Τριάντα τρεις μέρες έζησε όλες κι όλες στην Πρέβεζα ο Καρυωτάκης, ήταν όμως αρκετές για να της βγάλει το όνομα. Βλέπετε, ο ποιητής δεν αρκέστηκε να αυτοκτονήσει εκεί στις 21 Ιουλίου του 1928 αλλά φρόντισε να αφήσει πίσω του το ομώνυμο ποίημα να τη χαρακτηρίζει εσαεί:
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια. Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Μετά από τέτοια γλαφυρή περιγραφή ξεκινάς για διακοπές στην Πρέβεζα; Ναι, είναι η απάντηση, και μην το σκέφτεστε καθόλου.
Στην Πρέβεζα βρεθήκαμε στην εκπνοή του καλοκαιριού, καθ' οδόν για τα βουνά της Ηπείρου. Το «τυράκι» ήταν οι ακαταμάχητες παραλίες του Ιουνίου, οι οποίες όμως δεν πήγαιναν πακέτο με τις τρελές τιμές που συναντά κανείς στα Επτάνησα. Κατά τα άλλα, οι προσδοκίες ήταν συγκρατημένες, καθώς η μοναδική μου επίσκεψη στην πόλη για λίγες ώρες πριν από είκοσι πέντε συναπτά έτη δεν μπορώ να πω ότι μου είχε αφήσει ισχυρές αναμνήσεις – το μόνο που θυμόμουν ήταν ένας συμπαθητικός πεζόδρομος, που δεν ήμουν καν σίγουρη ότι ήταν όντως τέτοιος. Το δωμάτιο που είχαμε κλείσει ήταν σεμνό, πεντακάθαρο και λίγο έξω από το κέντρο, οπότε, φτάνοντας μεσημέρι χάρη στους ταχύτερους πλέον δρόμους, το πρώτο που κάναμε ήταν να πάμε για μπάνιο. Οι σημειώσεις μας πρότειναν το Μονολίθι και για εκεί ξεκινήσαμε, μια παραλία που εκτείνεται για χιλιόμετρα, με αφράτη, ξανθιά άμμο κι ένα υπέροχο πευκοδάσος να απλώνεται πίσω της. Τα beach bars διαδέχονταν το ένα το άλλο, αφήνοντας άφθονο χώρο για όσους απεχθάνονται τις οργανωμένες παραλίες. Προτιμήσαμε κάτι τεράστιες μαξιλάρες τις οποίες, όπως αποδείχτηκε, δεν χρέωναν γιατί πήγαιναν μαζί με τον καφέ. Τα νερά πεντακάθαρα, η παραλία εξωτική, οι φρουτοσαλάτες και τα κοκτέιλ τέλεια, δεν μπήκαμε στον κόπο να μετακινηθούμε τις επόμενες μέρες, παρότι είχαμε ακούσει τα καλύτερα τόσο για την Κυανή Ακτή όσο και για τον Βράχο, που βρίσκονται επίσης αρκετά κοντά.
Η επόμενη έκπληξη μας περίμενε όταν κατεβήκαμε για την πρώτη μας βόλτα στην Πρέβεζα. Η πεζοδρομημένη παραλία με τα όμορφα κτίρια έσφυζε από ζωή, στον μόλο λικνίζονταν κότερα κάθε μεγέθους και σημαίας, ενώ τα καλόγουστα μαγαζιά διαδέχονταν το ένα το άλλο. Προχωρούσαμε με μάτια και ρουθούνια ορθάνοιχτα, καθώς η Πρέβεζα, που βρέχεται από τον Αμβρακικό και το Ιόνιο, φημίζεται για τις ψαροταβέρνες και τα ουζερί της. «Πετάλι» διαβάζαμε παντού και μολονότι νησιώτες δεν είχαμε ιδέα τι ακριβώς είναι, οπότε επιβαλλόταν να ενημερωθούμε. Κατόπιν σχετικής δοκιμής έχω να αναφέρω ότι πρόκειται για κέφαλο που τον έχουν ανοίξει, αλατίσει, λιάσει και εν τέλει ψήσει στα κάρβουνα – ένα αριστούργημα. Η επόμενη άγνωστη λέξη που διερευνήσαμε ήταν η «παπαλίνα», τουτέστιν σαρδέλα, συνήθως στα κάρβουνα, ενώ η μόνη που γνωρίζαμε από το παρελθόν και φροντίσαμε να ανανεώσουμε τους όρκους μας μαζί της είναι η «γάμπαρη», η διάσημη γαρίδα του Αμβρακικού. Εμείς φάγαμε εξαιρετικά στην Τρελή Γαρίδα και στον Αμβρόσιο, αλλά γενικότερα, αν κρίνω από την κοσμοσυρροή, οι ντόπιοι πρέπει να είναι «μάστορες».
