Το φέρι αναχωρεί από το Bodø για να φτάσει στο Moskenes 4 ώρες μετά. Ένα ταξίδι στα νερά της βόρειας Νορβηγικής θάλασσας, ασυνήθιστα ήρεμο.
Όταν σκόρπιες βραχονησίδες αρχίσουν σταδιακά να αναδύονται άτακτα τριγύρω, το ταξίδι μοιάζει να φτάνει στο τέλος του. Όλοι μοιάζουν να ξαφνιάζονται όταν οι μυθικές οροσειρές των Λοφοτεν ξεπροβάλλουν μονομιάς μέσα από το μονόχνωτο φίλτρο του ορίζοντα για να τρυπήσουν τα ουράνια με τις κοφτερές κορφές τους.
Έχοντας πατήσει και πάλι στο ίδιο έδαφος του προστατευμένου φιορδ κάποιους μήνες νωρίτερα μπόρεσα να θυμηθώ την πρώτη μου αντίδραση, «Πού βρίσκομαι;». Καθώς όμως αποβιβάζομαι με φόντο την σκιά των βουνών που αγκαλιάζουν το Μοσκένες, το μόνο που θα μπορώ να πω πάλι είναι: «Πού ξαναβρίσκομαι πάλι;».
Ο εργοδότης μου με παραλαμβάνει λίγο αργοπορημένα από το λιμάνι με το αγροτικό του όχημα και διασχίζοντας το ακανόνιστο οδικό δίκτυο με τους κουρμπαριστούς και ασφυκτικά στενούς του δρόμους, φτάνουμε τελικά στο «νησάκι» που επρόκειτο να γίνει και το δικό μου σπίτι για τους επόμενους 3 μήνες. Αφού ο Erwin με αποχαιρετά και μου παραδίδει τα κλειδιά της καλύβας στην οποία θα διέμενα, με προτρέπει να εκμεταλλευτώ όσο μπορώ τις ηλιόλουστες μέρες που με είχαν καλοδεχτεί, να μην τις θεωρώ αυτονόητες. Δεν κάνει καλό καιρό συνήθως στα Λοφοτεν.
Αυτές τις δύο-τρείς μέρες τις πέρασα έτσι κυρίως, τριγυρνώντας σαν χαμένος στα περίγυρα του Χάμνοϊ και των κοντινών χωριών/νησιών, χωρίς να επιχειρήσω να φύγω και να εξερευνήσω κάποιο από τα πιο μακρινά αξιοθέατα καθώς ό,τι έβλεπα εκεί αρκούσε για να με συνεπάρει. Κατά κάποιο μυστήριο τρόπο ο καυτός ήλιος, οι μυρωδιές από τα χρωματιστά λουλούδια και το άναρχο χορτάρι στους κήπους μαζί με τη μυστηριώδη γαλαζοπράσινη απόχρωση μιας θάλασσας απρόσμενα ήμερης, με είχαν ταξιδέψει σε κάποιο ελληνικό νησί στο οποίο θα δυσκολευόσουν να κολυμπήσεις. Και όμως θα μπορούσε κανείς να αρκεστεί στο να μένει ξαπλωμένος στις βραχώδεις όχθες με τις ώρες, παρατηρώντας την αλλοπρόσαλλη πορεία του ήλιου που δεν επρόκειτο ποτέ να δύσει.
Και αν ο ήλιος δεν είχε σκοπό να δύσει, τα σύννεφα αποφάσισαν σύντομα πως ήταν στο χέρι τους να τον επισκιάσουν. Έτσι βγήκα από την παράισθηση ενός ελληνικού καλοκαιριού και κατάφερα να βρεθώ πιο κοντά στην ουσία της γης που πατούσα.
