ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ που συχνά απασχολεί ενήλικες και παιδιά είναι το χαμηλό ή οριακό επίπεδο βιταμίνης D3, κάτι που θα φανεί σε μια τυχαία αιματολογική εξέταση. Αν σκεφτούμε πως η βιταμίνη D3 συντίθεται με την έκθεσή μας στον ήλιο, πράγματι μας προκαλεί εντύπωση πως σε μια χώρα με τέτοια ηλιοφάνεια υπάρχει τόσος κόσμος με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D3, ανεξάρτητα από το φύλο και την ηλικία. Γιατί λοιπόν συμβαίνει αυτό;
Χαμηλότερη έκθεση στον ήλιο
Για αρχή, η έκθεσή μας στον ήλιο είναι χαμηλότερη απ’ όσο πιστεύουμε. Ζούμε, εργαζόμαστε, σπουδάζουμε κυρίως στο προστατευμένο και στεγασμένο περιβάλλον των κατοικιών, των γραφείων και των σχολείων και μετακινούμαστε συνήθως με οχήματα όπως αυτοκίνητα ή μέσα μεταφοράς. Όλα αυτά αυτομάτως σημαίνουν πως η έκθεσή μας στον ήλιο είναι χαμηλότερη απ’ όσο πιστεύουμε.
Μέτρα ηλιοπροστασίας
Από την άλλη, όταν βρισκόμαστε στον ήλιο, έχουμε επιπλέον ηλιοπροστασία: φοράμε ρούχα που μειώνουν την έκθεσή μας στον ήλιο, καπέλα και αντηλιακό. Βέβαια, αν η ερώτηση είναι τι είναι πιο σημαντικό, η προφύλαξη του δέρματός μας από τις σχετιζόμενες με τον ήλιο κακοήθειες ή η αύξηση των επιπέδων βιταμίνης D με έκθεση στον ήλιο, η απάντηση είναι φυσικά το πρώτο.
Σωματικό λίπος
Οι μελέτες παρατήρησης σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες δείχνουν πως το υψηλό σωματικό λίπος συνδέεται με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο σώμα μας. Παρόλο που ο ακριβής μηχανισμός δεν είναι ξεκάθαρος, φαίνεται πως η βιταμίνη D, ως λιπόφιλη βιταμίνη, δεσμεύεται στο σωματικό λίπος και δεν απορροφάται.
Βιταμίνη D από τροφές
Σύμφωνα με μελέτες, η βιταμίνη D που υπάρχει στις τροφές υποδιπλασιάζεται κατά μέσο όρο κάθε μία εικοσαετία. Χονδρικά δηλαδή η βιταμίνη D στις τροφές που τρώγαμε το 2000 ήταν διπλάσια σε σχέση με σήμερα, το 1980 ήταν τετραπλάσια και το 1960 ήταν οκταπλάσια κ.ο.κ.
Αυτό συμβαίνει για τους εξής λόγους: αφενός τα ζώα που καταναλώνουμε δεν εκτίθενται πλέον στον ήλιο. Πρόκειται για ζώα που μεγαλώνουν σε στάβλους με στόχο να αποδίδουν περισσότερο κρέας, άρα ήδη η σύνθεση της βιταμίνης D είναι χαμηλή. Αυτό όμως σημαίνει πως το κρέας και τα γαλακτοκομικά που θα καταναλώσουμε εμείς με τη σειρά μας είναι φτωχά σε βιταμίνη D αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά τα φρούτα και τα λαχανικά, παρατηρούμε αντίστοιχους μηχανισμούς στα οπωροκηπευτικά των θερμοκηπίων: οι ακτίνες που προκαλούν την παραγωγή της βιταμίνης D2 (πρόδρομος της D3), φιλτράρεται από την ίδια την κατασκευή των θερμοκηπίων, με αποτέλεσμα να είναι και μικρότερη η ποσότητα που λαμβάνουμε μέσω τροφής.
Ηλικία
O μηχανισμός σύνθεσης βιταμίνης D3 φαίνεται να υπολειτουργεί όσο μεγαλώνουμε: στο δέρμα μας όλοι έχουμε μια προβιταμίνη που ονομάζεται 7-δεϋδροχοληστερόλη. Όταν αυτή ερχόμαστε σε επαφή με την ακτινοβολία UVB, η προβιταμίνη αυτή μετατρέπεται σε βιταμίνη D3, είναι δηλαδή πρόδρομός της. Δυστυχώς, όσο μεγαλώνουμε μειώνεται η συγκέντρωση αυτής της προβιταμίνης στο δέρμα μας, κάτι που συνεπάγεται και χαμηλότερα επίπεδα D3.
Ατμοσφαιρική ρύπανση
Μαζί με τα υπόλοιπα προβλήματα που δημιουργεί, η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D3. Αυτό παρατηρήθηκε αρχικά σε μεγάλες σε μεγάλα αστικά κέντρα με ρύπανση, όπου φάνηκε πως ο πληθυσμός είχε χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D σε σχέση με κατοίκους της υπαίθρου. Αυτό συμβαίνει γιατί στη ρύπανση δεσμεύεται η ακτινοβολία UVB που είναι απαραίτητη για τη σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα.
Μελανίνη
Φαίνεται πως ο μηχανισμός παραγωγής μελανίνης παίζει και αυτός έναν μικρό ρόλο, αναχαιτίζοντας τη σύνθεση της D3: πράγματι, οι άνθρωποι που μαυρίζουν περισσότερο έχουν σχετικά μικρότερα επίπεδα βιταμίνης D3 σε σχέση με αυτούς που δεν μαυρίζουν. Άρα αν το δέρμα μας μαυρίζει εύκολα, δεν ξεχνάμε να ελέγξουμε τη βιταμίνη D3 στον ετήσιο προληπτικό μας έλεγχο.
Χρόνιες παθήσεις
Όπως και με άλλες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, η έλλειψη της βιταμίνης D3 συνδέεται και με μια σειρά παθήσεων. Έτσι, ασθενείς με χρόνιες παθήσεις όπως η κυστική ίνωση, η κοιλιοκάκη, η νόσος του Crohn ή ελκώδης κολίτιδα είναι πολύ πιθανόν να παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα και εκεί συστήνεται η συστηματική λήψη συμπληρωμάτων διατροφής μαζί με τακτικούς ελέγχους.
Μια ερώτηση που συχνά προκύπτει στη συζήτηση για τη βιταμίνη D είναι το κατά πόσο έγινε μόδα. Πώς ξαφνικά οι περισσότεροι ανακαλύψαμε πως πάσχουμε από έλλειψή της; Η αλήθεια είναι πως για πολλά χρόνια τα επίπεδά της δεν εξετάζονταν στον τυπικό αιματολογικό έλεγχο.
Αν ανατρέξουμε για παράδειγμα σε ετήσιους ελέγχους της δεκαετίας του ‘90 ή ακόμη και του 2000, σπάνια θα βρούμε γιατρούς να συνταγογραφούν την εξέτασή της και η αλήθεια είναι πως είμαστε τυχεροί που ζούμε σε μια εποχή στην οποία ανακαλύπτουμε ολοένα και περισσότερα για τη σημασία και τους ρόλους της και στην οποία ο έλεγχός της έχει γίνει τόσο προσβάσιμος.