Τριγυρίζοντας στα δρομάκια φτάσαμε στον πολιούχο της πόλης, τον Άγιο Χαράλαμπο, με το χαρακτηριστικό πυργόμορφο καμπαναριό με το ενετικό ρολόι. Αυτός που μας εντυπωσίασε, ωστόσο, είναι ο Άγιος Αθανάσιος, μια μονόχωρη βασιλική με τοιχογραφίες που χρονολογούνται από το 1780, σύμφωνα με τη σχετική επιγραφή. Το ταβάνι του, με τους ζωγραφιστούς πίνακες με σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη και τα Θαύματα του Χριστού, είναι απλώς μοναδικό. Η επόμενη ανακάλυψη ήταν περισσότερο... γήινη: μια παραδοσιακή ποτοποιία, ίδια και απαράλλαχτη από το 1949, το έτος ίδρυσής της. Μετά την απαραίτητη γευσιγνωσία, φύγαμε τελώντας εν ευθυμία και κουβαλώντας τρία μπουκάλια αρωματικού ούζου Ρούμπου. Η παλιά πόλη είναι πανέμορφη, γραφική και κρύβει θησαυρούς, με μεγαλύτερο, ίσως, το Σαϊτάν Παζάρ, ένα από τα ομορφότερα σοκάκια που έχω συναντήσει στα ταξίδια μου. Το Παζάρι του Σατανά οφείλει το όνομά του στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Τότε η περιοχή είχε έναν ιδιαίτερα σκληρό Τούρκο στρατιωτικό διοικητή και οι κάτοικοι αποφάσισαν να τον «περιποιηθούν» καταλλήλως: ένα βράδυ άλειψαν το ανηφορικό καλντερίμι με σαπούνι, με αποτέλεσμα το επόμενο πρωί ο έφιππος διοικητής να σπάσει κυριολεκτικά τα μούτρα του, αναφωνώντας «Σαϊτάν Παζάρ!». Σήμερα η περιοχή είναι μέρα-νύχτα γεμάτη κόσμο, καθώς διαθέτει ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά μαγαζιά, αλλά και το σπίτι όπου έμενε ο Καρυωτάκης, με μια μαρμάρινη πλάκα που τονίζει, θα έλεγα, την ολιγοήμερη παραμονή του αυτόχειρα ποιητή στην πόλη.
Όποιος βρεθεί στην Πρέβεζα, επιβάλλεται να επισκεφτεί την Αρχαία Νικόπολη, την πόλη που έχτισε ο Οκταβιανός Αύγουστος προς τιμήν των θεών μετά τη νίκη των Ρωμαίων στη μεγάλη Ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ., ενάντια στον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι πραγματικά αχανής, καθώς πρόκειται πιθανότατα για τη μεγαλύτερη αρχαία πόλη στην Ελλάδα, ενώ δεν είναι όλοι οι χώροι επισκέψιμοι. Δείτε τα τείχη της πόλης, το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο, το Νυμφαίο, το Μνημείο του Αυγούστου, το Ρωμαϊκό Ωδείο, την Έπαυλη του Μάνιου Αντωνίνου με τα καταπληκτικά ψηφιδωτά και κατευθυνθείτε στη συνέχεια στο Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Νικόπολης για να γνωρίσετε τη μακραίωνη ιστορία της πόλης που εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της μετά τον 11ο αιώνα λόγω των συχνών επιδρομών των Βουλγάρων. Για όσους αγαπούν το bird watching, κοντά στη Νικόπολη βρίσκονται και τα παρατηρητήρια του Αμβρακικού, καθώς ο κόλπος είναι ο παράδεισος των πουλιών με 294 καταγεγραμμένα είδη, 101 από τα οποία είναι σπάνια ή απειλούμενα. Αδιαμφισβήτητος σταρ του υδροβιότοπου είναι ένα από τα σπανιότερα είδη πουλιών, ο αργυροπελεκάνος, ο πιο µεγαλόσωµος πελεκάνος του πλανήτη, με άνοιγµα φτερών που φτάνει τα 3,2 µέτρα.
Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα δεν θα μπορούσε να λείπει από την εκδρομή μας. Εδώ κατέφευγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των νεκρών τους. Η Λίμνη Αχερουσία, διαμέσου της οποίας έφταναν στον Άδη οι νεκροί, μπορεί να μην υπάρχει, ο Αχέροντας όμως που οδηγούσε σε αυτήν σε τίποτα δεν θυμίζει το σκοτεινό παρελθόν του. Το τοπίο προσφέρεται για χαλάρωση και πεζοπορία, εγώ όμως ανυπομονούσα να επισκεφτώ τον αρχαιολογικό χώρο και δεν απογοητεύτηκα. Τα ισόγεια κτίσματά του εξυπηρετούσαν τις πρακτικές ανάγκες της λειτουργίας του μαντείου: εδώ υπήρχαν τα ενδιαιτήματα των ιερέων και του υπόλοιπου προσωπικού, αποθήκες και οι χώροι υποδοχής. Σε αυτά τα κλειστοφοβικά δωμάτια γινόταν όλη η δουλειά: οι πιστοί, αφού πρώτα έδιναν τις απαραίτητες πληροφορίες στους ιερείς για τους ίδιους αλλά και για τον νεκρό, απομονώνονταν για μέρες και υποβάλλονταν σε αυστηρή δίαιτα που περιλάμβανε κουκιά και λούπινα, τα οποία −για φαντάσου− τους προκαλούσαν παραισθήσεις. Όταν πια δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν τι τους γινόταν, ήταν έτοιμοι για τα περαιτέρω. Οι ιερείς τούς οδηγούσαν από μια σχεδόν κατακόρυφη σκάλα, μέσω ενός δαιδαλώδους διαδρόμου, στην υπόγεια κεντρική ανηχοϊκή αίθουσα που δημιουργούσε την αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς στον Κάτω Κόσμο. Αφού έχυναν αίμα στο δάπεδο για να ξεδιψάσει ο νεκρός αλλά και για να τους αναγνωρίσει, οι τεθλιμμένοι συγγενείς κατάφερναν επιτέλους να κουβεντιάσουν μαζί του. Πώς; Τα γρανάζια που βρέθηκαν στις ανασκαφές και οι μυστικοί διάδρομοι γύρω από την αίθουσα μαρτυράνε το καλοστημένο κόλπο: χειριζόμενοι εξειδικευμένα μηχανήματα, οι ιερείς ανεβοκατέβαζαν στον βωμό είδωλα που αναπαριστούσαν ανθρώπινες μορφές και άνοιγαν κουβέντα με τους συγκλονισμένους επισκέπτες, που φυσικά δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τι ακριβώς συνέβαινε. Στο τέλος, όλοι έμεναν ευχαριστημένοι: οι πιστοί γιατί επικοινώνησαν με την ψυχή του αγαπημένου τους προσώπου και οι ιερείς γιατί το Νεκρομαντείο ανθούσε, αποκτώντας τεράστια φήμη και δύναμη. Ακόμα πιο ευχαριστημένοι μείναμε εμείς. Η εκδρομή στην Πρέβεζα αποδείχτηκε εξαιρετική ιδέα.