Ισλανδία
Χιόνια, παγετώνες και εξωγήινα τοπία
Η παγωμένη εσχατιά της Ευρώπης είναι πολύ περισσότερα από Βόρειο Σέλας και ξωτικά.
Το Βόρειο Σέλας είναι απόκοσμο και συγκλονιστικό, με επουράνια μάτριξ να σχηματίζονται μπροστά στα μάτια σου και έντονες λευκές λάμψεις που μέσα από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής παίρνουν όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Ωστόσο, δεν είναι η μόνη συγκλονιστική εμπειρία που μπορείς να ζήσεις στη χειμωνιάτικη Ισλανδία. Η Ισλανδία είναι μια χώρα που δεν μοιάζει με καμία απ' όσες έχω επισκεφτεί. Το σύντομο ταξίδι στα νότια και ανατολικά και γύρω από το Ρέικιαβικ είναι ίσως το καλύτερο που έχω κάνει ποτέ, μαζί με τα Χάιλαντς της Σκωτίας. Είναι περίεργα όμορφη, είναι άγρια, έχει σεληνιακά τοπία και τοπία από τον Άρη, λάβα και θερμές πηγές, θερμοπίδακες και καταρράκτες, παγόβουνα, παγωμένες λίμνες και παγετώνες, ενεργά ηφαίστεια, ολόκληρες εκτάσεις σκεπασμένες από βρύα και λειχήνες, γρασίδι που τον χειμώνα είναι καμένο και ξερό, όπως στη Μεσόγειο το καλοκαίρι, άγονη γη και ερημιές ατελείωτες. Έχει κι έναν ωκεανό τρομακτικό και απειλητικό, που κάθε στιγμή κινδυνεύεις να σε καταπιεί. Μια χώρα με ανθρώπους πολύ φιλικούς, που στη συμπεριφορά τους δεν μοιάζουν καθόλου με Βορειοευρωπαίους, είναι ανοιχτοί με κάθε έννοια. Έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην Ευρώπη και αγαπούν την οικογένεια, της οποίας η δομή αρκετές φορές δημιουργεί ένα περίεργο patchwork, καθώς τα παιδιά μπορεί να προέρχονται από μία μαμά και διαφορετικούς μπαμπάδες ή έναν μπαμπά και διαφορετικές μαμάδες.
Η Ισλανδία έχει το μικρότερο ποσοστό αναλφάβητων στον κόσμο, λιγότερο από 1%, τους περισσότερους συγγραφείς απ' οπουδήποτε αλλού και έναν νομπελίστα.
Έχει το μικρότερο ποσοστό αναλφάβητων στον κόσμο, λιγότερο από 1%, τους περισσότερους συγγραφείς απ' οπουδήποτε αλλού –αναλογικά με τον πληθυσμό της–, έναν νομπελίστα και τις πιο πολλές εφημερίδες στην Ευρώπη, διεθνείς χορευτές μπαλέτου, τραγουδιστές όπερας και ένα σωρό μουσικούς που κάποτε είχαν φτιάξει ολόκληρη σκηνή: τους Sigur Rοs, τους Kaleo, τους Gus Gus, τους Mum και, πάνω απ' όλα, την Björk – μετά το ταξίδι στην Ισλανδία καταλαβαίνεις γιατί μοιάζει τόσο εξωτική και ξεχωριστή. Ο συνδυασμός κέλτικου αίματος και Βίκινγκ στο πιο εχθρικό περιβάλλον της Ευρώπης είναι ακαταμάχητος, γιατί ανάγκασε τους ιδιαίτερους αυτούς ανθρώπους να βρουν τρόπους να επιβιώσουν.
