρα μεταχειρισμένη τηλεόραση, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς παρέα, χωρίς γνωστό στα 10 χιλιόμετρα, παρά μόνο σκιαχτικές φωνές από τη μεσοτοιχία και δυο λεκάνες εμπριμέ απλωμένα ρούχα στο απέναντι μπαλκονάκι. Οι Βολιώτες κολλητοί μου Δημήτρης και Στάθης μακριά, σε ένα παντελώς άγνωστο τότε για μένα σημείο στην Ελλάδα, τον Πειραιά, που νόμιζα ότι για να πας εκεί πρέπει να πάρεις κολατσιό για τον δρόμο.
Πρώτο σπίτι μια γκαρσονιέρα κάπου απέναντι από τα δικαστήρια της Ευελπίδων (τότε, ο όρος «σπίτι» συνοψιζόταν στο μετριοπαθές τρίπτυχο κρεβάτι - τουαλέτα - κουζίνα). Ίντερνετ και pc, εν έτει 1994, ήταν άγνωστες λέξεις. Και θα έμεναν για πολύ ακόμη εκτός του λεξικού της δεκαετίας. Πρώτη τσάρκα για ψώνια στην Πατησίων (τα αραδιασμένα μαγαζιά ρούχων ήταν για τα μάτια μου ό,τι η Ακρόπολη για τις φωτογραφικές μηχανές των Γιαπωνέζων). Πρώτη έξοδος στο Mercedes Rex του Τσιλιχρήστου, τότε στην Πανεπιστημίου, κυριλέ ντύσιμο, ασύμβατο με την ηλικία μου, σακάκι - γραβάτα - σκαρπίνι, ο σκοπός ιερός, να μη «φάω πόρτα», έτσι όριζε το (τότε ευαγγέλιό μου) ΚΛΙΚ στη στήλη του «in». Μετά το πρώτο ποτό, το δεύτερο ρεφενέ με τον κολλητό Στάθη λόγω αφραγκίας, μοιρασμένο στα δυο ποτήρια, μας έβγαλε 3 ώρες ακόμη παραμονής στο Mercedes, μηδέν λεφτά για να γυρίσουμε σπίτια μας, ποδαρόδρομος ως την Κυψέλη στις 6 το ξημέρωμα.
Η πρώτη σαββατιάτικη βόλτα στο Κολωνάκι ήταν αποκλειστικά και μόνο περατζάδα για «μάτι». Από το επόμενο Σάββατο έγινε μόνιμη εβδομαδιαία συνήθεια και το «μάτι» 4ωρος καφές στο Perros, διότι το Da Capo ήταν ακριβό για την τσέπη μας. Πρώτη Αθηναία γκόμενα (Κηφισιώτισσα), κάτι σαν την κατάκτηση του Έβερεστ, πρώτη χυλόπιτα από Αθηναία (Κυψελιώτισσα), κάτι σαν ξινισμένος μουσακάς, πρώτος καυγάς σε μπιραρία με έναν ξεφτίλα στο Θησείο για ένα τετραγωνικό χώρου στην μπάρα. Όταν «η πρώτη Αθήνα» συνέβαινε, ευτυχώς το μυαλό μου κρατούσε από μόνο του σημειώσεις.
Κυβέλη Κούβελα
Μεγάλωσε στην Πάτρα. Ήρθε στην Αθήνα το 2003 για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στη Νομική.
Όταν ήρθα στην Αθήνα ήμουν ένα βλαχάκι από την επαρχία με σύνδρομο πρωτευουσιάνου. Τα Χριστούγεννα συνηθίζαμε με τους γονείς μου να τα περνάμε στην Αθήνα, όπου ήταν όλοι τους οι φίλοι, οπότε θεωρούσα ότι την ήξερα την πόλη. Τίποτα δεν ήξερα.
Το πρώτο μου σπίτι ήταν στην πλατεία Μαβίλη. Η σχολή μου στη Σόλωνος. Για τους πρώτους δύο μήνες χρησιμοποιούσα αποκλειστικά το μετρό. Τα λεωφορεία με φόβιζαν. Δεν ήξερα καθόλου τους δρόμους -τελικά- και ήμουν σίγουρη πως θα χανόμουν.
Το πρώτο μου έτος ήταν απελευθερωτικό. Πρώτη φορά έμενα μόνη μου, πρώτη φορά είχα χρήματα τα οποία έπρεπε να διαχειριστώ και, κυρίως, πρώτη φορά δεν με έλεγχε κανείς. Φρόντισα, άλλωστε, με το που έμαθα πως θα πήγαινα στην Αθήνα, να αφήσω πίσω μου κάθε είδους δέσμευση. Η Αθήνα, επομένως, συμβόλιζε για μένα την ελευθερία.