Ακολούθησε έτσι μια περίοδος αδιάκοπης κακοκαιρίας. Μέρα με τη μέρα ο παράδεισος των Λοφοτεν άρχισε να μοιάζει περισσότερο σε μια καταδίκη στην οποία είχα υποβάλλει τον εαυτό μου. Τις εβδομάδες που πέρασαν ο κόπος της χειρωνακτικής εργασίας μαζί με την πρωτόγνωρη μοναξιά με ακολουθούσαν στη καλύβα που είχε γίνει η φωλιά μου. Τα τρόφιμα που άφηναν περαστικοί ταξιδιώτες στα δωμάτια του θέρετρου που είχα καθήκον να καθαρίζω, αποτέλεσαν και την βασική τροφή μου έτσι όπως τις περισσότερες φορές δεν είχα κουράγιο να περπατήσω μέχρι το πλησιέστερο μαγαζί.
Κάποια στιγμή, βλέποντας τη θλιβερή εικόνα του εαυτού μου που ξυπνούσε μόνο για να δουλεύει, χωρίς να αφουγκράζεται την ομορφιά που τον περιέβαλε, κατάλαβα πως τα νησάκια αυτά δίπλα στην άκρη του κόσμου ποτέ τους δεν μου είχαν υποσχεθεί κάτι παραπάνω απ’ όσα μου έδιναν ήδη ― την άγρια και συννεφιασμένη όψη που αιώνες έμενε απαράλλακτη.
Δεν πάει πολύς καιρός όπως έμαθα αργότερα που τα Λοφότεν δεν ενώνονταν με δρόμο μεταξύ τους αλλά τη περίμετρο του κάθε μικρού νησιού την αγκάλιαζε η θάλασσα και οι τότε κάτοικοι μόνο με βάρκες μπορούσαν να μετακινηθούν από το ένα μέρος στο άλλο. Τα σημερινά τουριστικά θέρετρα και οι καλύβες τους φιλοξενούσαν τότε αποκλειστικά ψαράδες, οι οποίοι στοιβαγμένοι τρείς και τέσσερις στη κάθε καλύβα έβγαζαν τα προς το ζην από τα όσα τους προσέφερε ο ωκεανός.
Παρ’ όλο που την τεράστια αλιευτική δύναμη των Λοφότεν ανταγωνίζεται πλέον ο τουρισμός, η ουσία της ταυτότητάς τους μοιάζει να μένει αναλλοίωτη. Τα μικρά ψαροχώρια εξακολουθούν να παραμένουν ψαροχώρια στη ψυχή και τα φαντάσματα των παλαιών ψαράδων τα διαισθάνεται κανείς στην ατμόσφαιρα, στις ρωγμές των πρόσφατα ανακαινισμένων καλυβών, στα προσαραγμένα σαπιοκάραβα στα λιμανάκια, στα εργοστάσια αλιείας που παράγουν ακόμη το ξακουστό stockfish. Πιο πολύ όμως κανείς τα αισθάνεται εκείνες τις στιγμές που το αποπνικτικό ψιλόβροχο ξεσπά, η θάλασσα φουσκώνει και τα φιόρδ τυλίγονται από πυκνή ομίχλη.
Για να συλλάβει κανείς πλήρως την μελαγχολική ομορφιά αυτού του τόπου ίσως δεν αρκεί να περπατήσει στις ξανθιές αμμουδιές του ή κατά μήκος των βουνοκορφών που είναι πάνω από τα σύννεφα κυριολεκτικά.
Αλλά θα πρέπει να νιώσει την αιώνια μοναξιά των ανεμοδαρμένων βράχων που οχυρώνουν τα νησιά. Θα πρέπει να αφουγκραστεί την ανησυχία της θάλασσας, τους προειδοποιητικούς παφλασμούς των κυμάτων της και την οργή του αέρα που λυσσομανάει κόντρα στα ξύλινα σπιτάκια. Να καταφέρει να σταθεί και ο ίδιος όπως εκείνα. Θα πρέπει να νιώσει ολοκληρωτικά χαμένος διασχίζοντας τα απόκοσμα τοπία, τα παγωμένα μονοπάτια που αναρρωτιέσαι αν χαράχτηκαν για να τα διαβαίνει άνθρωπος.
Για να καταφέρω εγώ να συλλάβω κάποια πράγματα από την εμπειρία μου, αγόρασα μια κάμερα ώστε να καταγράψω όση ομορφιά μπορούσα, να έχω να την θυμάμαι. Τις μέρες εκείνες που τα Λοφότεν χαμογελούσαν και επέτρεπαν στο καλοκαίρι να ξαναγίνει καλοκαίρι, έβγαινα έτσι και κυνηγούσα εικόνες που θα μπορούσα να καρφιτσώσω σε ένα άλμπουμ. Και κάθε φορά που σημάδευα με τον φακό την θέα δεν μπορούσα παρά να αισθανθώ ένα αίσθημα ματαιοδοξίας να σημαδεύει εμένα.
Το τέλειο ινσταγκραμικό σκηνικό χάριζε την όψη του τόσο γενναιόδωρα που δεν μπορούσες παρά να νιώσεις άξεστος και κατεργάρης στην προσπάθειά σου να το παγιδεύσεις για πάντα.Υπήρξαν αρκετές φορές που ορειβατούσα κοιτώντας γύρω μου την ομορφιά του εξωγήινου τοπίου -όπως εκείνου που οδηγεί στην bunnesstranda- και ένιωθα πολύ μικρός για να την απορροφήσω.
Από την κορυφή του Reinebringen δεν βλέπει κανείς μοναχή της την περίφημη Reine αλλά μαζί της φαίνονται και τα νησάκια Andøy, Olenilsøya, Sakrisøy, Toppøya και Hamnøy που εκτείνονται αλυσιδωτά κοσμώντας το Reinefjord που παρουσιάζεται σε όλο του το μεγαλείο. Η κατάκτηση του Reinebringen είναι απρόσμενα βατή συγκριτικά με την επιβράβευση που προσφέρει -1560 αριθμημένα σκαλιά, λίγη ανηφόρα με πέτρες και χώμα― και στέκεσαι στη κορυφή του κόσμου. Τουλάχιστον έτσι νιώθεις όπως στέκεσαι οκλαδόν κατάχαμα και αναρωτιέσαι τι έκανες για να αξίζεις να ακουμπάς σε αυτό το χώμα, πιάνεις και μιλάς με διάφορους και αναρωτιέσαι το ίδιο και γι’ αυτούς. Ένα ζευγάρι Αυστριακών έρχεται και κάθεται λίγο πιο δίπλα από εμάς -εμένα και εκείνου του γκρουπ Αμερικάνων-Καναδών που ήδη είχαν προλάβει να μου διηγηθούν τα πάντα για τα σχέδιά τους να επισκεφτούν κάθε ένα από τα γνωστά αξιοθέατα του βορρά.
Εστιάζω στην λαμπερή και αφοπλιστική ομορφιά της κοπέλας ― ακούω την ιστορία του ταξιδιού τους μέχρι αυτό εδώ το βουνό.
Ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητό τους από την Αυστρία, αγνόησαν κάθε σύσταση να μην έρθουν σε μια περίοδο που τα σύνορα της Νορβηγίας ήταν σφραγισμένα προς κάθε επισκέπτη. Δεν δίστασαν όμως πουθενά και αφού κατασκόπευσαν πρώτα το κάθε δρομάκι που θα μπορούσε να τους οδηγήσει μέσα στη χώρα, χτύπησαν έπειτα σε κάθε σπίτι μέχρι κάποιος να δεχτεί να τους «φυγαδεύσει» από τη πίσω πόρτα. Γράφτηκαν και σε ένα γυμναστήριο εδώ στα Λοφοτεν για να μπορούν να πλένονται.