Πέρα από την καλλιτεχνική φύση που έχουν αναπτύξει, αυτό είναι το πιο μεγάλο ταλέντο τους, η επιβίωση. Επιβίωσαν από σεισμούς, λιμούς, εκρήξεις ηφαιστείων, κρύο και ακραία καιρικά φαινόμενα. Υπάρχουν, μάλιστα, περιοχές όπου η διαμονή είναι προσωρινή, γιατί τα ενεργά ηφαίστεια αναγκάζουν τους κατοίκους να παρατούν τα σπίτια τους και να μετακομίζουν κάθε 50 χρόνια. Παράδειγμα αποτελεί το Vic, όπου από μέρα σε μέρα περιμένουν να εμφανιστεί η λάβα που θα το σκεπάσει. Γι' αυτό δεν έχουν πολυτελή σπίτια και ακριβές κατασκευές. Σχεδόν όλα είναι φτιαγμένα από ξύλο και ένα είδος ενισχυμένου αλουμινίου με πτυχώσεις, σαν λυόμενα – ακόμα και τα ξενοδοχεία και τα μαγαζιά σε ολόκληρη την επαρχία έτσι είναι. Η Ισλανδία είναι η χώρα των θρύλων και των ξωτικών, όχι τόσο επειδή οι άνθρωποι στ' αλήθεια πιστεύουν σε αυτά (δεν ισχύει) αλλά επειδή έχει εκπληκτικούς θρύλους. Ακόμα και σύγχρονους, όπως αυτός του Νόελ, ενός Αμερικανού τουρίστα που η ανοησία του τον έκανε διάσημο και έξω από την Ισλανδία.
Ο Νόελ επισκέφτηκε πρώτη φορά την Ισλανδία τον Φεβρουάριο του 2016. Νοίκιασε ένα αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο του Κέφλαβικ και ξεκίνησε για το ξενοδοχείο Fron στο Laugavegur στο Ρέικιαβικ, περίπου μία ώρα από το αεροδρόμιο, όπου είχε κλείσει δωμάτιο. Ωστόσο, όταν έγραψε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου στο GPS, έβαλε κατά λάθος ένα έξτρα R στο Laugavegur, γράφοντάς το LaugaRvegur. Αυτό είναι το όνομα ενός δρόμου στη μικρή πόλη Siglufjördur στον Βορρά, τέρμα Θεού, ώρες δρόμος από το Ρέικιαβικ. Ο 28χρονος Νόελ θεώρησε ότι η τεχνολογία ήξερε την Ισλανδία καλύτερα από τον ίδιο, έτσι ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες του GPS και οδηγούσε ατελείωτες ώρες απολαμβάνοντας το τοπίο, μέχρι που το σκηνικό έγινε παγωμένο και ο δρόμος επικίνδυνος για ένα μικρό αυτοκίνητο.
Παρ' όλα αυτά, συνέχισε, αφού το GPS συνέχισε να τον κατευθύνει προς Βορρά. Όταν, τελικά, έφτασε, πεντέμισι ώρες αργότερα, στη διεύθυνση που είχε βάλει, χτύπησε την πόρτα του σπιτιού στον αριθμό που έγραφε το χαρτί του και ρώτησε τη γυναίκα που του άνοιξε αν ήταν στο σωστό κτίριο. «Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα» λέει η Sigurlina Karadottir, η οποία του εξήγησε ότι είναι όντως στο Laugarvegur, αλλά όχι στο Ρέικιαβικ. «Είναι μακριά;» ρώτησε ο Νόελ. Η Sigurlina τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο Fron για να τους πληροφορήσει ότι ο Νόελ δεν θα πήγαινε εκεί εκείνη την ημέρα, όπως είχαν κανονίσει, και ότι θα πέρναγε τη νύχτα στο ξενοδοχείο Siglufjördur. Έτσι κι έγινε. Το επόμενο πρωί, μόλις ξύπνησε, ο Νόελ είδε ότι ήταν παντού στις ειδήσεις και ότι ήταν ήδη διάσημος στην Ισλανδία. Ήταν τέτοια η διασημότητά του, που ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου τού πρόσφερε και μια έξτρα δωρεάν διαμονή, την οποία εκείνος δέχτηκε με χαρά. Δύο μέρες μετά, φτάνοντας στο ξενοδοχείο Fron στο Ρέικιαβικ, τον υποδέχτηκαν με βασιλικές τιμές, δίνοντάς του τη σουίτα επισήμων, και του πρόσφεραν ένα δωρεάν δείπνο και όσα ποτά ήθελε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Την ώρα που έτρωγε, ο υπεύθυνος της Blue Lagoon τηλεφώνησε για να τον καλέσει στην πισίνα δωρεάν, ενώ δεν υπήρχε μέσο της χώρας που να μην του ζήτησε συνέντευξη. Βγαίνοντας λίγο αργότερα στον δρόμο, ο κόσμος τον πλησίαζε και ζητούσε να βγάλουν μαζί selfie, ενώ η περιπέτειά του έγινε θέμα ακόμα και στο site του BBC. Και όλα αυτά για ένα επιπλέον R. Μόλις ο Νόελ έφυγε από την Ισλανδία, το ξενοδοχείο Siglufjördur έφτιαξε ένα διαφημιστικό για την τηλεόραση που έγινε τρελό viral για ολόκληρες εβδομάδες. Πρωταγωνιστής ήταν ο αξιαγάπητος, αφελής κύριος Νόελ!
