Για πολλά, πάρα πολλά χρόνια, μια γυναίκα έγραφε για την άγρια διδακτική περιπέτεια της, για το πώς είναι να πάσχει ένας άνθρωπος από διπολική διαταραχή. Έγραψε με ψευδώνυμο, χωρίς να φείδεται λεπτομερειών για τα φάρμακα, τις παρενέργειες, τις φορές που χρειάστηκε να νοσηλευτεί, 4 για την ακρίβεια, οι 2 από αυτές, όταν έγινε μητέρα. Τη μία φορά, μάλιστα, οδηγήθηκε στο νοσοκομείο με χειροπέδες, σιδηροδέσμια, μέσα σε έναν πέπλο ντροπής για το οποίο δεν ευθυνόταν.
Αυτή η γυναίκα έγραφε, πυκνά, σχεδόν καθημερινά, στην αρχή, για να επικοινωνήσει με άλλες μητέρες που έπασχαν από τη νόσο, γυρεύοντας τρόπους να συνεχίσουν τη ζωή τους ομαλά, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, όπως όλες οι άλλες γυναίκες. Μέχρι που αποφάσισε να εγκαταλείψει το ψευδώνυμο, να γράψει ανοιχτά με το όνομα της, παρά το ότι οι γονείς και οι φίλοι της τη συμβούλευαν να μην το κάνει, γιατί ο κόσμος ποτέ δεν θα καταλάβει, ποτέ δεν θα ανεχθεί, ποτέ δεν θα αντιληφθεί το κόστος μιας ζωής που υποφέρει από κάποιο ψυχικό νόσημα.
Η Jennifer Marshall δεν τους άκουσε και το 2013 υπέγραψε το κομμάτι στο blog που διατηρούσε τότε, κράτησε την ανάσα της, πάτησε το κουμπί με την ένδειξη "publish" και μετά με αγωνία περίμενε τις αντιδράσεις. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα της Marshall, που κατοικούσε στο Ashburn και στο πλαίσιο μιας κλειστής κοινωνίας συμπεριφερόταν με φόβο και ενοχή, απέναντι σε κάτι που της κληροδοτήθηκε, χωρίς να ευθύνεται.
Το παράδειγμα της είχαν ακολουθήσει εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, δημιουργώντας μία πανίσχυρη, ολοζώντανη, πανανθρώπινη στρατιά εναντίον των ψυχικών νόσων και του ακατανόητου αισθήματος ντροπής που γδέρνει ακόμη περισσότερο τις ψυχές αυτών των ανθρώπων.
Οι αντιδράσεις ήταν μόνο θετικές. Άνθρωποι που πάλευαν για χρόνια με τη διπολική διαταραχή έσκαγαν κατά κύματα με συμβουλές και θετική ενέργεια στο blog της. Παρέθεταν με ψυχραιμία, ειλικρίνεια και σοβαρότητα τη δική τους εμπειρία από μία πάλη που συνεχιζόταν με τη μέρα, που δεν σταματούσε ποτέ και γι' αυτό τους έκανε τόσο πολύτιμους.
"Όταν συναντάς κάποιον που έχει βρεθεί εκεί που ήσουν, έχει αντιμετωπίσει με δύναμη το πρόβλημα και ξέρει με τι παλεύεις εσύ, αυτό που παίρνεις είναι μόνο δύναμη", λέει η Marshall, χωρίς να μετανιώσει ούτε λεπτό που κοινοποίησε την ιστορία της και αποφάσισε να γράψει με το όνομα της.
Η δική της γενναία απόφαση και το κύμα που δημιούργησε μέσα από το διαδίκτυο, σταδιακά κατέλαβε τα social media. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι που για καιρό υπέφεραν από το στίγμα κάποιας ψυχικής νόσου, έπαιρναν θάρρος να αποκαλύψουν την ιστορία τους και το ονοματεπώνυμο τους. Όσοι περισσότεροι αποφάσιζαν να το κάνουν, άλλοι τόσοι εμφανίζονταν την επόμενη μέρα το ίδιο γενναίοι.
Κάτι που ξεκίνησε το 2013 ως απόφαση μιας γυναίκας να παλέψει και μάλιστα όχι μόνη και όχι κρυπτόμενη, στις αρχές του 2016 είχε ήδη γίνει κίνημα: το παράδειγμα της είχαν ακολουθήσει εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, δημιουργώντας μία πανίσχυρη, ολοζώντανη, πανανθρώπινη στρατιά εναντίον των ψυχικών νόσων και του ακατανόητου αισθήματος ντροπής που γδέρνει ακόμη περισσότερο τις ψυχές αυτών των ανθρώπων.
Και φυσικά κάτι που γίνεται στα social media έχει τους δικούς του νόμους και τους δικούς του κώδικες: τα hashtags #imnotashamed (μτφ.: Δεν ντρέπομαι) και #sicknotweak (μτφ: Ασθενής, όχι αδύναμος) από την αρχή του έτους έως πριν από λίγες μέρες χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον. 75.000 tweets συγκέντρωσε το πρώτο hashtag και 139.000 το δεύτερο. Ένα αντίστοιχο κίνημα που δημιουργήθηκε στον Καναδά και με το hashtag #BellLetsTalk, μέχρι στιγμής έχει συγκεντρώσει 6,8 εκ. tweets, προβληματίζοντας την επιστημονική κοινότητα, ευτυχώς, όμως, για όλους τους σωστούς λόγους.
Όπως λέει ο Glen Coppersmith, καθηγητής στατιστικής και ανάλυσης για χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Johns Hopkins, το να συγκεντρώνει υλικό από τη διαδικτυακή ανάπτυξη του κινήματος ήταν κάτι το πραγματικά εντυπωσιακό, αφού όπως λέει από το 2014 και μετά, σε καθημερινή βάση χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε κάτι που ξεκίνησε αυθόρμητα και συνέχισε έτσι χωρίς καμία κατεύθυνση ή συντονισμό.
"Κάποια από αυτά τα tweets ήταν για απλώς για να δηλώσουν ανοιχτά ότι έπασχαν από κάποια ψυχική νόσο. Κάποια άλλα ήταν μία εξήγηση για συμπεριφορές του παρελθόντος, που οι γύρω τους ίσως να μην καταλάβαιναν. Όλα, όμως - και αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό, ήταν από καρδιάς", λέει ο Coppersmith, ο οποίος εδώ και μερικά χρόνια καταγράφει και συλλέγει data,για την πορεία του κινήματος σε συνδυασμό με τη χρήση των social media. Γιατί; Διότι, πρόκειται για μία σχεδόν χειροπιαστή απόδειξη του τρόπου με τον οποίο μερικά hashtags έδωσαν κουράγιο σε ανθρώπους με ψυχικές νόσους να τσακίσουν τα στερεότυπα και να σταθούν πάνω από τους φόβους και τις ακατανόητες ενοχές τους.
"Τώρα πια είμαστε μια πολύ πιο ευαισθητοποιημένη κοινωνία σε ότι αφορά τις ψυχικές νόσους", επισημαίνει, επιχειρώντας να εξηγήσει το φαινόμενο η Bernice Pescosolido, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και με ειδικότητα στην εξάλειψη του στίγματος από ανθρώπους που υποφέρουν από αυτό στην καθημερινότητα τους. "Το απολύτως θετικό είναι ότι σκεφτόμαστε πια διαφορετικά και προσεγγίζουμε με περισσότερη θέρμη ζητήματα φυλής, φύλου και υγείας εν γένει", εξηγεί.
Βέβαια, όλο αυτό, πέρα από τις στατιστικές και τις αναλύσεις, εξακολουθεί να είναι η γενναία κίνηση της Marshall που το blog της ακόμη γεμίζει με μαρτυρίες και προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που παλεύουν με εχθρούς όπως η κατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, αλλά τουλάχιστον προσπαθούν να εξορίσουν από τη ζωή τους, έναν άλλο αχρείαστο εχθρό: τα παράξενα βλέμματα και την περιφρόνηση του κοινωνικού σώματος που κάθε χρόνος που περνάει καταλαβαίνει όλο και περισσότερα για το τι σημαίνει να είναι κανείς διαφορετικός, όχι επειδή νοσεί, αλλά επειδή ξέρει να παλεύει.
Με στοιχεία από την Washington Post