Λίγες ώρες μετά ενώ ο ήλιος έφτανε στο πιο χαμηλό σημείο της πορείας του, στάθηκε σαν κορώνα στις βουνοκορφές, χωρίς να δύσει. Κάτω απ΄τον ήλιο του μεσονυχτίου σκέφτηκα ότι τελικά ο κάθε ένας από εμάς που βρισκόταν σε αυτή εδώ την κορφή, μάλλον το άξιζε, επειδή το προσπάθησε πολύ.
Μια μέρα έχοντας βγει μόνος με το καλάμι για ψάρεμα λίγο έξω από το Hamnøy, πέρα από τον κεντρικό δρόμο, περπατούσα στις βραχώδεις όχθες ψάχνοντας το κατάλληλο σημείο να ρίξω πετονιά χωρίς να μπλέκεται το πολύτιμο δόλωμα στα φύκια. Μετά από κάποιες άδοξες προσπάθειες και καθώς μετατοπιζόμουν από το πλαϊνό κομμάτι των βράχων που αντικρίζει τους πυλώνες της γέφυρας, όλο και πιο κοντά σε εκείνο που αντικρίζει τον αχανή ωκεανό, είδα μαύρα πτερύγια μόλις να προεξέχουν από τα κύματα. Ήταν ένα άγριο κοπάδι από όρκες που περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου.
Ίσως να ήταν και το ίδιο κοπάδι που επισκέφτηκε τον φίλο μου τον Bendik κάποιες εβδομάδες μετά, στο σημείο όπου είχε επιλέξει να κοιμάται μόνο με το sleeping bag του βλέποντας τα αστέρια και αφού πρώτα είχε πιεί μια μπύρα Aass. Ξύπνησε όπως μου είπε το πρωί και τις είδε να κολυμπούν μπροστά του σε κοντινή απόσταση από τα βράχια που καθόταν.
Δυστυχώς κανείς από τους δύο μας δεν κατάφερε να τις απαθανατίσει σε όλη τους τη δόξα. Ή ευτυχώς.
Επιστρέφοντας από μια εκπληκτική ορειβατική διαδρομή στο Unstad, που φημίζεται περισσότερο ως ορμητήριο των surfers του αρκτικού κύκλου παρά για την θέα του που προσφέρεται από τα βουνά στις ράχες του Nonstinden, κάπως αποσβολωμένοι παρατηρούμε μια μωβ λάμψη να μας κυνηγάει μέσα από τα παράθυρα του βαν. Χωρίς να μπορούμε να επεξεργαστούμε τη προέλευση του πρωτοφανούς αυτού μωβ φίλτρου πιέζουμε τον οδηγό να κάνει μια στάση στην άκρη του δρόμου και τρέχω πηδώντας στα πίσω καθίσματα για να καταφέρω να απαθανατίσω τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος.
Κανείς δεν είχε αντικρίσει μέχρι τότε την πηγή του φίλτρου και κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτό που έδυε στο χείλος του ωκεανού δεν έμοιαζε με ήλιο. Μια επίπεδη πηγή φωτός μας χαιρετούσε από μακριά και εμείς σιωπηλοί και παγωμένοι μείναμε να την κοιτάμε καθώς έσβηνε.
Στο πλαίσιο της ανάπτυξης τουριστικών δραστηριοτήτων που ο εργοδότης μου ήθελε να προωθήσει για εκείνους που θα διέμεναν σε κάποιο από τα θέρετρα που διαχειρίζεται, πήρα και εγώ μέρος σε κάποιες από τις πιλοτικές δοκιμές. Ένα πρωινό, εγώ η Nazy και ο Rob θα κολυμπούσαμε στα παγωμένα νερά του Ramberg, παρέα με μια ομάδα από ηλικιωμένες κυρίες που ακολουθούσαν το ίδιο τελετουργικό κάθε μέρα.
Αφού μέτρησαν την θερμοκρασία του νερού για να μπουν μέσα, άκουσα μια από αυτές να επικαλείται την «Ωραία Κοιμωμένη». Η Κοιμωμένη (ή Sleeping lady) είναι αυτή που τις προστατεύει από το κρύο, που τις φροντίζει πάντα στις δύσκολες στιγμές. Η ίδια κυρία μας έδειξε μετά με το δάχτυλο τις παρυφές των βουνών πίσω από το Ramberg, εκεί όπου η Sleeping Lady έριχνε τον αιώνιο της ύπνο. Απλώς υπάρχοντας για εκείνους που την διακρίνουν, μέσα απ΄τα σχήματα των βράχων, όπως ο σκύλος στο “The Power of the Dog”.
Τις τελευταίες μεγάλες μέρες, το μωβ χρώμα που αντανακλά στις επιφάνειες των βράχων είναι αρκετό για να σε κάνει να ξεχάσεις τον ήλιο του μεσονυκτίου. Μια από εκείνες τις μέρες που ο καιρός το επέτρεπε, αποφασίσαμε με τον φίλο μου τον Bendik να βγάλουμε τη βάρκα στα ανοιχτά για ψάρεμα.
Περνώντας κάτω από την γέφυρα που συνδέει το Hamnøy με το Toppøya είχαμε μείνει αμίλητοι για κάποια ώρα μέχρι να βεβαιωθούμε ότι ήμασταν μάρτυρες του ίδιου σκηνικού. Αφού σβήσαμε την μηχανή, το νερό της θάλασσας έμενε ατάραχο στη νεκρική σιωπή - το μόνο που έβλεπες στην μεταξωτή επιφάνειά του νερού ήταν τα αυλάκια από το σχίσιμο της πλώρης, που έσβηναν κι αυτά.
Συμφωνήσαμε πως η καθηλωτική ακινησία αυτή ήταν μάλλον ύποπτη, πως έμοιαζε με προάγγελο μιας μεγάλης καταιγίδας. Όμως το μωβ χρώμα στα βουνά ήταν εκεί για να μας καθησυχάσει- μια τέτοια ονειρική εικόνα δεν θα μπορούσε να προαναγγέλλει κανένα κακό.
Μάλλον μια παρόμοια εικόνα είχε στο μυαλό του και ο David Berman όταν επέλεξε να ονομάσει το τελευταίο του άλμπουμ «Purple Mountains», πριν βάλει τέλος στη ζωή του.
Επιστρέφοντας από μια τέτοια βόλτα, διασχίζουμε ξανά κάθετα τη λωρίδα ωκεανού που σκεπάζει η γέφυρα, αυτή τη φορά με προορισμό το λιμανάκι του Hamnøy. Και αφού η μπλε ώρα που διαδέχτηκε τον ήλιο του μεσονυκτίου έχει και αυτή φτάσει στη λήξη της, το απόλυτο μαύρο σκοτάδι δεσπόζει. Τα σπιτάκια του Hamnøy είναι και αυτά σκοτεινά και ήσυχα. Το θέρετρο είναι πλέον ανακουφιστικά άδειο και καθώς διασχίζουμε περιμετρικά σαν κλέφτες στα νερά του, τα φαντάσματα των ψαράδων είμαστε για λίγο εμείς.
Αφού δέσουμε τη βάρκα και γυρίσω στη φωλιά μου για να περιποιηθώ την ψαριά της ημέρας, θα βγω να φωτογραφίσω αυτή τη σκοτεινή πλευρά του νησιού που κάπως με έχει ταξιδέψει στις ένδοξες εποχές του. Όταν το μόνο που μπορούσες να γευτείς ήταν η αλμύρα, η ησυχία και η γλυκιά του μοναξιά.
Το φέρι αναχωρεί από το Moskenes για να φτάσει στο Bodø 4 ώρες μετά. Η μέρα είναι συννεφιασμένη και η κακοκαιρία μας δημιουργεί αμφιβολίες για το αν θα καταφέρουμε να ταξιδέψουμε. Όπως ήρθαμε όμως θα φύγουμε και ο μουντός καιρός ήταν μάλλον αυτός που αρμόζει πιο καλά.