Βαρσοβία
Μια πόλη που δεν ξεχνά το κομμουνιστικό παρελθόν, αλλά κοιτάζει στο μέλλον
Η πρωτεύουσα της Πολωνίας ζει μια ιλιγγιώδη ανάπτυξη που φαίνεται σε κάθε γωνιά της.
Η Βαρσοβία είναι μια πόλη όπου το μπαρόκ συνυπάρχει με την αισθητική του κομμουνιστικού καθεστώτος αλλά και τους ουρανοξύστες. Διατηρεί ακόμα έντονη την ατμόσφαιρα του ανατολικού μπλοκ, αλλά από τα '90s και μετά ζει μια ιλιγγιώδη ανάπτυξη που φαίνεται σε κάθε γωνιά της. Αυτό το εισπράττεις ως δύο διαφορετικούς κόσμους, γιατί συναντάς και τα δύο άκρα, πάμφτωχους ανθρώπους που πάνε με το μπολάκι τους να πάρουν φαγητό από τα milk-bars και ακριβώς δίπλα χλιδάτα εστιατόρια και ξενοδοχεία με πλούσιους, τα οποία, ως Έλληνας τουρίστας με ευρώ (που είναι τέσσερις φορές πιο ισχυρό ως νόμισμα από το ζλότι), μπορείς άνετα να επισκεφτείς, ενώ τα ανάλογα στην Αθήνα είναι απαγορευτικά για την τσέπη σου. Βλέπεις διαμερίσματα-κουτιά σε μπλοκ εργατικών πολυκατοικιών αλλά και λεωφόρους με πανάκριβα μαγαζιά σχεδιαστών και ακόμα πιο ακριβά αυτοκίνητα, απόηχο κομμουνισμού και καπιταλισμό στο έπακρο – δεν υπάρχει δυτική φίρμα που να μην έχει ανοίξει μαγαζί στη Βαρσοβία.
Δεν είναι η πιο όμορφη πόλη όπου έχω πάει, αλλά έχει μια παράξενη γοητεία που ξεκινάει από τη λύσσα των ανθρώπων να την ξαναφτιάξουν από τις στάχτες της και συνεχίζεται στη διαδρομή από το παλάτι της Παλιάς Πόλης μέχρι το πάρκο Lazienki και το Wilanοw, περνάει από τη βόλτα στις όχθες του ποταμού Βιστούλα και καταλήγει στην Πράγα, στην αναγεννημένη χιπστερογειτονιά, που αυτήν τη στιγμή έχει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Έχει επίσης τεράστιες λεωφόρους, απίθανα καφέ και εστιατόρια (που έχουν πολύ καλύτερο φαγητό απ' ό,τι περιμένεις), μαγαζιά με ζωντανή τζαζ, κλάμπινγκ, παγκάκια στα πεζοδρόμια όπου παίζουν έργα του Σοπέν, εκπληκτική γραφιστική και murals, ωραία μουσεία, φεστιβάλ, όμορφο κόσμο. Δεν περίμενα να μου αρέσει τόσο πολύ, είναι μια ζωντανή πόλη που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις άλλες ευρωπαϊκές, π.χ. τις γερμανικές. Βέβαια, έπαιξε ρόλο σε αυτό και η εποχή, γιατί τα Χριστούγεννα η Βαρσοβία είναι μια άλλη πόλη, πολύ πιο εντυπωσιακή λόγω του καλλιτεχνικού φωτισμού που υπάρχει παντού, μιας παράδοσης δεκαετιών που τα τελευταία χρόνια έχει καταντήσει μανία. Πάνω από 1.300 καλλιτέχνες συνεργάζονται κάθε χρόνο για να διακοσμήσουν τον Βασιλικό Δρόμο, μια διαδρομή περίπου 20 χιλιομέτρων που ξεκινάει από την Παλιά Πόλη και φτάνει μέχρι το παλάτι Wilanοw, γεμάτη φωτεινά installations και φωτεινά σχέδια. Φυσικά, τα γιορτινά φώτα δεν περιορίζονται σε αυτήν τη διαδρομή, απλώνονται παντού, σε πλατείες, σε κτίρια, ακόμα και μέσα σε πάρκα και πάνω απ' το ποτάμι (με μόνη παραφωνία τα φωτεινά logos των χορηγών που κρέμονται πάνω από τα installations).
