Τα καλύτερα πράγματα που είδαμε, δοκιμάσαμε και «ποθήσαμε» αυτή την εβδομάδα.
Στα ισπανικά λέγεται flan. Στα αγγλικά caramel custard. Στα γαλλικά crème caramel. Στην Ελλάδα την αποκαλούμε κρέμα καραμελέ – είναι το γλυκό που αποδεικνύει ότι το κλασικό δεν είναι ποτέ βαρετό και πως η απλότητα μπορεί να είναι πανίσχυρη.
Αν και οι ρίζες του φτάνουν στην αρχαία Ρώμη, το γλυκό όπως το γνωρίζουμε σήμερα απέκτησε την τελική του μορφή στη Γαλλία. Εκεί εξελίχθηκε σε μια πιο ντελικάτη εκδοχή, αρωματισμένη με ροδόσταγμα ή ξύσμα εσπεριδοειδών, ψημένη au bain-marie μέχρι να καταλήξει σε μια λεία, παγωμένη κρέμα με υγρή καραμέλα από πάνω.
Η κρέμα καραμελέ δεν είναι κρεμ μπρουλέ – θα μπορούσαμε να τις θεωρήσουμε μακρινές ξαδέλφες, ωστόσο. Για πολλούς, αυτή η κρέμα είναι η γεύση της παιδικής ηλικίας: το κομψό αλλά ταυτόχρονα ταπεινό γλυκό που έβαζες στο καλό σερβίτσιο όταν είχες τραπέζι, αλλά και αυτό που ανακάλυπτες ξεχασμένο στο πίσω ράφι του ψυγείου.
Τώρα τη βλέπεις σπανιότερα. Μπορείς, ωστόσο, και να τη βρεις και να την απολαύσεις ακριβώς όπως τότε, τόσο στην κλασική της όσο και σε πιο φίνα εκδοχή.
Ένα από τα παλαιότερα ζαχαροπλαστεία της Αθήνας. Ο Βάρσος λειτουργεί από το 1892, ενώ βρίσκεται στην Κηφισιά από το 1922, πάντα ίδιος, χωρίς ανακαινίσεις, χωρίς μοντέρνα στοιχεία. Παραμένει παραδοσιακός, όπως και οι συνταγές του. Η μαρέγκα του είναι αέρινη, τα σιροπιαστά του σερβίρονται σε πήλινα, οι κρέμες και τα ρυζόγαλα σε κεσεδάκια από γιαούρτι – και η κρέμα καραμελέ του το ίδιο. Σου δίνει αυτήν την αίσθηση του σπιτικού που, ας είμαστε ειλικρινείς, συχνά σου λείπει.
Κασσαβέτη 5, Κηφισιά, 210 8012472
Το νέο κεφάλαιο του «πλέον απολαυστικού κέντρου των Αθηνών» έχει ξεκινήσει. Ο χώρος έχει αναδιοργανωθεί και, ενώ μοιάζει επιβλητικός με την πρώτη ματιά, σου δίνει τη σιγουριά ότι αυτό που διαβάζεις στον κατάλογο είναι και αυτό που θα δεις στο πιάτο σου και αυτό που θα γευτείς. Η κρέμα καραμελέ, που ανήκει σταθερά στο μενού, δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι ακριβώς αυτή που φαντάζεσαι, και λίγο καλύτερη.
Κήποι Ζαππείου, 214 4099800
Από το γαλακτοπωλείο του Κώστα Δασκαλάκη (Τζίφρης είναι το παρατσούκλι του, με το οποίο τον γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος) στο Παγκράτι θα πάρεις κρέμα καραμελέ σε κεσεδάκι, για να την έχεις στο ψυγείο σου για ώρα ανάγκης – δηλαδή για όποτε θέλεις ένα comfort, δροσερό γλυκάκι.
Υμηττού 60, Παγκράτι, 210 7231625
Το Pharaoh από τον περσινό Δεκέμβρη ανήκει στην κατηγορία Bib Gourmand (καλή σχέση ποιότητας-τιμής) του οδηγού Michelin. Το wine-bar restaurant επαναπροσδιορίζει την κλασική ελληνική κουζίνα διατηρώντας την αυθεντικότητά της. Δεν έχουν επενδύσει σε τυπικούς ηλεκτρικούς φούρνους, δεν χρησιμοποιούν φυσικό αέριο. Αναδεικνύουν τη δύναμη του ξύλου με τον ξυλόφουρνο, βάζοντας κατσαρόλες πάνω σε στόφες. Παραδοσιακά, ταυτόχρονα φίνα και μοντέρνα: αυτά είναι τα πιάτα του Pharaoh, αυτή είναι και η κρέμα καραμελέ που σου προσφέρει. Σαν της γιαγιάς, αλλά πιο σύγχρονη και ντελικάτη.
Σολωμού 54, Εξάρχεια, 210 3808412
Ένα ακόμα εστιατόριο που ανήκει στον οδηγό Michelin, στην κατηγορία Main Selection. Εδώ θα βρεις μια πιο γαστρονομική εκδοχή της κρέμας καραμελέ, μην περιμένεις κάτι παραδοσιακό. Ο σεφ Aladin Parodi εμπλουτίζει τα πιάτα του με εξαιρετική δεξιοτεχνία, δίνοντας έμφαση στα υλικά υψηλής ποιότητας, και δημιουργεί πιάτα με γαλλική καταγωγή – η σύζυγός του, Christine Parodi, διαχειρίζεται την κάβα κρασιών, η οποία διαθέτει μεγάλη ποικιλία από επίσης γαλλικές ετικέτες.
Αγγέλου Σικελιανού 8, 211 1829109
Το Fatsio βρίσκεται στην οδό Ευφρονίου στο Παγκράτι από το 1969. Είναι το μαγαζί στο οποίο έτρωγαν ο Σεφέρης, ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Πιστό στις αξίες του παραδοσιακού «μαμαδίστικου» φαγητού, από τις 12 το μεσημέρι ως τις 6 το απόγευμα σερβίρει πιάτα εμπνευσμένα από την πολίτικη και την ελληνική κουζίνα. Εδώ θα δοκιμάσεις την κρέμα καραμελέ την παραδοσιακή, την κλασική.
Ευφρονίου 5, Παγκράτι, 210 7217421
H έκρηξη στην αγορά αρωμάτων που συντελείται παγκοσμίως δεν άφησε την Ελλάδα εκτός, αφού όλα τα exclusive brands αρωμάτων είναι πλέον διαθέσιμα και εδώ. Frederic Male, Penhaligon’s, Byredo είναι μόνο λίγα από τα ονόματα που μονοπωλούν πλέον την αγορά. Εμείς όμως αγαπάμε αυτό που δεν είναι διαθέσιμο εδώ αλλά χάρη στο ίντερνετ μπορείς να το αποκτήσεις και αξίζει τον κόπο. Τα αρώματα Le Labo είναι ό,τι πιο ωραίο και νεανικό μυρίσαμε τελευταία.
Η Le Labo ιδρύθηκε το 2006 στη Νέα Υόρκη από δύο φίλους με μια εντελώς αντισυμβατική φιλοσοφία για τον κόσμο της αρωματοποιίας. Ο Fabrice Penot και ο Edouard Roschi, απογοητευμένοι από τη μαζική παραγωγή, οραματίστηκαν ένα brand που θα επικεντρωνόταν στην αυθεντικότητα, τις υψηλής ποιότητας πρώτες ύλες και τη χειροποίητη δεξιοτεχνία. Η ιδέα ήταν τόσο απλή όσο και επαναστατική: κάθε άρωμα θα παρασκευαζόταν τη στιγμή της αγοράς, προσφέροντας στους πελάτες μια φρέσκια και απόλυτα αγνή οσφρητική εμπειρία. Αυτή η προσέγγιση, σε συνδυασμό με την άρνησή τους να ακολουθήσουν τις βιομηχανικές τάσεις, έκανε τη Le Labo να ξεχωρίσει από την πρώτη κιόλας ημέρα.
Τα καταστήματά της δεν θυμίζουν σε τίποτα τις συνηθισμένες boutique αρωμάτων. Δεν θα βρεις ράφια γεμάτα μπουκαλάκια, ούτε έτοιμες συσκευασίες. Αντ’ αυτού, η εμπειρία μοιάζει περισσότερο με είσοδο σε ένα παλιό φαρμακείο – ένα εργαστήριο όπου το άρωμά σου δημιουργείται αποκλειστικά για σένα. Η διαδικασία μοιάζει περισσότερο με ιεροτελεστία παρά με απλή αγορά, δίνοντας στο brand έναν ιδιαίτερα προσωπικό χαρακτήρα.
Το best-seller της Le Labo δεν είναι άλλο από το Santal 33, ένα άρωμα που, πολύ αθόρυβα, προκάλεσε επανάσταση. Γήινο και αισθησιακό, με το χαρακτηριστικό μείγμα από αυστραλιανό σανταλόξυλο, κάρδαμο και δέρμα, ξεπέρασε τους «κανόνες» των φύλων και εξελίχθηκε σε πολιτιστικό φαινόμενο. Έγινε το οσφρητικό ισοδύναμο ενός αγαπημένου τραγουδιού, χαραγμένου στη μνήμη. Το Santal 33 βρέθηκε παντού – σε λόμπι ξενοδοχείων, σε καφετέριες, στις πτυχώσεις των ρούχων. Κι αυτό γιατί αυτά τα ξεχωριστά αρώματα βγαίνουν σε κεριά, σαμπουάν, κρέμες.
Η Le Labo, βέβαια, είναι πολλά παραπάνω από αυτό. Το brand αναπτύσσεται με ένα πνεύμα που αμφισβητεί τις συμβάσεις: το συνθετικό συναντά το φυσικό, το ακατέργαστο συναντά το εκλεπτυσμένο, το εμπορικό συναντά το χειροποίητο.
Η επιτυχία του brand δεν άργησε να αναγνωριστεί. Από τη στιγμή που εξαγοράστηκε από την Estée Lauder, η Le Labo απογειώθηκε και έφτασε μέχρι το Παρίσι και το Τόκιο. Διατηρεί, ωστόσο, τη μοναδικότητά της. Και τα αρώματά της σου δημιουργούν μια αίσθηση βαθιάς οικειότητας, ακόμη κι αν δεν μοιάζουν με τίποτα γνώριμο. Στην Ελλάδα δυστυχώς τα βρίσκεις μόνο online, στο lelabofragrances.com.
Δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο να κάνεις κάτι πραγματικά καινούργιο σε τομείς όπως τα media για τα interiors ή το design, εκεί δηλαδή που πρωτοστατούν χρόνια τώρα «γίγαντες» όπως το «World of Interiors», το πιο «νεαρό» «appartamento», το «Architectural Digest» και πολλά ακόμα έντυπα τα οποία ορίζουν τα παγκόσμια trends για το πώς θέλουμε ή ονειρευόμαστε τους χώρους που ζούμε. Το «Cabana Magazine» τα κατάφερε, και σε μικρό μάλιστα χρονικό διάστημα. Από την πρώτη του έκδοση το 2014, το περιοδικό έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πιο πολυτελή και συλλεκτικά έντυπα στον κόσμο του design, της διακόσμησης και της τέχνης. Με επιμελημένα υφασμάτινα ή ανάγλυφα σκληρόδετα εξώφυλλα, κάθε τεύχος μοιάζει περισσότερο με έργο τέχνης παρά με οτιδήποτε άλλο.
Ιδρύθηκε το 2014 από τους Martina Mondadori, Christoph Radl και Gianluca Reina, οι οποίοι οραματίζονταν κάτι μοναδικό: ένα περιοδικό που συνδυάζει την παράδοση με το avant-garde, δημιουργώντας έναν οπτικό διάλογο μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Η αισθητική του θυμίζει τους λαβυρινθώδεις εσωτερικούς χώρους παλαιών palazzi, τις ξεθωριασμένες ταπετσαρίες και τα σπάνια αντικείμενα που αφηγούνται ιστορίες από έναν άλλο χρόνο.
Αντί να ακολουθεί τις κλασικές φόρμες των περιοδικών lifestyle, το «Cabana» προτιμά την αφήγηση μέσα από τις υφές και τα χρώματα. Οι σελίδες του φιλοξενούν φωτογραφίες που εστιάζουν αλλιώς στα interiors, δίνουν έμφαση στη λεπτομέρεια, ενώ η φυσική φθορά των υλικών μετατρέπεται σε στοιχείο γοητείας. Στις συνεντεύξεις, αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες και συλλέκτες μιλούν όχι μόνο για το έργο τους, αλλά και για την προσωπική τους σχέση με τον χώρο και τα αντικείμενα γύρω τους.
Η επιτυχία του «Cabana» δεν περιορίζεται μόνο στις σελίδες του. Έχει εξελιχθεί σε ένα brand που επεκτείνεται σε συλλογές επίπλων, κεραμικών και υφασμάτων, πάντα με την ίδια φιλοσοφία: να αποτυπώνει την ουσία της πολυτέλειας μέσα από τη λεπτομέρεια.
Το περιοδικό εκδίδεται δύο φορές τον χρόνο και κάθε τεύχος εξαντλείται σχεδόν αμέσως, αποκτώντας cult status μεταξύ των φανατικών του design. Στην επίσημη ιστοσελίδα του, βέβαια, μπορείς να βρεις και παλιά, συλλεκτικά τεύχη σε τιμές που ανταποκρίνονται στη σπανιότητά τους (το πρώτο που κυκλοφόρησε ποτέ, λόγου χάρη, κοστίζει 4.500 ευρώ). Το τελευταίο τεύχος του, αυτό για τη φετινή άνοιξη, είναι γεμάτο λουλούδια, χρώμα, και σε γεμίζει έμπνευση. Σε ταξιδεύει από το Ουζμπεκιστάν ως την Ισπανία, την Ελβετία, το Βέλγιο και τη Μινεσότα. Παρουσιάζει τη δουλειά ορισμένων από τους κορυφαίους designers του κόσμου, από τον Tino Zervudachi ως τους Mafalda Muñoz και Gonzalo Machado της Casa Muñoz. Στο site περιγράφεται ως «Μια ωδή στη δεξιοτεχνία». Τα εξώφυλλα είναι έργα τέχνης από τον οίκο Chanel και αποτελούνται από 4 διαφορετικές εκδοχές του κλασικού τουίντ του οίκου που κατασκευάζεται από τη Lesage, η οποία έχει δημιουργήσει μερικά από τα πιο εμβληματικά Chanel κεντήματα, υφάσματα και τουίντ. Αν το παραγγείλεις online, δεν ξέρεις με ποιο εξώφυλλο θα το παραλάβεις – όχι μόνο το συγκεκριμένο τεύχος, κανένα.
Το περιοδικό είναι διαθέσιμο και στην Ελλάδα – θα βρεις το προηγούμενο τεύχος στο e-shop του Zara Home και το τεύχος 20 στο ηλεκτρονικό κατάστημα του Μουσείου Μπενάκη, με το οποίο το «Cabana» συνεργάστηκε για τη συλλογή Benaki Museum Autumn Winter 2023. Κι αν θέλεις να επιλέξεις το εξώφυλλο του δικού σου «Cabana Magazine», θα πας στο Hyper Hypo (Βορέου 10, Αθήνα).