Οι πρώτες περιοχές που έμαθα καλά ήταν οι Αμπελόκηποι, γύρω δηλαδή από το σπίτι μου, το Κολωνάκι, όπου βρισκόταν η σχολή μου, και φυσικά τα Εξάρχεια, όπως κάθε φοιτητής που σέβεται τον εαυτό του. Γρήγορα το Μπρίκι στη Μαβίλη έγινε η προέκταση της κουζίνας μου. Άλλες φορές πρωινά, άλλες βράδια. Όταν είχε καλό καιρό, καθόμουν και στα τραπεζάκια του Flower, στην πλατεία. Σε εποχές αφραγκίας και η πλατεία από μόνη της ήταν εξίσου καλή. Παρέα, μπίρες, «βρόμικο» και παιχνίδι στο σιντριβάνι.
Τις περισσότερες ώρες, όμως, βρισκόμουν στη σχολή. Την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στο κτίριο της Νομικής έπαθα πολιτισμικό σοκ. Η βρόμα, οι σκισμένες αφίσες, τα σπασμένα καθίσματα και τα σπασμένα τζάμια από τα οποία εισέβαλλαν περιστέρια μέσα στα αμφιθέατρα δεν πρόδιδαν, για κανέναν λόγο, χώρο μετάδοσης της γνώσης. Ωστόσο, εκεί έκανα και ισχυρές φιλίες, οι οποίες κρατούν μέχρι και σήμερα. Ζούσαμε σχεδόν μαζί. Πότε στο σπίτι του ενός, πότε του άλλου, ή και έξω μέχρι αργά, περπατώντας στους δρόμους του κέντρου.
Ήταν μια μαγική περιόδος. Όλα ήταν εκεί, να τα δεις, να τα μυρίσεις, να τα γευτείς. Όλα καινούργια. Δεν με ένοιαζε τότε, αν οι εικόνες ήταν άσχημες ή όμορφες. Μου έφτανε που μπορούσα να τις δω.
Αλέξανδρος Ψυχούλης
Μεγάλωσε στον Βόλο. Ήρθε στην Αθήνα το 1984. Σπούδασε αρχικά γραφιστική και ύστερα μεταπήδησε στην Καλών Τεχνών. Είναι εικαστικός.
Μέχρι τα 18 μου δεν είχα κάνει μακρινά ταξίδια. Δεν ήξερα πως οι πόλεις έχουν χαρακτήρα, προσωπικότητα και μυστικά. Τους πρώτους μήνες της καθόδου μου στην Αθήνα, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε σφοδρή επιθυμία, τους βίωσα σαν μια τιμωρία πολεοδομικού τύπου. Εδώ οι δρόμοι δεν οδηγούσαν σε καμία θάλασσα, δεν ερχόντουσαν από κανένα βουνό, πουθενά ορίζοντας να διχοτομεί το βλέμμα, δεν ήξερα κανέναν και κανένας δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται να με γνωρίσει. Διαρκώς αποπροσανατολισμένος και αμήχανος, κλεινόμουν στο σπίτι μου και στον εαυτό μετά από σύντομες και άσκοπες περιπλανήσεις στις κάθετες της Ιπποκράτους, αυτοπαθώς βιώνοντας την «άρνηση» ενσωμάτωσης, τρώγοντας μόνος λαδωμένα σουβλάκια, σκεφτόμενος πως την είχα πατήσει.