Η Παλιά Πόλη, που είναι και το πιο γραφικό κομμάτι της Βαρσοβίας, είναι κυριολεκτικά ένα αρχιτεκτονικό θαύμα, γιατί και το Βασιλικό Κάστρο και τα πολυφωτογραφημένα πολύχρωμα κτίρια της πλατείας όπου βρίσκεται η Γοργόνα της Βαρσοβίας είναι ρεπλίκες των παλιών (από τον 13ο αιώνα), επειδή στην Εξέγερση της Βαρσοβίας καταστράφηκε το 90% των κτιρίων της. Όλη η πόλη ξαναχτίστηκε ακριβώς όπως ήταν πριν, με τα κτίρια τόσο πιστά στα πρωτότυπα (με τη βοήθεια παλιών φωτογραφιών, πινάκων και αρχείων), που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι είναι σύγχρονες κατασκευές. Η Πολωνία έχασε τον περισσότερο πληθυσμό από κάθε άλλη χώρα στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (το 17% των κατοίκων της) και η Βαρσοβία, από 1,3 εκατομμύρια κατοίκους που είχε πριν από τον πόλεμο, κατέληξε το 1944 να έχει μόνο 162.000. Σήμερα έχει 1,8 εκατομμύρια, αλλά σου δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι πολύ μεγαλύτερη. Και επειδή καταστράφηκε ολοσχερώς και ξαναχτίστηκε από την αρχή, ονομάζεται και «Φοίνικας», κάτι που και να μην το ξέρεις το υποψιάζεσαι από τις ταμπέλες «phoenix» που βλέπεις σε ονόματα μαγαζιών και τοπικών εταιρειών. Το Βασιλικό Κάστρο (ένα κόκκινο ανάκτορο με 32 πολύχρωμα δωμάτια και τη συλλογή Lanckorononski με δύο πίνακες του Ρέμπραντ, των οποίων η ανακατασκευή μετά την καταστροφή τους από τους ναζί είναι έργο για μελέτη) και η Παλιά Πόλη (Stari Miasto) είναι μνημεία προστατευόμενα από την UNESCO και η αφετηρία για όλες τις βόλτες, με μικρομάγαζα με κεχριμπαρένια μπιμπελό και φαγάδικα με πολωνική κουζίνα, παγοδρόμιο και υπαίθρια αγορά με street food και ζεστό κρασί με μπαχαρικά και ίσως τους περισσότερους τουρίστες από κάθε άλλη περιοχή.
Το ίδιο εντυπωσιακή είναι και η Νέα Πόλη, η οποία είναι επίσης γραφική και ακόμα πιο όμορφη, κι αυτή ξαναχτισμένη τη δεκαετία του '50, με έναν κεντρικό δρόμο που θυμίζει σκηνή από ταινία εποχής. Εκεί βρίσκεται μία από τις πιο όμορφες σοκολατερί της πόλης, η E. Wedel, της πολωνικής εταιρείας ζαχαροπλαστικής που φτιάχνει τις πιο γνωστές καραμέλες. Ο απόγονος του Jan Wedel, που ήταν το τελευταίο μέλος της οικογένειας Wedel που ανέλαβε την κυριότητα της εταιρείας (μετά πωλήθηκε στην Cadbury), ήταν κάτι σαν τον Willy Wonka της προπολεμικής Πολωνίας...
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO