ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΤΡΑΠΕΖΙΑ σχεδόν σε κάθε μπαρ και εστιατόριο της πόλης, αμέτρητες sold-out θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες, ξέφρενα πάρτι που ολοκληρώνονται αφού πρώτα έχουν εμφανιστεί στον ορίζοντα οι πρώτες ακτίνες του πρωινού ήλιου. Κλείνουμε μια τριετία από τότε που ο Covid-19 έκανε την εμφάνισή του στη χώρα μας και μοιάζει σαν η εποχή της πανδημίας και του ατέρμονου σερί των εγκλεισμών να αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν.
Κι όμως, στη μεταπανδημική «κανονικότητα» του φετινού χειμώνα υπάρχει ένα φαινόμενο που όλοι μας έχουμε συνδέσει με τις πιο σκοτεινές στιγμές της πανδημίας, το οποίο επιμένει να καλπάζει ανενόχλητο. Πάνω από την Αθήνα δεν αιωρείται ένα επιφώνημα ανακούφισης από τη λήξη της πανδημίας αλλά ένας ενοχλητικός επαναλαμβανόμενος ήχος: τον Γενάρη του 2023, σε τούτη εδώ την πόλη, εξακολουθούμε να βήχουμε όλοι.
Tο τελευταίο τρίμηνο οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος δεν πλήττουν απλώς σημαντικά περισσότερους ασθενείς αλλά διαρκούν και αρκετά περισσότερο.
Την περασμένη εβδομάδα έτυχε να παρακολουθήσω τη Φάλαινα του Αρονόφσκι σε μια κατάμεστη κινηματογραφική αίθουσα της Αθήνας, όπου ο βήχας των θεατών ακουγόταν σχεδόν με την ίδια συχνότητα που ο χαρακτήρας που ενσάρκωνε ο Μπρένταν Φρέιζερ ξεστόμιζε αθυροστομίες.
Μια μέρα αργότερα, σε ένα φρενήρες πάρτι γενεθλίων στο οποίο παρευρέθηκα, τα χορευτικά breakdances εναλλάσσονταν με τους ήχους των απότομων εκπνοών των καλεσμένων. Στην πολυκατοικία μου πλέον αστειευόμαστε με τις γειτόνισσές μου πως αντιλαμβανόμαστε την είσοδο κάποιου ενοίκου όχι από τον ήχο της πόρτας και των βημάτων αλλά από τον επαναλαμβανόμενο βήχα που αντηχεί σαν ριπή όπλου στα σκαλιά του κτιρίου.
Δεν είναι απλώς μια προσωπική μου παρατήρηση ούτε ένα φαινόμενο που περιορίζεται μονάχα στην Αθήνα. Εκατοντάδες γιατροί και επιστήμονες στην Ευρώπη παρατηρούν με ανησυχία πως το τελευταίο τρίμηνο οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος δεν πλήττουν απλώς σημαντικά περισσότερους ασθενείς αλλά διαρκούν και αρκετά περισσότερο. Εν ολίγοις, ο βήχας σήμερα βρίσκεται παντού και δεν έχει σταματημό.
«Μερικές από τις τρέχουσες λοιμώξεις του αναπνευστικού που κυκλοφορούν διαρκούν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο, κι αυτό έχει παρατηρηθεί τόσο από γιατρούς όσο και από τους ίδιους τους ασθενείς», σημειώνει χαρακτηριστικά η Kamila Hawthorne, Βρετανή καθηγήτρια και πρόεδρος του Βασιλικού Κολεγίου Γενικών Ιατρών.
«Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως δεν είμαστε απολύτως σίγουροι γιατί συμβαίνει αυτό», συμπληρώνει. «Το μεγαλύτερο μέρος των ασθενών είχε απομονωθεί τους δύο τελευταίους χειμώνες, οπότε ίσως αυτό μείωσε την αντοχή τους στις λοιμώξεις και καθιστά πιο πιθανό να κολλήσουν τώρα ασθένειες που δεν είχαν τα προηγούμενα χρόνια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, λοιπόν, ο βήχας μπορεί να είναι αποτέλεσμα επανειλημμένων μολύνσεων».