Ρίχτηκα με τα μούτρα στη ζωγραφική και στο αλκοόλ με φανερά ίχνη νεανικής κατάθλιψης, θρηνώντας για την εφηβική μου σχέση που είχα αφήσει πίσω, για την απουσία των φίλων που σπούδαζαν σε άλλα μέρη. Ένα απόγευμα, ζαλισμένος, αποφάσισα να αντιμετωπίσω την πόλη σώμα με σώμα, άνοιξα την πόρτα μου, άφησα την κατηφόρα να με παρασύρει, βρέθηκα σε μια διαδήλωση και την ακολούθησα, φώναξα τα συνθήματα που φώναζαν -πιο δυνατά και πιο οργισμένα από όλους τους διαδηλωτές- σταμάτησα μπροστά στον άγριο ξυλοδαρμό ενός φοιτητή από ασφαλίτες και έπεσα επάνω του για να τον προστατεύσω, αγνοώντας τις συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας. Στα μέσα της δεκαετίας του '80, σε νυχτερινή και απόλυτη σιωπή, με κολλητό παντελόνι και ματωμένες μπούκλες, σε κακό χάλι, στα σκαλοπάτια μιας πολυκατοικίας της οδού Ναυαρίνου, ανακουφισμένος που η Αθήνα μού είχε δείξει το βίαιο προφίλ της και που ο πόνος ήταν πια μόνο στο σώμα μου. Μια νεαρή κοπέλα έσκυψε και με ρώτησε αν χρειάζομαι βοήθεια. Με πήρε στο σπίτι της και μου έβαλε οινόπνευμα. Τα πρόσωπα της πόλης αλλάζουν ανάλογα με τα πρόσωπα που συναντάς, κι ακόμα και σήμερα οι φίλοι είναι που συνθέτουν τα πιο όμορφα κομμάτια του αθηναϊκού τοπίου.
Κώστας Αλεξανδρής (Quentin)
Μεγάλωσε στο Μαρμάρι Ευβοίας. Ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Καλών Τεχνών. Περνούσε τα βράδια του στα μπαρ των Εξαρχείων. Τώρα εργάζεται ως art director σε διαφημιστική και ως DJ σε μπαρ του κέντρου.
1989; Όχι, μάλλον 1990. Αφού λοιπόν δεν έβρισκα κανέναν λόγο ύπαρξης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παρά μόνον στο Transformer του Lou Reed και στους στίχους του Mozz, υπέμενα μαζοχιστικά 3 χρόνια μέχρι να πάρω το απολυτήριο του Λύκειου, να διασχίσω τον Νότιο Ευβοϊκό και να κατέβω στην Αθήνα. Αυτή η μέρα ήρθε τελικά. Απολυτήριο με 11. Πέρασα. Έφυγα. Άνοιξε το πλοίο το στόμα του, άνοιξαν και οι κόρες μου. Μετά από μια ώρα και κάτι ήμουν Ραφήνα. Πέρασα από τη βρομιά του ψαριού και μπήκα στο ΚΤΕΛ, Μαυροματαίων, κίτρινο ταξί, τσουπ Γαλάτσι με το σκαμμένο βουνό. Εκεί θα έμενα με την καλλίφωνο και αφρατούλα θεία μου Κατερίνα! Το αιώνιο παιδί που αγαπώ πολύ!
Αποφασίζω, λοιπόν, να μπω στην Καλών Τεχνών. Η καθηγήτρια που μου έκανε σχέδιο στο λύκειο μου είπε να πάω στη Σχολή Πετρά. Και εκεί πήγα. Οι δάσκαλοι Περικλής Γουλάκος, Εύα Μελά, Κωνσταντίνος Μαιδος και ένας Λάζαρος. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Στην τάξη ήταν και η γλυκιά Χριστίνα που έτρωγε πολλά καρότα, ο Παναγιώτης που έκανε πορτρέτα στο πιτς φιτίλι και μια άλλη κοπέλα με σγουρά καστανοκόκκινα μαλλιά, έντονο κόκκινο κραγιόν και όμορφα απλωμένο eyeliner, που δεν θυμάμαι το όνομά της.
Αυτούς αγαπούσα. Δεν νομίζω ότι ήμασταν φανατικοί με το επάγγελμα, γιατί όλο διαλείμματα κάναμε και καπνίζαμε, καπνίζαμε, καπνίζαμε.
Η «Πετρά» ήταν ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο. Όταν σχόλαγα, ανέβαινα τη Στουρνάρη και κατέληγα, πού αλλού, Εξάρχεια. Ωραία τα Εξάρχεια τότε. Πολύς κόσμος. Πάνκηδες, γκοθούδες, ροκαμπιλάδες, μεταλάδες, διανοούμενοι, όλοι εκεί. Η πλατεία κουβαλούσε αυτό το αστικό μιζεράμπλ.
Ωραία ήταν! Όλοι κουλ. Ησυχία. Αργοί ρυθμοί - ή εγώ ήμουν αργός. Ούζο πορτοκάλι -γιακ- και μπίρα, πού και πού κανένα χασίσι. Αλλά δεν μου αρέσει το χασίσι. Τότε μόνο αυτό υπήρχε. Ή μόνο αυτό άντεχε η τσέπη μου - η αλήθεια είναι ότι προτιμούσα πιο χημικές λιχουδιές. Ξεκίναγα, λοιπόν, από την πλατεία σουλάτσο και αλκοόλ, τις πιο πολλές φορές μόνος μου, αλλά δεν μ'ένοιαζε, πάντα έβρισκα κάποιον ή κάποιος μ' έβρισκε... Μετά γύρα στα μπαρ και κατέληγα στο Άλλοθι. Πάνω από τον Κάβουρα! Τι ωραίες κιθάρες, γκραν γκραν γκραν. Εκεί είχα και τα τυχερά μου. Και καμιά βόλτα σε κανά γκαράζ για άμεση εξυπηρέτηση και ικανοποίηση! Μετά σουβλάκι για αναπλήρωση καυσίμων και βουρ για Οκτάνα. Τι μπόνγκο εκεί! Πόσες κλοτσιές έχω φάει και έχω δώσει τι ζάλη! Η Ελένη. Εκεί ήταν και η Ελένη. Αυτή ήταν το From here to eternity. Με απλό φόρεμα, που κρεμόντουσαν τα κρόσια του γύρω από το σώμα της καθώς στριφογύριζε μισότρελη γύρω γύρω. Μια φορά την πέτυχα να κατεβαίνει τη Μεθώνης με τη γούνα της και τα τακούνια της. Ανέμελη, με το κεφάλι ψηλά. Τη χάζευα. Και όταν πέρναγε η ώρα πήγαινα, νομίζω, Graffiti -το πιο ωραίο gay club-, που ανέβαινες σε όροφο με ασανσέρ κάπου στην Ομόνοια, ή Κoλωνάκι, Αlexander, κάτω. Ε ρε, μάνα μου!
ΥΓ.1: Ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να δώσω εξετάσεις για την Καλών Τεχνών.
ΥΓ.2: Μετά πήγα Πολεμικό Ναυτικό. Εκεί έπεσε το πολύ μολύβι και κάρβουνο.
ΥΓ.3: Μετά βρέθηκα Heathrow.
Άρης Σφακιανάκης
Μεγάλωσε στην Κρήτη. Ήρθε στην Αθήνα το 1976 και σπούσασε στη Νομική. Είναι ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας και συγγραφέας.
Στη Νομική της Αθήνας πέρασα εξαιτίας μιας γυναίκας. Έναν χρόνο πριν προετοιμαζόμουν για την Ιατρική, όταν όμως γνώρισα την Ελισάβετ, άλλαξα κατεύθυνση ώστε να είμαι μαζί της στην ίδια σχολή (δεν φημιζόμουν από τότε για τη σταθερότητα του χαρακτήρα μου). Βρέθηκα έτσι στο κτίριο της Σόλωνος. Ήταν καλοκαίρι του 1976. Οι γονείς μου -αφού κόπασαν τα πρώτα πανηγύρια- ανέβηκαν από την Κρήτη να μου βρουν σπίτι στην πρωτεύουσα.
Νοίκιασα τελικά ένα δώμα στην αρχή της Λιοσίων. Ήταν μινιατούρα, σαν το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου ένα πράμα, μα είχε θέα στα μπουρδέλα της περιοχής. Πέρασα πολλές νύχτες ατενίζοντας τα χρωματιστά φωτάκια τους να σχηματίζουν μιαν άλλη Μικρή Άρκτο στο φοιτητικό μου στερέωμα. Σύχναζα, θυμάμαι, σε μια μικρή στοά της Πανεπιστημίου όπου βρίσκονταν τότε οι εκδόσεις Κέδρος. Εκεί γνώρισα τον Τσίρκα, τον Λουντέμη, ακόμη και τον Ρίτσο. Αυτή ήταν για μένα η Σχολή μου, στη Νομική πήγαινα αραιά και που, στις παραδόσεις του Κουμάντου ή του Κασιμάτη. Τους έξι πρώτους μήνες στην Αθήνα βρισκόμουν σε μια μόνιμη θλίψη, μου έλειπε ο ουρανός της Κρήτης, μου έλειπαν οι φίλοι μου, μου έλειπαν τα φαγητά της μάνας
μου. Τρώγαμε με κουπόνια σίτισης στην Εστία της Ιπποκράτους μακαρόνια με κιμά και μπιφτέκια με τηγανητά αυγά. Τα μεσημέρια οι φοιτητές έπαιζαν τάβλι στα γύρω γρασίδια, μα εγώ αποτραβιόμουν στην αετοφωλιά μου και διάβαζα λογοτεχνία. Αργότερα θα περνούσε κι η αγαπημένη μου να με πάρει να πάμε κανένα σινεμά. Συχνάζαμε ακόμη και σε λογοτεχνικές βραδιές, σπάνια σε κάποια θεατρική παράσταση. Ώσπου εκείνη μ' εγκατέλειψε άσπλαχνα για κάποιον ινστρούχτορα του ΠΑΣΟΚ (κάνοντάς με να μισήσω για αρκετά χρόνια τον Ανδρέα Παπανδρέου και το τσιμπούκι του). Άλλαξα σπίτι, άλλαξα γειτονιά, μα τον έρωτά μου για κείνη δεν τον άλλαξα.
Μαριά Εγγλεζάκη
Μεγάλωσε στην Ιεράπετρα. Ήρθε στην Αθήνα το 1995 για να σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Πάντειο. Τώρα είναι ηθοποιός απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης.
Στην αρχη ζούσα με τη γιαγιά μου στη Δάφνη, μετά για ένα χρόνο πίσω απο το Πανεπιστήμιο και έκτοτε στο κέντρο της Αθήνας που το λάτρεψα από την πρώτη μέρα. Αυτό που μου άρεσε πολύ ήταν οτι είχα την αίσθηση οτι μπορείς στην πόλη να είσαι τη μια αόρατος και την άλλη σαν να είσαι σε χωριό. Μπορούσα για ώρες να κοιτάζω και να παρατηρώ τους ανθρώπους, τα βλέματά τους, τα μάτια τους, το περπάτημά τους, τις αντιδράσεις τους σε πράγματα που συμβαίνουν γύρω χωρίς οι ίδιοι να με βλέπουν. Τον πρώτο καιρό το έκανα πολύ αυτό. Περπατούσα στο κέντρο της πόλης, αόρατη, και κοιτούσα, σταματούσα σε παγκάκια ή σε cafe και χάζευα τον κόσμο. Καμιά φορά ακολουθούσα ανθρώπους επειδή κάτι στον τρόπο που περπατούσαν ή που μιλούσαν σε κάποιον μου έκανε εντύπωση.
Το ίδιο πράγμα συνέβαινε και με τα κτίρια. Μ' άρεσε ο όγκος τους και προσπαθούσα να κρατήσω στη μνήμη μου τις τεχνοτροπίες και τις διαφορές που είχαν μεταξύ τους τα κτίρια που με εντυπωσίαζαν. Μπορούσα να χαζεύω για ώρες μπροστά σ' ένα κτίριο. Είχα πολλά να δω στην πόλη και πολλά να μάθω γι' αυτήν. Έπρεπε να την ανακαλύψω. Μέσα σε δυο μήνες ήξερα τα δρομολόγια όλων των λεωφορείων για οποιαδήποτε περιοχή της Αθήνας! Με τον καιρό τα ξέχασα...
Ευτυχώς γνώρισα την παρέα μου σχεδόν από την πρώτη εβδομάδα που πήγα στο πανεπιστήμιο. Νομίζω οτι στο έτος μας είμασταν η πιο διάσημη παρέα. Αρχικά, καφέ και τάβλι στο cafe του Σπύρου στον πεζόδρομο της Παντείου. Αργότερα, Κολωνάκι, Θησείο κλπ. Και σιγά σιγά άρχισα να ανακαλύπτω και την Αθήνα το βράδυ. Zoo, +soda, Decadence, πολλά μα πάρα πολλά ρεμπετάδικα.Και πολλά μεθύσια.Υπήρχε ένα μαγαζί στο Θησείο, Φανάρι λεγόταν, που νομίζω οτι έκλεισε από τότε που σταματήσαμε να πηγαίνουμε. Πρέπει να το συντηρούσαμε για αρκετό καιρό γιατί σπάνια είχε κάποιον άλλον μέσα εκτός απο μας. Επειδή συχνά δεν είχαμε καθόλου λεφτά μαζευόμασταν σε σπίτια και παίζαμε παιχνίδια μεχρι το πρωί.
Περνάγαμε πάρα πολλές ώρες σε κινηματογράφους. Κάτι Κυριακές σε φεστιβάλ ή σε avant premiere πηγαίναμε στις 12 το μεσημέρι και φεύγαμε αργά το βράδυ.
Τέλος πάντων, μ' άρεσε πολύ η Αθήνα. Ακόμα μ'αρέσει. Αλλάζει συνέχεια κι αυτό μ' αρέσει ακόμα πιο πολύ.