Τα σύμβολα είναι τα γαριδάκια της κουλτούρας μας. Τα απολαμβάνουμε, δεν τα χορταίνουμε ποτέ, μας ακολουθούν από την παιδική μας ηλικία, τα αναζητούμε συνέχεια, έχουμε την ανάγκη να τα αναφέρουμε στις συζητήσεις μας, να τα καρφιτσώσουμε πάνω μας, να τα φοράμε ακριβώς όπως είναι. Μέσα στην αυτονόητη αφαιρετικότητά τους μας βοηθούν να ταυτιστούμε μαζί τους και γίνονται σημαία της προσωπικότητας και των απόψεών μας, μας θυμίζουν συγκεκριμένες ιδέες, φτιάχνουν το διαβατήριο της φυλής μας στον έξω κόσμο. Ο κόσμος των συμβόλων είναι θαυμαστός και μέγας, απρόσμενος και γεμάτος ιστορίες. Τα σύμβολα είναι αθώα και οι προθέσεις τους αγνές, έχουν απόλυτη άγνοια κινδύνου. Δεν προέβλεψαν το μέλλον τους, δεν είχαν φανταστεί ποτέ πως θα σημάνουν τόσα πράγματα, για τόσους ανθρώπους, για τόσο πολύ καιρό. Η ποπ κουλτούρα σήμερα είναι γεμάτη σύμβολα, αλλά ελάχιστα κομμάτια ένδυσης μπορούν να ανταποκριθούν στο επίπεδο της τεράστιας επιρροής και σημασίας που έχουν χτίσει μέσα σε πενήντα χρόνια τα adidas Superstar.
Τα sneakers, γενικώς, γεννήθηκαν για να βοηθήσουν τους πρώτους καλοπερασάκηδες της βιομηχανικής επανάστασης να παίξουν τένις γύρω στο 1920. Μέχρι τότε, κανένας δεν διανοούνταν πως θα μπορούσε να φορέσει παπούτσια με λαστιχένια σόλα για να κάνει σπορ. Το όλο εγχείρημα φαινόταν αξιοπερίεργο, στα όρια του εκκεντρικού. Ήταν αθόρυβα και άνετα, γεγονός που τα διαφήμισε, έτσι άθελά τους έγιναν το Νο1 αξεσουάρ μιας άλλης κατηγορίας «επαγγελματιών», των ληστών. Η ευελιξία και η αδυναμία κατηγοριοποίησής τους σε συμβατικές ομάδες ένδυσης δημιούργησαν κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί μέχρι τότε, ένα είδος αξεσουάρ που δεν σταμάτησε ποτέ να αναπλάθει, να συζητά και να προσδιορίζει την ιστορία μας μέσα στις πόλεις και τα γήπεδα. Τα sneakers είναι λες κι έχουν φτιαχτεί για να είναι τα ηχεία των προσδοκιών μας σχετικά με την ποπ κουλτούρα.
Είναι τα παπούτσια που δείχνουν την ισχύ και την τάση μόδας, αρκεί να τα φοράς καθαρά και φροντισμένα.
Τα χρόνια πέρασαν και μαζί τους δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Τα σπορ αναγεννήθηκαν πλέον ως κάτι χρήσιμο και προσιτό. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60 η adidas έβαζε τις χαρακτηριστικές 3 ρίγες της στα παπούτσια του 80% των αθλητών σε Ολυμπιακούς Αγώνες και κλασικά αθλήματα, αλλά ποτέ σε αυτά της νεολαίας της Αμερικής. Ο Chris Severn πείθει τον Horst Dassler, γιο του ιδρυτή της adidas, Adi Dassler, να βάλουν καινούργια παπούτσια σε ένα άθλημα που είχε ξεκινήσει ήδη να ραγίζει τις καρδιές της Αμερικής, το μπάσκετ.
Οι αθλητές του μπάσκετ έπαιζαν από το 1900 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '60 με τα ίδια ακριβώς παπούτσια, τα υφασμάτινα μποτάκια της Converse ή της Pro-Keds Royals. O Chris Severn δούλεψε μαζί με την adidas και σχεδίασαν το 1964 το adidas Supergrip, εξ ολοκλήρου από δέρμα, 30% πιο ελαφρύ από άλλα παπούτσια και μ' εκείνη τη χαρακτηριστική μύτη από λάστιχο, η οποία έγδερνε λιγότερο το παρκέ αλλά έδινε μεγαλύτερη σταθερότητα. Το μοντέλο Supergrip υπήρχε και σε μποτάκι που έφερε το λιτό όνομα «Pro Model».
Οι πωλήσεις ήταν απογοητευτικές. Κανένας δεν ήθελε να αποχωριστεἰ τα υφασμάτινα μποτάκια του, γιατί, πολύ απλά, ως συνήθως, κανένας δεν θέλει να αλλάζει τις συνήθειές του (ἀλλο ένα μεγάλο χαρακτηριστικό του ανθρώπου). Μια ομάδα όμως το τόλμησε. Η San Diego Rockets και ο προπονητής της Jack McMahon, που αποφάσισε να φορέσει η ομάδα του για πρώτη φορά στην ιστορία δερμάτινα αθλητικά παπούτσια στους αγώνες, τα adidas Supergrip. H αρχή είχε γίνει. Το 1969 oι Boston Celtics κέρδισαν το πρωτάθλημα NBA φορώντας τις 3 ρίγες και το όνομα άλλαξε και επισήμως σε «superstar».
Η δεκαετία του '70, όμως, υποδέχτηκε το μπάσκετ στην Αμερική με άλλους όρους, καθώς οι ίδιοι οι αθλητές του ΝΒΑ έφερναν μαγκιά και ανάστημα από τους δρόμους και τα γήπεδα όπου έπαιζαν παιδιά. Το άθλημα απέκτησε διαφορετικό κύρος και έγραψε τις πρώτες σελίδες της μυθολογίας, όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα. Το μπάσκετ ένωνε πάρα πολλούς ανθρώπους από διαφορετικά στρώματα σε μια καθοριστική και δύσκολη στιγμή για την Αμερική, γύρω στα μέσα του '70. Κάπου στο 1974 ο Chris Severn θα ζητήσει από τον Horst τα adidas Superstar να αποκτήσουν τον δικό τους αθλητή/εκπρόσωπο. Διαλέγουν την πιο επιδραστική φυσιογνωμία του αμερικανικού μπάσκετ εκείνη τη στιγμή, τον θρυλικό Kareem Abdul-Jabbar που για το ιλιγγιώδες για την εποχή ποσό των 25.000 δολαρίων ανά έτος γίνεται ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του NBA που αποκτά συμβόλαιο εκπροσώπησης με εταιρεία αθλητικών ειδών.
Η δεκαετία του '70 φέρνει μαζί της μια κομβική στιγμή για τη Νέα Υόρκη. Εκεί που ξεκινά να τινάζει αποπάνω της το γκλίτερ της ντίσκο, έρχεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή οικονομική και ηθική κρίση που τη φέρνει στο σημείο να πρέπει να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της. Το μπάσκετ και το χιπ χοπ είναι οι δυο δυνάμεις που βοηθούν το Μπρονξ και γενικότερα τις ξεχασμένες περιοχές της πόλης αυτής να ενωθούν και να αφήσουν το δικό τους ανεξίτηλο μέχρι σήμερα στίγμα. Στα υπέροχα πορτρέτα των κατοίκων εκείνων των περιοχών από τον θρυλικό Jamal Shabazz βλέπουμε τα παπούτσια του μπάσκετ περήφανα να περιγράφουν τη ζωή που θέλουν να ζήσουν οι κάτοχοι τους, τον σεβασμό που θέλουν κερδίσουν από τους άλλους. Είναι τα παπούτσια που δείχνουν την ισχύ και την τάση της μόδας, αρκεί να τα φοράς καθαρά και φροντισμένα. Τα Superstar είναι το σημάδι υπεροχής της μαύρης δύναμης στα πόδια του Jabbar, η οποία προχωράει στα πόδια των κατοίκων της Νέας Υόρκης και ενός γκρουπ-εκπροσώπου αυτής της πόλης και αυτής της ομάδας που θα αλλάξει το χιπ χοπ για πάντα, των Run DMC.
Ήταν το γκρουπ που έφερε τα πορτρέτα του Jamal Shabazz στην τηλεόραση. Ντυνόντουσαν ακριβώς με το στυλ των δρόμων της Νέας Υόρκης, πάντα με adidas Superstar, πολλές φορές χωρίς κορδόνια, κλείσιμο του ματιού στην αναγκαστική συνήθεια των φυλακισμένων, στους οποίους απαγόρευαν τα κορδόνια. Οι Run DMC μέχρι το 1985 ήταν το πρώτο γκρουπ χιπ χοπ που είχε βίντεό του στο MTV, εξώφυλλο στο «Rolling Stone» και συμμετοχή στο Live Aid. Τότε είναι που έβγαλαν το τραγούδι «My adidas», ένα γράμμα αγάπης στα Superstar, που απαντά σε όσους τους κατηγορούν ότι φορούν τα παπούτσια τους σαν κατάδικοι με σκοτεινό, παράνομο παρελθόν. Στο τραγούδι τους περιγράφουν πώς λάτρεψαν και στη συνέχεια υποστήριξαν αυτό το ζευγάρι παπούτσια («I wore my sneakers, but I am not a sneak», «I bought em off the Ave with the tags still in em»), διευκρινίζοντας πως αυτά είναι παπούτσια ενδυνάμωσης, όχι παρανομίας. Έναν χρόνο μετά, και ενώ τραγουδούν στο κατάμεστο Madison Square Garden, o Angelo Anastasio, στέλεχος της adidas, προσκεκλημένος του Lyor Cohen, του τότε road manager τους, παρακολουθεί τη συναυλία. Εκείνος είδε με τα ίδια του τα μάτια πάνω από 10.000 άτομα να σηκώνουν στον αέρα τα adidas τους κάθε φορά που τους το ζητούσε το συγκρότημα. Μέσα σε λίγες μέρες οι Run DMC έγιναν το πρώτο χιπ χοπ συγκρότημα που έκανε συμβόλαιο εκατομμυρίων με τη δέσμευση να φορούν αποκλειστικά adidas. Σύμφωνα με το γκρουπ, αυτή η συνεργασία έδειξε πως το ραπ δεν είναι κάτι περαστικό, ούτε πυροτέχνημα, αλλά κομμάτι της κουλτούρας μας, ισάξιο με άλλα είδη μουσικής.
Η τεράστια επιρροή των Run DMC δεν επρόκειτο να σταματήσει. Το 1992, τα πνευματικά παιδιά των Run DMC, οι Beastie Boys, εμφανίζονται στο εξώφυλλο του πρώτου τους δίσκου φορώντας κι εκείνοι adidas Superstar. H generation x επαναπροσδιορίζει τη σχέση της με τα σύμβολα του παρελθόντος της και μια συγκεκριμένη ομάδα βρίσκει τη χρηστικότητα της λαστιχένιας μύτης των Superstar το ίδιο συναρπαστική με τους παίκτες του μπάσκετ τη δεκαετία του 70. Είναι oι skateboarders.
Run-DMC - My Adidas
Τα '90s είναι η τελευταία περίοδος που το χιπ χοπ και το σκέιτ θα παίξουν αθώα μεταξύ τους μέχρι να ανακαλύψουν αυτό που σήμερα συντιστά το μοντέρνο ένδυμα, καθώς βρίσκονται στις απαρχές του σημερινού streetwear. Το 2003 o Ιάπωνας Nigo, ιδρυτής της μάρκας Bathing Ape, «χτίζει» τον εαυτό του μέσα στην adidas και βλέπει τα Superstar σαν ένα καμβά απόλυτα έτοιμο να δεχτεί οτιδήποτε. Μέσα από τα δικά του χέρια του και τα χέρια άλλων σχεδιαστών τα Superstar ενίσχυσαν τη μόδα του streetwear, ενός από τους πιο ισχυρούς δεσμούς μεταξύ χιπ χοπ και σκέιτ σήμερα. Σήμερα, 50 χρόνια μετά, υπάρχουν ελάχιστα κομμάτια ένδυσης που έχουν την ίδια διαχρονική αξία και αποπνέουν την ίδια αίσθηση ασφάλειας και υπεροχής με ένα ζευγάρι Superstar. Είναι σαν η λαστιχένια μύτη του να είναι φτιαγμένη από μαγνήτη που τραβάει τις αλλαγές.
Κάθε φορά που αποφασίζεις να τα φορέσεις τις κρατάς όλες μαζί σου, ενθύμιο και υπενθύμιση του πώς φτιάχτηκε το μοντέρνο.