Πράγματι, τον φετινό χειμώνα, πάρτι, εκτός από τους Αθηναίους, κάνουν και η γρίπη, o αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV), o μεταπνευμονοϊός και μια σειρά από μικρόβια που μεταδίδονται μέσω σταγονιδίων και στενών επαφών. Από την εξίσωση των φετινών λοιμώξεων δεν λείπει φυσικά ο Covid-19, καθώς η προστασία λόγω του μαζικού εμβολιασμού αντισταθμίζεται από την επικράτηση πιο μεταδοτικών μεταλλάξεων που κάνουν την εμφάνισή τους και στη χώρα μας.
Ωστόσο, σύμφωνα με πηγές από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Αθήνας, οι δύο πρωταγωνιστές της φετινής σεζόν είναι η εποχική γρίπη και ο RSV, ένας πολύ κοινός ιός της βρεφικής και παιδικής ηλικίας που προκαλεί έντονο βήχα στους ενήλικες και μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονία, ειδικά στις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες.
«Όλοι έχουν γρίπη και RSV, μιλάμε για πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα από τον Covid τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή», εκμυστηρεύεται γιατρός του Ιπποκράτειου Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών, παρότι προσθέτει πως η πίεση στα κρεβάτια του νοσοκομείου είναι σήμερα πολύ πιο διαχειρίσιμη από την περίοδο των γιορτών, όταν η έξαρση των εποχικών λοιμώξεων κορυφώθηκε απότομα.
Από την άλλη, η συμβολή της πανδημίας του κορωνοϊού στις αλλεπάλληλες λοιμώξεις του αναπνευστικού και στην εσαεί παράταση του βήχα δεν εντοπίζεται μονάχα στη μείωση της αντοχής του ανοσοποιητικού μας λόγω της κοινωνικής απομόνωσης της τελευταίας τριετίας. Έχει να κάνει και με την «κόπωση» απέναντι στα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας που οφείλεται στην εποχή του ατελείωτου εγκλεισμού.
Η συμμετοχή του πληθυσμού στον φετινό αντιγριπικό εμβολιασμό, άλλωστε, ήταν εμφανώς πιο χλιαρή, ενδεχομένως ως αποτέλεσμα της «κούρασης» της κοινωνίας από τα εμβολιαστικά προγράμματα.
Παρομοίως, ελάχιστοι είναι εκείνοι που αποφεύγουν τους κλειστούς και συνωστισμένους χώρους όταν παρουσιάζουν συμπτώματα βήχα, αγνοώντας το γεγονός πως δεν κινδυνεύουν απλώς να μεταδώσουν την ασθένειά τους σε περισσότερους αλλά και πως σίγουρα θα ερεθίσουν ακόμα περισσότερο το ήδη πάσχον τραχειοβρογχικό τους δέντρο λόγω της κακής ποιότητας του αέρα που θα εισπνεύσουν. Μοιάζει σχεδόν σαν να αγνοούμε ή να επαναστατούμε σκοπίμως απέναντι στα διδάγματα που αντλήσαμε από την πανδημία.
Από την άλλη, βέβαια, ούτε η υπερβολική αντίδραση στον βήχα αποδεικνύεται χρήσιμη. Άλλωστε, στην πραγματικότητα ο βήχας από μόνος του δεν αποτελεί κάποια ασθένεια αλλά ένα απαραίτητο αντανακλαστικό του οργανισμού καθώς εκείνος προσπαθεί να απομακρύνει επιβλαβείς ουσίες από τους πνεύμονες.
Δεν βοηθάει κανέναν το να αναζητούμε αντιβιοτικά με το που εμφανίζεται το σύμπτωμα, εκτός από τους ιούς, που όχι μόνο δεν επηρεάζονται από την αντιβίωση αλλά γίνονται ακόμα πιο ανθεκτικοί απέναντί της. Ούτε βοηθά το να καταφεύγουμε σε διάφορα αντιβηχικά σιρόπια αμφιβόλου προέλευσης, όπως αυτά που πρόσφατα ξεκίνησε να ερευνά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για να εντοπίσει τα «απαράδεκτα επίπεδα» τοξινών που συναντώνται στα σκευάσματα αυτά.
Όχι, για να «κόψουμε τον βήχα» της φετινής τριπλής επιδημίας γρίπης-RSV-Covid τα όπλα μας είναι πλέον ευρέως γνωστά: τακτικό πλύσιμο των χεριών, καλή υγιεινή, κοινωνική απομόνωση με την εμφάνιση των συμπτωμάτων και τακτικοί εμβολιασμοί. Το ερώτημα είναι αν παραείμαστε κουρασμένοι από την τριετία της πανδημίας για να τα αξιοποιήσουμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.